Ο Στέφαν Τσβάιχ στο αποχαιρετιστήριο μήνυμά του λίγο πριν αφήσει αυτόν το μάταιο κόσμο διαπράττοντας αυτοκτονία στη μακρινή Βραζιλία είχε γράψει: “Χαιρετώ όλους τους φίλους. Εύχομαι να δουν και πάλι τις αυγές που θα ξημερώσουν μετά τη μακριά νύχτα! Εγώ, που ήμουν πάντα μου ανυπόμονος, προπορεύομαι”.

Η αφηγήτρια Τίνα, η γυναίκα που αναζητά λύσεις εναγωνίως στο δικό της προσωπικό αδιέξοδο φλερτάρει με την ιδέα του απονενοημένου διαβήματος και στο δρόμο προς την τελική φυγή γράφει με ένταση ψυχής απευθυνόμενη στους γονείς της: “Ευχαριστώ για όλα. Δεν μπορώ να εξηγήσω την πράξη μου, αλλά δεν έχει σχέση μ’ εσάς. Πέρασα μια όμορφη, μάλλον ιδανική, παιδική ηλικία. Ώς τα δεκαπέντε μου χρόνια. Μετά συνέβη εκείνο το πράγμα. Δεν ξέρω κατά πόσον έχει σχέση μ’ αυτό που συμβαίνει τώρα. Το πιθανότερο είναι να μην έχει. Εξάλλου συνήλθα από τον θάνατο της Κρήνης. Αν είχαμε μια μεγαλύτερη οικογένεια, αν είχα αδέρφια, ίσως να μην εί…”. Είναι όμως η πλήρης αλήθεια αυτή που ξεστομίζει;

Η ιστορία ενός αδιεξόδου

Είναι πραγματικά δύσκολο να μπει κανείς στα παπούτσια του “ρόλου” της Τίνας, δηλαδή στη θέση ενός ανθρώπου που για τους δικούς του προσωπικούς λόγους επιθυμεί να βάλει τέλος στη ζωή του και να δώσει μια κλωτσιά στον όρο ζωή και σε ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η Τίνα είναι μια γυναίκα όμηρος των σκέψεών της, των ανησυχιών της, της ανάγκης να βρει πατήματα και στηρίγματα που θα την κρατήσουν πάνω στην επιφάνεια του νερού και δεν θα την αφήσουν να κατέβει με τα βαρίδιά τους στο βυθό της δικής της θάλασσας. Η συγγραφέας μεταφέρει πολύ επιτυχημένα την αγωνία της ηρωίδας της και μεταδίδει προς τον αναγνώστη τον παλμό ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα όριά του αν δεν τα έχει υπερβεί καιρό τώρα. Η Τίνα, είναι ένας άνθρωπος του περίγυρού μας, είναι μια κοινή θνητή, είναι μια πρωταγωνίστρια της καθημερινότητας, μια χαμένη στη δική της μετάφραση.

Η ιστορία της δεν πρέπει να μας είναι ξένη, είναι ένα ευαίσθητο θέμα, είναι ένα θέμα επίκαιρο και πολύ σύνηθες πλέον, μια κατάσταση που βιώνεται ανοιχτά και απροκάλυπτα από πολλούς ανθρώπους στη σημερινή κοινωνία των πολλών προβλημάτων και των έντονων ψυχολογικών αναταράξεων αλλά δεν χρειάζεται μαζική συνάθροιση, μάλλον ψυχραιμία και ήπια ανάλυση των λόγων. Η Άντζελα Δημητρακάκη με τόλμη και θάρρος πλέκει και εξυφαίνει μια ιστορία πολύ ανθρώπινη, περιγράφει το τέλμα της ζωής και μας εντάσσει στον εγκεφαλικό πυρετό, στο εσωτερικό πολεμικό μέτωπο μιας νέας γυναίκας που κυκλοφορεί ανάμεσά μας. Δεν είναι ένα αλλόκοτο πλάσμα, δεν είναι μια μεταφυσική φυσιογνωμία ούτε και μια παράξενη οντότητα. Κάθε άλλο, είναι ένα πρόσωπο που έχει οικογένεια, δύο παιδιά συγκεκριμένα, έχει γονείς, έχει φίλους που την νοιάζονται. Εκείνη όμως μοιάζει να μην νοιάζεται τόσο, ίσως οι γύρω το έχουν αναγάγει σε μείζον ζήτημα, σε ένα είδος θεάματος με εισιτήριο και απόλαυση.

