Η Τροία χάνεται. Παραδίδεται στις φλόγες. Λαός και βασιλιάδες αιμορραγούν κάτω από την σκληρότητα των κατακτητών. Η τραγική όψη του πολέμου αναδεικνύεται  μέσα στα τείχη του Ιλίου. Κι όπως σε όλες τις εκπεσούσες πόλεις του αρχαίου και του σύγχρονου κόσμου, σκορπίζεται παντού η φρίκη, η βία και ο αποτροπιασμός.

Οικουμενικής σημασίας η ευριπίδεια αυτή τραγωδία, περιγράφει με γλαφυρότητα τα δεινά μιας ανελέητης λεηλασίας τόπων και ζωών, της κατασπάραξης κάθε προσωπικής ελευθερίας, καθώς και της συνεχόμενης δίψας για εξουσία που αφανίζει ακόμα και τις πιο αθώες υπάρξεις.

Οι «Τρωάδες» αποτελούν το τρίτο και μοναδικό σωζόμενο μέρος μιας τριλογίας, που αφορούσε τον Τρωικό Πόλεμο. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο συγγραφέας επηρεάστηκε από την σύνθλιψη της Μήλου από τους Αθηναίους, της σφαγής των κατοίκων της, καθώς και των γυναικών που πουλήθηκαν ως σκλάβες σε διάφορους αφέντες. Πρόκειται για έργο που ξεχειλίζει οργή και απέχθεια για τα επακόλουθα ενός ανηλεούς πολέμου και επηρέασε αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους, όπως για παράδειγμα ο Σατρ, που συνέδεσε το μήνυμά του με την ευρωπαϊκή επιβολή στην Ασία.

Το σκηνικό προβάλλει την ανθρώπινη μοίρα σε όλο της το δραματικό φάσμα. Η αρνητική ένταση του κειμένου κλιμακώνεται συνεχώς, η καταστροφή και η πικρία δεν διακόπτονται από κάποιο απροσδόκητο γεγονός, παρά οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στην σπαρακτική κορύφωση.

Πάνω από τα διαλυμένα παλάτια και τα οχυρά των Τρώων, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά συμφιλιώνονται μετά από μακρά αψιμαχία και συμφωνούν μυστικά την τιμωρία των ασεβών Ελλήνων, που προκάλεσαν ύβρη καταστρέφοντας τους ναούς της θεάς και έσπειραν τον όλεθρο στη μακρινή γη της Τροίας. Την ίδια ώρα, οι τραυματισμένες ψυχικά Τρωαδίτισσες θρηνούν για όσα χάθηκαν κατά τη διάρκεια των αιματηρών μαχών που μόλις έληξαν. Αγαπημένα πρόσωπα σκοτώθηκαν, σπίτια κάηκαν, περιουσίες εξαφανίστηκαν και η πατρίδα τους κατάντησε ολότελα ρημαδιό. Ανάμεσά τους, ξεχωρίζει η συγκλονισμένη φιγούρα της Εκάβης, γυναίκας του Πριάμου, που απελπισμένη μνημονεύει τους νεκρούς γιους της, αλλά και τα βάσανα που περιμένουν τις γυναίκες, τώρα που οι κατακτητές ετοιμάζονται να τις πάρουν για σκλάβες στην Ελλάδα. Ο ιστός της δράσης και των αποφάσεων πλέκεται από το αφανές, στο έργο, συμβούλιο των Αχαιών, των οποίων οι επιταγές γίνονται γνωστές μέσω του εντολοδόχου τους Ταλθύβιου και ενός στρατιώτη. Η Κασσάνδρα μία από τις κόρες της Εκάβης και εκλεκτή ιέρεια του Απόλλωνα, αφού βιαστεί από τον Αίαντα, θα καταλήξει συνοδεία του Αγαμέμνονα, ο οποίος θέλησε να την κάνει ερωμένη του. Ως μάντισσα θα αποκαλύψει σε κάποια έκσταση το ζοφερό μέλλον των Αχαιών, αλλά δεν της δίνει κανείς σημασία. Απαρνείται τις χάρες του θεού και επιβιβάζεται μηχανικά στα καράβια των Ελλήνων. Η Ανδρομάχη, πιστή σύζυγος του σπουδαίου βασιλιά Έκτορα, κρατώντας στα χέρια το μικρό γιο τους και μέλλοντα βασιλιά, κληρώνεται να ακολουθήσει το Νεοπτόλεμο, όμως τα κακά δε σταματούν εκεί. Για να ξεπεράσουν οι νικητές κάθε αμφιβολία για την διαχρονικότητα της νίκης τους, διατάζουν να ριχτεί το μωρό από τα ψηλά τείχη, ώστε να μην μπορέσει ποτέ μεγαλώνοντας να ζητήσει εκδίκηση ή να ξαναφτιάξει την Τροία. Η Πολυξένη, άλλη μια κόρη της Εκάβης, καταλήγει εξιλαστήρια θυσία στον τάφο του Αχιλλέα. Μέσα σε όλη αυτή τη δυστυχία, η Εκάβη θα καταλήξει δούλα του Οδυσσέα, του χειρότερου εχθρού της πατρίδας της και θα πενθήσει βαθιά για το πεπρωμένο του άλλοτε πανίσχυρου λαού τους. Παράλληλα η Ελένη, μία από τις μεγάλες αφορμές της συμφοράς, παρουσιάζεται αλαζονική και εγωπαθής, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις πράξεις της στο μαινόμενο σύζυγο που ζητά εκδίκηση για την προδοσία. Αλλά μάταια. Η απόφαση για αυτήν έχει ήδη παρθεί τόσο από τους Αχαιούς, όσο και από τους Τρώες. Εν τέλει οι επιζήσασες γυναίκες ακολουθούν ως δούλες τους σκληρούς κατακτητές και  εγκαταλείπεται η καμένη τρωική γη, της οποίας τα ερείπια θα σταθούν για πολλούς αιώνες ακόμη εκεί.

