Είναι σκυλιά οι δημοσιογράφοι. Οποτεδήποτε βλέπουν κάτι να κινείται, το γαβγίζουν σχεδόν υστερικά. Και νομοτελειακά, από τη στιγμή που θα αρχίσουν να ακονίζουν τα δόντια τους στο κόκαλο μιας ιστορίας, τα γεγονότα της αλλοιώνονται τόσο πολύ, που στο τέλος ακόμα κι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της την απαρνιούνται. Είναι παράξενοι κι ενοχλητικοί τύποι οι δημοσιογράφοι. Δεν καταλαβαίνουν πως όλα εκείνα που βλέπουν, είναι οι σκιές όσων δε μπορούν να δουν. Δεν καταλαβαίνουν πως για να είσαι πειστικός, οφείλεις να είσαι πιστευτός. Πως για να είσαι πιστευτός, πρέπει να είσαι τουλάχιστον αξιόπιστος, και για να είσαι πάντα αξιόπιστος, υποχρεούσαι να γίνεις πιστός φίλος της αλήθειας.

Όλα τούτα κλωθογύριζαν στο εύστροφο μυαλό του Τρούμαν Καπότε εκείνο το ψυχρό κυριακάτικο πρωινό, στις 15 Νοεμβρίου 1959, που στο γραφικό Χόλκομπ του Κάνσας, βρέθηκε άγρια δολοφονημένη μια τετραμελής οικογένεια. Όταν δε, άκουσε το σερίφη να δηλώνει πως η υπόθεση επρόκειτο για το καπρίτσιο ενός ψυχοπαθούς φονιά, έπεισε τον εαυτό του ότι είναι υγιές, αλλά και απαραίτητο να κρεμάμε πότε – πότε από ένα ερωτηματικό στα πράγματα που μοιάζουν δεδομένα, καθώς τίποτα δεν είναι πιο απατηλό από το προφανές στοιχείο. Κάπως έτσι λοιπόν, και με την βεβαιότητα πως για να γίνει κατανοητή η συμπεριφορά του ανθρώπου, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι σκοποί, τα κίνητρα κι οι ανάγκες του, η δολοφονία των Κλάτερ, έγινε το θέμα του πιο γνωστού από τα έργα του, «Εν ψυχρώ».

Image by © Bettmann/CORBIS

Ο γεννημένος στις 30 Σεπτεμβρίου 1924, Αμερικανός Τρούμαν Καπότε που θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα, κι ανοιχτά δηλωμένος ομοφυλόφιλος μπον βιβέρ που ανέκαθεν υπήρξε παραμελημένος από τους γονείς του, επίσης γνωστός και για τη νουβέλα του «Πρόγευμα στο Τίφφανυς» (1958), δεν αργεί να σηκώσει τα μανίκια του και με τη βοήθεια της στενής του φίλης, και επίσης συγγραφέως, Χάρπερ Λη, να φωτίσουν τις πτυχές και το χρονικό του εγκλήματος στο Κάνσας. Ακούραστοι και σίγουροι ότι η κατανόηση είναι δρόμος διπλής κατεύθυνσης, παίρνουν συνεντεύξεις από όλους τους κατοίκους της πόλης, τις Αρχές, αλλά και τους ίδιους τους δολοφόνους, Ρίτσαρντ Χίκοκ και Πέρι Σμιθ, που έπειτα από την δίκη μιας ώρας, βαφτίζονται θανατοποινίτες, κι ο Καπότε αρχίζει να στήνει μανιωδώς την πλοκή σε ένα βιβλίο που έμελλε να μείνει για 37 εβδομάδες στην κορυφή των ευπώλητων και να μεταφραστεί σε 25 γλώσσες.

Ώρες ολόκληρες περνά στις φυλακές συζητώντας με τους δύο άνδρες, και η αλήθεια είναι πως γοητεύεται ιδιαιτέρως από τον Σμιθ, καθώς στο έργο του θα τον παρουσιάσει λίγο πιο ευαίσθητο και συναισθηματικό από τον Χίκοκ. Τους κοιτάζει στα μάτια. Παρά το ότι πίνει πολύ και είναι εθισμένος σε ουσίες, ο Καπότε ξέρει να κρίνει. Βλέπει δύο ανθρώπους για τους οποίους η μεταμέλεια είναι περισσότερο λύπη γι’ αυτό που έκαναν, και λίγοτερο ένας τρόμος για ‘κείνο που θα πάθουν εξαιτίας της πράξης τους. Κι αφού μαθαίνει πως η δολοφονία έγινε με αρχικό στόχο τη ληστεία των Κλάτερ, καταλήγει στο συμπέρασμα πως τελικά τα χρήματα είναι η καυτή πατάτα που ο διάβολος προσφέρει στον άνθρωπο.