Αναζητώντας την απελευθέρωση

“Υπάρχει η αντίληψη του υποκειμένου που ρωτάει: ποιος είναι ο στόχος της ευθυγράμμισης; Όταν όλα τα στοιχεία του περιβάλλοντός μου στρέφονται προς εμένα στην ιδανική τους διάταξη, τι αντιλαμβάνομαι; Η όποια σχέση ανατροπής έχει χαθεί τη στιγμή της ευθυγράμμισης. Η επαναστατική ρήξη έχει επίσης χαθεί. Δεν μένει να γίνει τίποτα. Είμαι σε αυτή τη στιγμή, σε αυτόν τον χρόνο. Πώς να το πω αλλιώς;”.

Πραγματικά, έτσι συμβαίνει διότι η Τίνα είναι αποφασισμένη για τα βήματά της, δεν αμφιταλαντεύεται αλλά αναζητά διέξοδο μέσα στο αδιέξοδο με τη δική της μέθοδο. Κρύβεται και εμφανίζεται αλλά δεν οπισθοχωρεί ούτε στιγμή, έχει στα χέρια της το μέλλον της, αν μπορεί κανείς να το ονομάσει μέλλον και στα μάτια της έτσι ορίζεται και δεν περιμένει από κανέναν να την καταλάβει. Πολλές φορές και η ίδια βρίσκεται σε σύγχυση και αναζητά μια κάποια λύση μέσα στον χρόνο που όλο και συντομεύεται, το τέλος πλησιάζει.

Ομολογεί στους γονείς της πως έχει χάσει κάθε χαρά της ζωής πως “εκτός από κάθε χαρά, έχω χάσει και άλλα, όπως το αίσθημα της δυστυχίας και της απώλειας. Το αίσθημα της συμμετοχής. Το αίσθημα της αλληλεγγύης. Αν η αισιοδοξία είναι αίσθημα το ‘χω χάσει κι αυτό. Ξέρω ότι θα κάνετε ερωτήσεις, ότι θα αναζητήσετε εξηγήσεις”.

Η Τίνα δεν είναι θύμα κανενός, δεν είναι καν σε επαιτεία οίκτου όσο και αν κάποιοι της τον προσφέρουν, είναι απλά η προσωποποίηση της αδυναμίας να βιώσει τη συνέχεια σε έναν κόσμο που για εκείνη έχει τελειώσει. Η ζωή της είναι ένας μηχανισμός αυτόματης εφαρμογής και λειτουργίας. Σπεύδουν όλοι να τη σώσουν αλλά έχει όντως την ανάγκη των γύρω της; Η ίδια γράφει, ερωτεύεται, μιλά, αφιερώνεται στο βιβλίο της, προσπαθεί να εξασφαλίσει την επόμενη μέρα για τα παιδιά της, να συνομιλήσει με τους φίλους της και ενδεχομένως να εξηγηθεί.

Η συγγραφέας πραγματεύεται πολλές πτυχές του θέματος της αυτοκτονίας και ουσιαστικά εμμένει στην ιδέα της κοινωνίας που θυματοποιεί συνειδήσεις και ανθρώπους, που με λανθασμένο και μη ενδεδειγμένο τρόπο επιχειρεί να παρέμβει. Η Δημητρακάκη με ειρωνικό, καυστικό και φλεγματικό τρόπο διεισδύει στον τρόπο σκέψης της ηρωίδας της που επιστρατεύει κάθε είδους τεχνάσματα ίσως και για να ξεφύγει από την μέγγενη της ανάγκης να εξηγεί τα πάντα. Διακωμωδεί ίσως και με τον τρόπο της τη δική της κατάσταση επιχειρώντας έτσι να ξεφύγει από μια ολόκληρη “πλεκτάνη” ενός επικίνδυνα γελοίου οίκτου που πλανάται από πάνω της χωρίς η ίδια να τον έχει προκαλέσει. Μια ιστορία που αξίζει να διαβαστεί διότι η ζωή ενός ανθρώπου απαιτεί σεβασμό και κατανόηση δίχως υπερβολές. Αυτή είναι μια πρώτη ανάγνωση, θα υπάρχουν σίγουρα και άλλες…


Αποσπάσματα

“Αν κάτι – χαμογελάει – γνωρίζει η Τίνα, είναι η πολλαπλότητα των εαυτών και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός, θέμα των πρώτων επιτυχημένων άρθρων της, από την περίοδο που εντρυφούσε σε ψυχαναλίζουσες μεθοδολογίες, προτού δηλαδή την αναγκάσει η κοινωνική πραγματικότητα να στραφεί στα γεωπολιτικά και οικονομικά πεπραγμένα…”

“Υπάρχει ένα μόνο πραγματικά σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα, και είναι η αυτοκτονία”. Αλμπέρ Καμύ