Ο θεατρικός μονόλογος HIV, μετά τις επιτυχημένες παραστάσεις σε Ελλάδα, Γερμανία και Κύπρο, επιστρέφει στην Ελλάδα, σε μια καθολικά προσβάσιμη εκδοχή του, για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων: 16 και 17 Σεπτεμβρίου στην Μονή Λαζαριστών (Θεσσαλονίκη) και 23, 24 Σεπτεμβρίου στο θέατρο Σταθμός (Αθήνα). Το κείμενο το υπογράφει ο Θανάσης Τριαρίδης. ενώ τη σκηνοθεσία η Έλενα Σωκράτους.

Το έργο HIV αφηγείται την ιστορία της Επίφανι Γκούντμαν, της Νιγηριανής εργαζόμενης στο σεξ, η οποία υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων, διαπομπεύθηκε για “λόγους Δημόσιας Υγείας” και τελικά αυτοκτόνησε στην Αθήνα.

***

-Ο μονόλογος του “HIV” αφορά την ιστορία της Επίφανι Γκούντμαν, μα δε θα δούμε την ηθοποιό (εν προκειμένω την Βασιλική Κυπραίου) «να γίνεται εκείνη», «να μιλάει με το στόμα της». Γιατί αποφασίσατε κάτι τέτοιο; 

Έτσι κι αλλιώς είναι μια μεγάλη φιλοσοφική συζήτηση το κατά πόσο στο θέατρο βλέπουμε τους ήρωες μιας ιστορίας – ή βλέπουμε τους ηθοποιούς που υποδύονται τους ήρωες. Ωστόσο, στο δικό μου μυαλό και στο θέατρο που προσπαθώ να προτείνω, η τέχνη είναι (ή προσπαθεί να γίνει) μια γέφυρα που θα μας εκβάλλει στην σκοτεινιές του κόσμου και του μυαλού μας, στις σκοτεινιές που δεν μπορούμε να φτάσουμε μέσα στα βιολογικά και πνευματικά μας όρια. Έτσι, λοιπόν, σχημάτισα στο μυαλό μου την ιστορία της Επίφανι Γκούντμαν, ενός κοριτσιού από ένα χωρίο της Νιγηρίας που απάγεται και σκλαβώνεται στην αλυσίδα του trafficking – και αποφάσισα να την διηγηθώ. Και έξαφνα κατάλαβα πως δεν μπορούσα να την ανεβάσω στην σκηνή – πως δεν μπορώ να γίνω η φωνή της. Είμαι ένας άνθρωπος της Δύσης, ανήκω στον κόσμο των θυτών, των «πελατών», αυτών που σκλαβώνουν, βασανίζουν, εξευτελίζουν και εν τέλει θανατώνουν 40.000.000 γυναίκες (τόσα υπολογίζονται τα ενεργά θύματα του trafficking αυτή τη στιγμή). Είχα ανάγκη από ένα πρόσωπο που να με συνδέσει με την Επίφανι. Και έτσι δημιούργησα την «Ε» – είναι μια λευκή παροπλισμένη ηθοποιός που ενώ ήθελε να παίξει την Σόνια από τον «Θείο Βανια» κατέληξε να μιλάει για την Επίφανι Γκούντμαν σε ένα παρακμιακό θέατρο. Και σιγά-σιγά ο ρόλος την χωροκατακτά.

-Η Επίφανι Γκούντμαν είναι ένα πρόσωπο φανταστικό, που ωστόσο αντιπροσωπεύει τις οροθετικές γυναίκες που είχαν διασυρθεί το 2012. Ποια χαρακτηριστικά έχετε δώσει σε αυτήν τη γυναίκα;

