Η ελπίδα και η απόγνωση ακροβατούν πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί και τα σύνορά τους είναι τόσο κοντά που κάθε κίνηση οφείλει να είναι προσεκτική. Μπορεί να θέλεις ν’ ανοίξεις τα πανιά του καραβιού που λέγεται ζωή και να πας σε άλλες πολιτείες όπου θα βρεις την ευτυχία ή τέλος πάντων μια ζωή καλύτερη, ωστόσο αυτή η μετάβαση είναι δύσκολη, έχει παγίδες και δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Αυτό το όνειρο για μια καλύτερη ζωή σε μια ξένη προς εσένα πατρίδα είναι μια δοκιμασία που δεν την αντέχουν όλοι μα την δοκιμάζουν για να ξεφύγουν από μια μίζερη καθεστηκυία τάξη με τίμημα πολλές φορές την ίδια τους τη ζωή. Αυτό ευτυχώς δεν συμβαίνει στον γιο της Νένε που ξεκινά το μεγάλο ταξίδι για την Ρώμη, τον τόπο που διάλεξε για να αναζητήσει αυτή την καλύτερη ζωή.

Διαδρομή στον χρόνο και τον χώρο με απώτερο σκοπό μια καλύτερη ζωή

Είναι ένα βιβλίο τρυφερότητας, συγκίνησης μα και σκληρής απότομης ωριμότητας, είναι μια αφήγηση που έχει πιο πολλές λύπες από χαρές, αλλά ευτυχώς δεν λείπουν τα όνειρα του αγοριού για το μέλλον του. Οι προοπτικές στο χωριό της Νιγηρίας όπου διαμένει δεν είναι καλές, η κατάσταση παραμένει στάσιμη και δεν υπάρχει κάτι στον ορίζοντα που να μπορεί να τον κρατήσει εκεί. Δεν υπάρχει κάποιου είδους προοπτικής, κάποια εξέλιξη ικανή να τον πείσει να μείνει. Βέβαια, ο αποχωρισμός από τον τόπο του δεν είναι καθόλου εύκολη διαδικασία και πόσο μάλλον ο αποχαιρετισμός στην αγαπημένη μητέρα του αλλά και ευρύτερα στο περιβάλλον του. Φαίνεται όμως πως η ελπίδα είναι ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του και στον νου του, οι αποσκευές εκείνες του αρκούν για να αλλάξει ζωή.

Συζητά μαζί με τους φίλους που κάνει στο ταξίδι για το όνειρό του, γιατί και εκείνοι έχουν τα δικά τους που αφορούν σε άλλους τόπους και έτσι μοιάζει ο καθένας τους να αντλεί στήριξη και δύναμη από το κουράγιο των υπολοίπων. Θα πρέπει να διασχίσει την έρημο, ένα ταξίδι δύσκολο, για να μπορέσει να φτάσει στο σημείο από όπου θα βρει την θάλασσα και το πλοίο για να πραγματοποιήσει την φιλοδοξία του, άρα ο δρόμος είναι μακρύς και ανηφορικός. Δεν είναι πάντα σε καλή διάθεση, λυγίζει, διστάζει, φοβάται μα η αποστολή και ο στόχος  είναι πάντα ξεκάθαρος και αυτό τον κρατάει σε εγρήγορση, τον κινητοποιεί και στέκεται γενναίος μπροστά στα εμπόδια που εμφανίζονται. “Τη μέρα που γεννιέσαι, ο Δημιουργός σου γράφει στο μεγάλο βιβλίο του πώς θα πεθάνεις. Κάποιοι τρέχουν προς το θάνατό τους. Άλλοι πηγαίνουν περπατώντας. Άλλοι πιστεύουν ότι απομακρύνονται από τον θάνατο, ενώ εκείνος έρχεται να τους βρει. Όλα είναι γραμμένα. Δεν μπορούν να αλλάξουν”.

