Ήθελα να δω κωμωδία. Μαύρη, άσπρη, κίτρινη, κόκκινη, μπλε, δεν με ενδιέφερε. Κάτι που θα με κάνει να γελάσω χωρίς να σκέφτομαι. Βέβαια και η κωμωδία, όπως χρησιμοποιούμε τη λέξη σήμερα, το χιούμορ, προκαλούν το πνεύμα μας, το νοητικό μας κομμάτι, άρα είναι μάλλον αναπόφευκτο να θέλω να γελάσω χωρίς να συμβάλλει σε αυτό η σκέψη μου. Εξού και η έκφραση «πνευματώδες αστείο». Κατέληξα τελικά σε μια μαύρη κωμωδία: «Τα ραδίκια ανάποδα».

Η παράσταση στεγάζεται φέτος στο θέατρο Eliart, στον Κεραμεικό. Ένας χώρος μικρός μεν, αλλά ζεστός και φιλόξενος, όπως και οι άνθρωποί του. Τα συνήθη κουδούνια που προειδοποιούν για την έναρξη της παράστασης παραχώρησαν τη θέση τους σε εκκλησιαστικές καμπάνες. Η πρώτη νύξη στα περί θανάτου είχε ήδη γίνει. Το σκηνικό αποτελείται από δεκατρείς πανομοιότυπες μορφές, χάρτινες και ασπρόμαυρες, που προσωπικά με παρέπεμψαν στα «Ανθρωπάκια» του Γιάννη Γαΐτη. Από τη μια τα απρόσωπα και μαζικά ανθρωπάκια του εικαστικού και από την άλλη η θεατρική διαπραγμάτευση με τον θάνατο, μαζικός και εντέλει παθητικός και αυτός, ωραίος συνδυασμός και συνειρμός, σκέφτηκα. Και τα φώτα χαμηλώνουν, μουσικές παίζουν, καπνοί βγαίνουν και ο Γιώργος Γαλίτης, ένας σύγχρονος Χάρος μας καλωσορίζει και το one man’s show ξεκινά.

Η παράσταση είναι μία αλληλουχία δεκατριών επικηδείων. Κείμενο, σκηνογραφία και ερμηνεία του Γιώργου Γαλίτη, σκηνοθεσία του Βλαδίμηρου Κυριακίδη. Δεκατρείς χαρακτήρες: ποιητής, γιατρός, μάγειρας, παπάς, χήρα, στρατηγός κ.ά. αποχαιρετούν για τελευταία φορά ένα προσφιλές τους πρόσωπο. Η ενδυμασία τους δηλώνει άμεσα το ποιοι είναι, αλλά και ο λόγος τους συμπληρώνει το κοινωνικό τους στάτους,  τη σχέση τους με τον αποθανόντα, τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τον εκλιπόντα, το θάνατο, αλλά κυρίως τη ζωή.

Κάθε χαρακτήρας ουσιαστικά αποτελεί και μία μικρή σάτιρα για αυτό που εκπροσωπούν, την εξουσία ή τον απλό πολίτη. Μέσα από τις μονάδες, διαμορφώνουμε μία συνολική εικόνα ενός συνόλου πολιτών.
Μετά τον δεύτερο, τρίτο επικήδειο, μπορεί κανείς να καταλάβει την φόρμα και τα επαναλαμβανόμενα στοιχεία στα οποία δομείται ο κάθε χαρακτήρας. Δυστυχώς υπάρχουν πολλά κλισέ και είναι σχεδόν αναμενόμενο το περιεχόμενο του κάθε παρουσιαζόμενου τύπου. Το στίγμα της παράστασης «Τα ραδίκια ανάποδα» δίνεται αν φανταστούμε έναν ερμηνευτή να έχει αποκοπεί από μια μεγαλύτερη επιθεώρηση, από αυτές που παρουσιάζονται στην Ελλάδα χρόνια τώρα, με τα πολυπληθή μπαλέτα και τα νούμερα των μεγάλων ονομάτων, και να τον τοποθετούμε σε μια μικρή σκηνή, ζητώντας του ν’ αναλάβει το βάρος να διασκεδάσει το κοινό του μέσα από επικηδείους. Δεν παραβλέπω ότι είναι πραγματικά δύσκολο για έναν ηθοποιό να είναι εκατό λεπτά στη σκηνή και μάλιστα με κωμικό ρόλο. Όπως, επίσης, του αποδίδω τα εύσημα για το κέφι και την σπιρτάδα του, αλλά δυστυχώς, δεν μπορώ να παραβλέψω και το ότι δεν γέλασα ουσιαστικά. Υπέκυψα κάποιες στιγμές σε ένα ασθενές γέλιο σε κάποιες έξυπνες ατάκες και ευρήματα, αλλά αυτή την αυθόρμητη έκφραση και απελευθέρωση που προσφέρει το χιούμορ και το γέλιο δεν την ένιωσα.

Αναρωτιέμαι αν είμαι εγώ που γελάω δύσκολα. Η παρέα μου όμως βίωνε το ίδιο ακριβώς μ’ εμένα. Και άλλοι θεατές, όχι όλοι, αλλά υπήρχαν. Αλλά γιατί προβληματίζομαι; Το χιούμορ είναι εντέλει τόσο υποκειμενικό, όσο και κοινωνικό. Θα επιθυμούσα κάτι πιο βαθύ, πιο αιχμηρό. Ενδείκνυται άλλωστε το θέμα. Ο θάνατος φοβίζει και γι’ αυτό εμπνέει, για να τον ξορκίσεις. Όχι να περιοριστείς σε λούπες και στερεότυπα. Και κάπου εκεί θυμήθηκα τον τίτλο του βιβλίου του Λουίτζι Πιραντέλο «Η αισθητική του χιούμορ». Όχι, δεν το έχω διαβάσει (ακόμη), αλλά σίγουρα είναι και θέμα αισθητικής. Και κάποια πράγματα απλά ταιριάζουν στην αισθητική μας και κάποια όχι. Στην δική μου αισθητική δεν ταίριαξε η συγκεκριμένη παράσταση, σε άλλους μπορεί. Ο καθένας με τις επιλογές του.

Η παράσταση Τα ραδίκια ανάποδα παρουσιάζεται στο θέατρο Eliart σε σκηνοθεσία Βλαδίμηρου Κυριακίδη.