Η Επίφανι είναι ένα πρόσωπο επινοημένο από εμένα – αλλά συγκρότησα την ζωή της με απολύτως πραγματικά στοιχεία. Είναι μια τριαντάχρονη γυναίκα-σκλάβα από την Νιγηρία που βιάζεται από 12 χρονών και οι διακινητές της, εάν δεν είναι ικανοποιημένοι οι πελάτες, την καίνε με το σίδερο που σιδερώνουν τα ρούχα. Όταν την διαπομπέυουν ως οροθετική και την κλείνουν στο κατάστημα προσωρινής κράτησης η Επίφανι αυτοκτονεί φέρνοντας στο νου της την Μαργκ – την μικρή χελώνα που της χάρισε ο πατέρα της όταν ήταν παιδί. Και μιλώντας της προσπαθεί να σχηματίσει την ελπίδα μίας συνάντησης: «Υπάρχει ένας κόσμος που μας περιμένει, μικρή μου Μαργκ… Εσύ δεν τον βλέπεις γιατί είναι σχηματισμένος πάνω στο καβούκι σου… Αλλά τον βλέπω εγώ και για τις δυο μας… Είναι θεσπέσιος αυτός ο κόσμος… Στ’ αλήθεια θεσπέσιος… Είναι η αγάπη μας… Και μας περιμένει… Ναι, πίστεψέ με, Μαργκ… Είναι η αγάπη μας και μας περιμένει… Εσένα κι εμένα…»

-Τι ρόλο διαδραματίζουν τα πραγματικά γεγονότα στη ιστορία;

Είναι το πλαίσιο της ιστορίας – ακριβώς όπως έγιναν. Θυμάμαι πως όταν τα είδα τα πρόσωπα των 12 γυναικών στις εφημερίδες, ένιωσα πως συμβαίνει κάτι απόλυτα ανακόλουθο, απαράδεκτο και εν τέλει μη ανεκτό: Εμείς βλέπαμε τα πρόσωπα αυτών των γυναικών – αυτές όμως δεν είδανε τα δικά μας πρόσωπα. Οι γυναίκες αυτές για μένα είναι άγιες – διότι τις σταυρώσαμε για να ξεπλυθούμε από την ντροπή, το άγος της συμμετοχής στο εις βάρος τους έγκλημα.

-Καθώς τα χρόνια περνούν από την έναρξη της υπόθεσης, και με δεδομένο πως η δίκη που ακολούθησε δεν έλαβε την ίδια κάλυψη από τα ΜΜΕ, πιστεύετε πως το κοινό είναι ήδη εξοικειωμένο με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, ή έρχεστε να τα θυμίσετε;

Αλίμονο, το «κοινό» είναι προγραμματισμένο και εκπαιδευμένο να ξεχνάει τα πάντα. Και επιπλέον το κοινό δεν θέλει να ακολουθήσει την αλυσίδα των γεγονότων, ιδίως όταν η αλυσίδα αυτή εκβάλλει στην πόρτα του. Αλλά, εγώ τουλάχιστον, γυρεύω κάτι περισσότερο από να «θυμίσω» τα γεγονότα – γυρεύω να συνδεθούμε με τα γεγονότα. Ο κόσμος δυστυχώς είναι γεμάτος γεγονότα φριχτά και ακαταλόγιστα – το ερώτημα είναι το πώς συνδεόμαστε μαζί τους. Ο στόχος μου είναι να καταθέσουμε μια τέτοια διαδρομή σύνδεσης μέσα στην θάλασσα της τέχνης – όπου ενδεχομένως μπορεί να σκαλώσει έστω και ένας άνθρωπος.

-Παρά τον έντονο καταγγελτικό χαρακτήρα της παράστασης, υπάρχει μια διάχυση της ευθύνης πέρα από εθνικούς οργανισμούς και συγκεκριμένα πρόσωπα από τον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο, που φτάνουν έως τον θεατή. Ποια ακριβώς είναι η πρόθεσή σας;

Η πρόθεσή μου είναι διαρκώς και πάντοτε η εμπλοκή. Η καταγγελία δεν μου αρκεί ως στοχοθεσία – ο στόχος μου είναι η συνειδησιακή και πνευματική εμπλοκή. Αυτή είναι η βασική θέση του αστικού θεάτρου: Απαγορεύεται να αγγίζεις, να σπρώχνεις, να φτύνεις, να βανδαλίζεις τον θεατή. Θεωρώ πως η θέση αυτή είναι απολύτως  ξεπερασμένη: Νομίζω πως μόνον αυτά τα ακραία έργα (και δε μιλώ μόνο για τα δικά μου) ίσως να έχουν έναν επείγοντα λόγο να βρεθούν στη σκηνή (ακριβώς για τα όσα περιγράφονται παραπάνω). Δεν υπάρχει πιο ολέθρια (και εν τέλει πιο φασιστική) συνθήκη από τη βεβαιότητα των θεατών ότι στ’  αλήθεια είναι αμέτοχοι θεατές.