Ο Osundu γράφει ένα μυθιστόρημα συνυφασμένο απόλυτα με την πραγματικότητα και εμπνευσμένο ακριβώς από αυτή την ανάγκη, την προσδοκία για καλύτερες συνθήκες ζωής. Με μοχλό τα όσα ο ίδιος έχει παρατηρήσει να συμβαίνουν στη χώρα του κατά τις επισκέψεις του προφανώς αλλά και ακούγοντας τις μαρτυρίες ανθρώπων που έχουν περάσει από τα ίδια μονοπάτια, ο συγγραφέας μάς κάνει κοινωνούς ενός προβλήματος διαρκούς και επώδυνου. Ο γιος της Νένε φεύγει γεμάτος με αναμνήσεις για αυτά που αφήνει πίσω αλλά είναι έτοιμος να γεμίσει τις αποσκευές του με νέες εμπειρίες από τον νέο τόπο. Την Ρώμη την θαυμάζει και χρησιμοποιεί λίγες λέξεις, όσες ξέρει δηλαδή, για να την περιγράψει, είναι για τον ίδιο η γη της Επαγγελίας, είναι μια σανίδα σωτηρίας έτσι όπως την έχει πλάσει στο μυαλό του. Δεν διαπραγματεύεται την παραμονή του στην Νιγηρία, επιθυμεί διακαώς να τρέξει στον χρόνο και να γίνει μέρος αυτής της νέας πόλης που τον περιμένει.

Αρχίζει όμως σιγά σιγά να κατανοεί πως ο δρόμος έχει αγκάθια και οφείλει να είναι πολύ συνετός στις επιλογές του, να προστατεύσει τον εαυτό του όσο περισσότερο μπορεί ώστε το όνειρό του να μην μετατραπεί σε έναν κακό εφιάλτη. Δεν θέλει να καταλήξει, όπως έχει ακούσει για άλλες περιπτώσεις, σκλάβος. Θέλει να ζήσει, να εργαστεί, να χαρεί και γιατί όχι να φτιάξει και μια οικογένεια. Δεν τρέφει αυταπάτες, δεν είναι κουτός, είναι σχετικά προετοιμασμένος για αυτά που θα συναντήσει στο διάβα του. “Η χώρα στην οποία περιμέναμε να περάσουμε το νερό ήταν η χώρα των φημών. Υπήρχαν φήμες για απαγωγές από αυτούς που έλεγαν ότι δεν τους άρεσε το χρώμα του δέρματός μας και ήθελαν να δουλέψουμε σαν σκλάβοι. Αυτές οι φήμες ήταν οι πιο τρομακτικές. Κρατούσαμε τα κεφάλια μας σκυμμένα και τα μάτια μας στο έδαφος”.

Καθώς το ταξίδι έχει ξεκινήσει μέσα στην έρημο και ευρισκόμενος ανάμεσα σε πολλούς που ήθελαν να δοκιμάσουν την τύχη τους χωρίς να γνωρίζουν το παραμικρό οι συζητήσεις πάνε και έρχονται, ο καθένας εκφράζεται ανοιχτά για τις ανησυχίες και τις αγωνίες του και δεν διστάζει να εκμυστηρευτεί όλα αυτά που του συμβαίνουν στο μυαλό και την ψυχή. Ο γιος της Νένε δεν παύει να ονειρεύεται πως έχει φτάσει στον προορισμό του και ήταν γεμάτος λάμψη από το νέο του ξεκίνημα μα τα όμορφα όνειρα θέλουν προσοχή γιατί η ευδαιμονία παρασέρνει. Η βάρκα δεν θα αργήσει να τους υποδεχτεί και εκεί τα πράγματα θα είναι επικίνδυνα και τα νερά κρύα. Ο δρόμος για την ευτυχία, ακόμα και μετά την ευτυχή κατάληξη του ταξιδιού και την αίσια άφιξη στη Ρώμη, θέλει υπομονή και επιμονή. “Άρχισα και εγώ να κάνω αυτό που έκαναν οι κάτοικοι της Ρώμης. Άρχισα να περπατάω”. Πόσο απλή τελικά μπορεί να είναι μια στιγμή για την οποία κάποιος μπορούσε να είχε επενδύσει όλο το είναι του!

Απόσπασμα από το βιβλίο:

“Στο Γκούλου Στέισιον όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Φροντίζουμε να κοιτάζει ο καθένας τη δουλειά του άλλου. Δεν είμαστε συνέχεια χαρούμενοι, αλλά ούτε και λυπημένοι. Ποιος θέλει να είναι συνέχεια μόνο χαρούμενος ή μόνο λυπημένος; Αποδεχόμαστε τις ζωές που έχουμε και ζούμε τη ζωή όπως την ξέρουμε”.

Διαβάστε επίσης:

Όταν ο ουρανός είναι έτοιμος, τα αστέρια θα φανούν: Το συγκινητικό βιβλίο του E.C. Osondu