Την ίδια στιγμή που ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τους δύο εγκληματίες, κι η αγχόνη ετοιμάζεται, ο Καπότε που κατά τη διάρκεια της ζωής του θα μπαινόβγαινε διαρκώς σε κέντρα αποτοξίνωσης, και πόνεσε ανεπανόρθωτα από τον χωρισμό του από τον μυθιστοριογράφο, Τζακ Ντύνφυ, με τον οποίο είχαν σχέση για 35 χρόνια μέχρι που ο Ντύνφυ κουράστηκε από τις συναισθηματικές του εξάρσεις, επιμένει πως δεν είναι λύση η θανάτωση των δύο ενόχων. Συζητά με τους συνηγόρους τους και τονίζει πως όσο η φιλανθρωπία είναι η λάθος θεραπεία για την φτώχεια, τόσο λάθος θεραπεία για το έγκλημα είναι και η θανατική ποινή.

Από την άλλη, αν κάποιος θέλει να καταργηθεί η θανατική ποινή, ας κάνουν το πρώτο βήμα οι δολοφόνοι, κι ας μην τα ρίχνουμε όλα στην κοινωνία που όταν κάποιος απλώνει το χέρι πάνω μας, βεβαιώνεται με τον τρόπο της να μην το απλώσει πουθενά αλλού ξανά. Άλλωστε, έλεος για τον ένοχο δε σημαίνει σκληρότητα και ασέβεια προς τον αθώο; Αν όλα αυτά ακούγονται λογικά ακόμα και σήμερα, αλλά και για πολλά χρόνια ακόμα, ο Καπότε δεν θα διστάσει να υποστηρίξει πως μια κάποια επιείκεια θα μπορούσε να γίνει η κατανόηση των αιτιών του κακού και πως το βιβλίο του θα αποτελεί μια μηχανή αλέσεως δεδομένων, η οποία θα διευκολύνει τον αναγνώστη με τα συμπεράσματά του. Με τούτο το βιβλίο, σχεδόν στόχευσε στην αθώωση των κατηγορουμένων, και γνώριζε σαν από ένστικτο, ότι η αλήθεια αυτής της υπόθεσης ήταν ανεξάρτητη από τα γεγονότα.

Τελικά, δεν θα αλλάξει απολύτως τίποτα στη μοίρα των μελλοθάνατων. Ο Καπότε που βλέπει το βιβλίο του να παίρνει το δρόμο του, και θα έπρεπε να χαρεί γι’ αυτό, βουλιάζει σχεδόν σε κατάθλιψη. Αισθάνεται τόσο άσχημα απέναντι στους μελλοθάνατους που αρνείται να τους αντικρίσει το τελευταίο βράδυ. Αργότερα θα βρεθεί να απολαμβάνει την επιτυχία, αλλά θα είναι άδειος. Παρόλο που θα δηλώνει χαμογελαστά πως ποτέ δε χρειάστηκε να διαλέξει τα θέματα των βιβλίων του, μια και τα ίδια τα θέματα τον διάλεγαν, εντός του θα καίγεται. Παρόλο που θα διατυμπανίζει πως όταν αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει το βιβλίο που θέλει ο ίδιος να διαβάσει, κάθεται και το γράφει, στην ψυχή του θα βασιλεύει ένα ατέλειωτο χάος. Παρόλο, δηλαδή, που πέτυχε εκδίδοντας ένα τέτοιο βιβλίο, την ίδια στιγμή απέτυχε χάνοντας ένα προσωπικό του στοίχημα.

Για το υπόλοιπο της ζωής του τον στοιχειώνουν οι εφιάλτες. Εφιάλτες στους οποίους πότε του νεύουν οι Σμιθ και Χίκοκ και πότε οι Κλάτερ. Οι χειρότεροι δε, είναι εκείνοι που τον σέρνουν με τη βία πίσω στη 14η νύχτα εκείνου του μοιραίου Νοέμβρη του 1959, και το έγκλημα παίρνει σάρκα και οστά. Στις 25 Αυγούστου 1984, πεθαίνει από υπερβολική δόση χαπιών πριν καν συμπληρώσει τα 60 του χρόνια. Φεύγει σχεδόν κυνηγημένος από την ζωή. Κι ενώ ήξερε ότι η λογοτεχνία είναι ένα ατέλειωτο παιχνίδι ερωταπαντήσεων, δεν έμαθε να αποστασιοποιείται από αυτήν όταν αυτό ήταν αναγκαίο, κι έχασε παρτίδες που δικαιωματικά του ανήκαν.