Ο Θέμης Μουμουλίδης, θέλησε να προσαρμόσει το έργο στην παγκόσμια πραγματικότητα, βάζοντάς του κάποιες σύγχρονες πινελιές. Οι γυναίκες είναι αιχμάλωτες σε φυλακές-στρατόπεδα συγκέντρωσης, ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν άθελά τους, με μια μόνο βαλίτσα στο χέρι, θυμίζοντας την ατελείωτη και βεβιασμένη μετακίνηση πληθυσμών στην εποχή μας. Η σκηνοθετική γραμμή αν και είχε κενά που άφησαν μετέωρους τους ηθοποιούς κάποιες στιγμές, ήταν γρήγορη και σύγχρονη, δεν πήρε κάποιο ρίσκο και έδωσε βάση στο πάντοτε επίκαιρο αντιπολεμικό μήνυμα. Ενδιαφέρουσα και η χρήση μάσκας στον «Ποσειδώνα», παρόλο που δεν είναι σαφές αν έγινε λόγω σκηνοθετικής θέσης ή απλώς για αποφυγή συνταύτισης του Άρη Λεμπεσόπουλου με το διπλό ρόλο. Υπήρξε επιπλέον και μια μικρή σύγχυση σε συγκεκριμένες φάσεις με την εκφορά του λόγου. Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα είναι δυνατό και σε αυτό βοήθησε μία δεύτερη επεξεργασία του κειμένου από πλευράς σκηνοθέτη και Παναγιώτας Πανταζή, πάνω στην πολύ καλή μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη. Το σκηνικό του Γιώργου Πάτσα είναι συμβολικό, αναδύει την πικρή ατμόσφαιρα παντός είδους κρατητηρίου, μα και άχρονο, αφού θα μπορούσε να αναφέρεται τόσο στο χθες, όσο και στο σήμερα. Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού, ήταν εντυπωσιακά, αντιπροσώπευαν την κοινωνική κατάσταση, όσο και την ψυχολογία των γυναικών. Ιδιαίτερη μνεία για την εξαιρετική, μελαγχολική μουσική του Θύμιου Παπαδόπουλου και το χορικό με την πιο μοντέρνα εκτέλεση.

Ως προς τις ερμηνείες, πρόκειται για μια σύμπραξη πρωτοκλασάτων ονομάτων, που δημιουργούν τις καλύτερες προσδοκίες, αν και δεν έχουν όλοι συνοχή. Η Φιλαρέτη Κομνηνού, οικοδομεί μια Εκάβη σπαρακτική, με καθηλωτική εκφορά από την αρχή μέχρι το τέλος, πάλλεται από το συναίσθημα και την ένταση της τραγικής κατάστασης της ηρωίδας. Η Ιωάννα Παππά, αποδίδει την Κασσάνδρα της με τρόπο κατά κάποιον τρόπο μυσταγωγικό, χρωματίζει το λόγο της και μεταλλάσει συνεχώς τους τόνους της φωνής. Από την άλλη, η Μαρία Πρωτόπαππα, αποτελεί πάντοτε μια σίγουρη επιλογή για τους σκηνοθέτες, λόγω του ότι είναι ιδιαίτερα εύπλαστη και ακριβής. Ως Ανδρομάχη, ήταν λιτή, καίρια, συγκινητική, ενώ σπάραζε για το δράμα που περνούσε. Ο Χρήστος Πλαΐνης ως στρατιώτης, έκανε μια πολύ αξιόλογη προσπάθεια, χωρίς να κάνει την υπέρβαση, το ίδιο και η Λένα Παπαληγούρα ως Αθηνά. Αντίθετα, ως Τρωαδίτισσα, όπως και όλες οι ηθοποιοί του χορού (Λουκία Μιχαλοπούλου, Μαρούσκα Παναγιωτοπούλου, Τζωρτζίνα Παλαιοθόδωρου, Ειρήνη Κυρμιζάκη, Ίρις Μάρα, Ιώ Κυριακίδη) ήταν ακριβείς, εσωστρεφείς, με σωστούς ρυθμούς. Η Ζέτα Δούκα προσπάθησε αρκετά να χτίσει την Ελένη αποστασιοποιημένη και ηδυπαθή. Ο Στέλιος Μάινας συμπαθητικός Ταλθύβιος, ενώ ο Μενέλαος του Άρη Λεμπεσόπουλου ήταν επαρκής, όλο πόζα, με τον αέρα του νικητή. Καλή η ερμηνεία του και ως Ποσειδώνας.

Εν ολίγοις, πρόκειται για παράσταση, με θίασο πολλών αστέρων, που επιχειρεί μια πιο μοντέρνα ανάγνωση στην πολυανεβασμένη τραγωδία του Ευριπίδη και τονίζει την ατελείωτη δυστυχία που σπέρνει ο πόλεμος κάθε εποχή, με ασαφή όρια μεταξύ των νικητών και των ηττημένων. Όπως άλλωστε αναφωνεί και ο στρατιώτης στο τέλος, «έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος είναι μια ανοιχτή πληγή»…