Σ’ ένα μικροαστικό σπίτι της ελληνικής υπαίθρου, ανάμεσα σε εικονίσματα, ανοιχτές ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και κακοστιβαγμένα έπιπλα, βρίσκεται μία σακατεμένη ψυχικά γυναίκα με ταλαιπωρημένη όψη, που αφηγείται την ιστορία της και δρα ως καταλύτης για την ιδιόμορφη «οικογένεια» που κατοικεί εκεί.

Στο έργο «Ραμόνα Travel/Στη γη της καλοσύνης», η πασίγνωστη ηρωίδα του Ουίλιαμς, Μπλανς Ντιμπουά, μεταφέρεται στα Βαλκάνια, αφηγείται την τοπική ιστορία, τραγουδά λαϊκά, υποφέρει για το παρελθόν που έζησε μακριά από την οικογένεια και το χωριό της, ερωτεύεται ιδιόμορφα όσο και μισεί τον σύζυγο της αδερφής της, ο οποίος είναι Βούλγαρος μετανάστης, με άγνωστο παρελθόν και αμφίβολη ταυτότητα, ενώ κυρίως θυσιάζει και θυσιάζεται ποικιλοτρόπως . Η περιβόητη «καλοσύνη των ξένων», μετατρέπεται σε ιδιάζουσα δική της καλοσύνη, πράττοντας ό,τι κρίνει απαραίτητο για να αποκατασταθεί η ποθητή ισορροπία.

Κάπου στη Θράκη, ζει η Ραμόνα με την αδερφή της, το Βούλγαρο σύζυγό της και το Μάρκο, έναν νεαρό Αλβανό με σοβαρά προβλήματα υγείας, που μένει καθηλωμένος σε καρότσι, ανάμεσα σε τυποποιημένα εικονίσματα και αγιάσματα, αποτελώντας έναν «αμνό του θεού», έναν αθώο τιμωρημένο. Η Ραμόνα είχε φύγει στα 16 της χρόνια, κυνηγημένη από προσωπικούς δαίμονες, μα και τη ματαιοδοξία της να ξεφύγει από το επαρχιακό περιβάλλον, κάνοντας καριέρα στα νυχτερινά μαγαζιά της εθνικής οδού. Πίσω, άφηνε την μικρότερη αδερφή της, Στέλλα, η οποία είχε ανάγκη ένα στήριγμα και κάποιον να εμπιστευτεί. Η Στέλλα ύστερα από χρόνια, ερωτεύτηκε και συγκατοίκησε με τον Ζλατάν, έναν Βούλγαρο μετανάστη, μέχρι την ημέρα που η Ραμόνα επέστρεψε αποφασισμένη να εγκατασταθεί ξανά στον τόπο καταγωγής της, γεγονός καταλυτικό για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Με λαογραφικά, εθνογραφικά και πολλά κοινωνιολογικά στοιχεία, η βαλκανική βερσιόν του «Λεωφορείου ο Πόθος», συναντά το σκυλάδικο, τη θρησκεία, την μετανάστευση και το μεταφυσικό, σε μια παράξενη μορφή ρεαλιστικής ποίησης.

Όταν οι μάσκες πέφτουν και το παρελθόν της Ραμόνας αποκαλύπτεται ενδελεχώς τόσο στην αδερφή της και το σύζυγο, όσο και στον βουβό παρατηρητή, μπαίνει στην μέση το παγανιστικό και λαογραφικό στοιχείο. Το «κατευόδιο» σύμφωνα με παραδόσεις και μύθους του τόπου και μια εξισορροπητική πράξη «γενναιότητας», πριν την αναπάντεχη «ανάσταση».

Η ιδέα του Γιάννη Σκουρλέτη, που ανέθεσε την συγγραφή στην Γλυκερία Μπασδέκη, ήταν ενδιαφέρουσα, όμως το τελικό αποτέλεσμα έχασε κάτι από τη διαύγεια του αρχικού στόχου. Εκτός από φλύαρο σε αρκετά σημεία, ιδιαίτερα στο μουσικό κομμάτι, υπάρχουν ασάφειες στον τομέα της δραματουργίας και δυσκολίες λόγω της ντοπιολαλιάς, κάτι που εάν και είχε καλές προθέσεις και αποτελεί μια «μοντέρνα» πρόταση, εν τέλει ίσως αφαίρεσε από την συνολική αξία του έργου.

Ως προς το ερμηνευτικό κομμάτι, στα πολύ θετικά συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα η παρουσία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, που αγάπησε πολύ το κείμενο και φάνηκε. Η «Ραμόνα» της είχε πυγμή, συγκίνηση, νοσταλγία, δυναμισμό και συναισθηματικό έλεγχο. Το μόνο που θα μπορούσε κάποιος να καταλογίσει ως πιο αρνητικό, είναι η διεκπεραιωτική διάσταση του μουσικού κομματιού. Η Λένα Δροσάκη, ηθοποιός με ενδιαφέρουσα σκηνική παρουσία, είχε εντυπωσιακή εναλλαγή συναισθημάτων, παρόλο που δεν φάνηκε να την ευνοεί ιδιαίτερα η τοπική διάλεκτος. Ο Δημήτρης Μοθωναίος, με ρόλο λιγότερο απαιτητικό από τους άλλους, στάθηκε ως συνήθως στο ύψος των υποκριτικών περιστάσεων, με παρουσία στέρεα, ως άλλος αναγεννημένος Ιησούς. Τέλος, ο Κρις Ραντάνοφ είχε πολύ καλές στιγμές, διευκολυμένος από έναν ρόλο κατά μία έννοια οικείο, ενώ ερμηνευτικά διέθετε στιβαρότητα και δυναμισμό.

Η «Ραμόνα» λοιπόν, αποτελεί μια αφηγηματική επιστροφή στις ρίζες, μια τμηματική αναδρομή στην πρόσφατη ελληνική ιστορία και κοινωνία, μέσα από τον βασικό κορμό ενός γνωστού -σχεδόν αρχετυπικού- ερωτικού δράματος και μιας προσωπικής τραγωδίας.