Η Όλγα, η Μάσα (Μαρία στην απόδοση του «Πορεία») και η Ειρήνη, ζουν σε μια επαρχιακή πόλη της Ρωσίας, μαζί με τον αδερφό τους, Ανδρέα. Τα όνειρά τους όμως, κυριαρχεί η Μόσχα, μία πόλη εξιδανικευμένη, που κάποτε έμεναν με τον αξιωματικό πατέρα τους. Πλέον, η προοπτική της εγκατάστασης εκεί, θρέφει τα προσωπικά τους οράματα. Η Όλγα εργάζεται σε σχολείο της περιοχής και σύντομα αναβαθμίζεται σε διευθύντρια. Η Μαρία είναι παντρεμένη με έναν καθηγητή που αδυνατεί να της προσφέρει όσα εκείνη επιθυμεί. Η μικρότερη, η Ειρήνη, μια φωτεινή προσωπικότητα, ονειρεύεται να ζήσει ελεύθερη στην Μόσχα. Ο Ανδρέας από την άλλη, εγκλωβίζεται στα προσωπικά του αδιέξοδα και ερωτεύεται μια γυναίκα που με τη συμπεριφορά της, σύντομα προκαλεί τριγμούς στον ψυχισμό του. Ο καιρός όμως περνάει και τα πράγματα είτε βαλτώνουν είτε δυσκολεύουν για κάποιους. Σύντομα οι μεγάλες επιδιώξεις θα διαψευστούν και τότε η σταδιακή συνειδητοποίηση της αλήθειας θα προσγειώσει απότομα τις προσδοκίες ενώ ο νεανικός ενθουσιασμός και η προσμονή, θα μετατραπούν σε συγκατάβαση και δραματική αποδοχή της πραγματικότητας.

Η κεντρική οικογένεια, περιβάλλεται από ένα ψηφιδωτό προσώπων, που το καθένα φέρει έναν διαφορετικό συμβολισμό και έχει μια ιδιαίτερη σημασία για την μετέπειτα πορεία των ηρώων. Ο Βερσίνιν, φέρνει τον έρωτα που τόσο επιζητά η Μαρία στη μίζερη ζωή της, παρόλο που εν τέλει μένει ανεκπλήρωτος και την καταρρακώνει. Ο Κουλίγκιν, από την άλλη είναι ο αφελής σύζυγος που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις φιλοδοξίες της. Ο Τούζενμπαχ, περιμένει καρτερικά την Ειρήνη να ενδώσει στον έρωτά του και λίγο πριν παντρευτούν, θα χάσει την ζωή του σε μια μονομαχία. Η Νατάσα, απορροφά όλη την ενέργεια του Ανδρέα και δηλητηριάζει με την αγένεια και την εγωπάθειά της, κάθε μέλος της οικογένειας.

Όντας από τα πιο πολυανεβασμένα έργα του παγκοσμίου ρεπερτορίου, σπανίζουν οι σκηνοθετικές εμπνεύσεις που έχουν να αναδείξουν μια νέα οπτική. Παρόλα αυτά, ο Δημήτρης Τάρλου, που ανέλαβε εκτός από τη σκηνοθεσία και την δραματουργική απόδοση, φάνηκε να τυλίγει με έναν ενδιαφέροντα σαρκασμό την πλοκή, να βάζει έξυπνες «ελληνικές» προεκτάσεις μέσα στο κείμενο και φυσικά να μην το περιορίζει χρονικά, δημιουργώντας έτσι ένα διαχρονικό περίβλημα, που θα μπορούσε να αναφέρεται στο χθες, στο τώρα και στο αύριο. Εξίσου σημαντικό ότι παρά τη μεγάλη διάρκεια, η παράσταση δεν κουράζει το θεατή. Τα κοστούμια και τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, πολύ κομψά, χωρίς υπερβολές συμβόλιζαν αυτό το άχρονο περιβάλλον. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, πλαισίωναν ιδανικά την κύρια πλοκή και το ύφος της παράστασης. Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου υπογράμμισε μελαγχολικά τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρωίδων και του περιγύρου τους.

Ως προς τις ερμηνείες, υπήρχε ποικιλία και υφολογική ανομοιογένεια. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη συνεχίζει την δυναμική της «Πορεία», ενσαρκώνοντας την Όλγα, ως την πιο συγκρατημένη, εσωστρεφή και προσγειωμένη αδερφή από τις τρεις, που παρά την προσωπική της τρικυμία, διατηρεί μια εξωτερική νηφαλιότητα. Η Ιωάννα Παππά, ίσως στην καλύτερη ερμηνευτική στιγμή των τελευταίων χρόνων, χτίζει μια Μαρία δυναμική, σίγουρη, που πάλλεται κάτω από μια φλέγουσα μελαγχολία. Η Λένα Παπαληγούρα, δεν απέδωσε την Ειρήνη μόνο ως ένα εύθραυστο και ποιητικό πλάσμα, παρά ήταν αρκετά συμπαγής και γήινη, ενώ δεν δίσταζε σε αρκετά σημεία να υιοθετήσει πιο σκληρούς τόνους. Ο Γιάννης Νταλιάνης οικοδόμησε τον Βερσίνιν αρκετά ρεαλιστή, ενώ ο Κώστας Κορωναίος, θύμιζε ερμηνευτική περσόνα άλλης εποχής. Μετρημένοι και στιβαροί οι Λαέρτης Μαλκότσης και Παντελής Δεντάκης. Η Μαριάννα Δημητρίου έφερε στη σκηνή έναν παλιακό τρόπο ερμηνείας. Επίσης εμφανίζονται πλαισιώνοντας τους πρωταγωνιστές οι Δημήτρης Μπίτος, Γιώργος Μπινιάρης, Πάρις Θωμόπουλος, Βασίλης Παναγιωτόπουλος, Χάρης Τσιτσάκης, Μαριέττα Σγουρδαίου, Κορίνα Κόκκαλη.