-Το “HIV” συγκροτεί μια τριλογία μαζί με τα έργα σας, “Leopold” & “Football”. Θεματικά πως συνδέονται οι τρεις αυτές παραστάσεις;

Στα χρόνια 2016-2017 βρέθηκα για πολλούς μήνες στην Αφρική, στην Αντίς Αμπέμπα της Αιθιοπίας, υπό καθεστώς έντονης συγκινησιακής φόρτισης. Εκεί συαντήθηκαν με μερικές εκφάνσεις της επίγειας κόλασης της απόλυτης φτώχειας και ανέχειας – με τον πάτο του καζανιού του κόσμου. Και σκέφτηκα πως είτε δεν θα ξαναγράψω τίποτε, είτε στο εξής θα προσπαθώ να γράψω για όλους εκείνους τους καταδικασμένους ανθρώπους του κόσμου μας, τα περίσσια παιδιά, όπως συνηθίζω να τα λέω. Έτσι, από την Αντίς Αμπέμπα, ακόμη γεννήθηκε μια τριλογία: το «LEOPOLD», το «FOOTBALL» και το «HIV». Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στην αφρικανική ήπειρο, τον αφανισμό δώδεκα εκατομμυρίων Κονγκολέζων από τον βασιλιά Λεοπόλδο Β΄ του Βελγίου («Leopold»). Για τον αφανισμότων αυτοχθόνων πληθυσμών της Αμερικής από τους Κινκισταδόρες («Football»), για τα σαράντα εκατομμύρια των γυναικών της εποχής μας που καταλήγουν μέσω του trafficking στην εξαθλίωση ή τον θάνατο (HIV). Αυτά τα τρία κείμενα είναι προφανώς τα τρία πιο ακραία έργα μου, καθώς καταργείται ο «ιερός» τέταρτος τοίχος που προστατεύει τους θεατές από τις δράσεις που συμβαίνουν μέσα στον δραματικό χώρο της σκηνής. Πολλοί μάλιστα είπανε πως δεν μπορούν τα έργα αυτά να βρεθούν στη σκηνή, διότι … διακυβεύεται ο παραδοσιακός ρόλος των θεατών, η βεβαιότητά τους πως κανείς δε θα τους αγγίξει, δε θα τους φτύσει, δε θα πειράξει τα καθαρά τους ρούχα, δε θα διαταράξει την απόφασή τους να παρακολουθήσουν τα παθήματα των άλλων, μέσα στην «ευλογημένη» θεατρική συνθήκη της μετάθεσης. Αλλά και τα τρία βρήκαν τον δρόμο προς την σκηνή – και μάλιστα με σκηνοθέτες της επόμενης από μένα γενιάς, της γενιάς των παιδιών μου (γεγονός που με συγκινεί βαθύτατα).

-Θα θέλατε να μας σχολιάσετε τη σκηνοθεσία της παράστασης που θα ανέβει στο Μικρό Θέατρο της μονής Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη και έπειτα στο Θέατρο Σταθμός στην Αθήνα;

Το έργο αυτό το σκηνοθέτησε η Έλενα Σωκράτους με την καίρια συμβολή του χαρισματικού πολυκαλλιτέχνη-περφόρμερ Οδυσσέα Ιωάννου Κωνσταντίνου – και πρωταγωνιστεί η σπουδαία ηθοποιός Βασιλική Κυπραίου. Η παράσταση δουλεύτηκε επί 12 μήνες σε τρεις πόλεις (Παρίσι, Βερολίνο, Λευκωσία – οι τόποι όπου έμεναν οι τρεις συντελεστές) και ξεκίνησε τον Μάιο του 2019 από το Βερολίνο. Όπου κι αν πήγε γέμισε τα θέατρα – και σήκωσε εντονότατες συζητήσεις. Λευκωσία, Λεμεσός, Αθήνα. Κατόπιν ήρθε ο Covid19. Και τώρα, τέσσερα χρόνια μετά, ανασυστήνεται με την συνθήκη της καθολικής προσβασιμότητας – και καταρχάς ξανάρχεται στην Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Η σκηνοθεσία αποβλέπει σε αυτό που τόσο γύρεψα με τα έργα μου από το 2017 και μετά – στην κατάργηση του νοερού τέταρτου τοίχου που συνδέει κοινό και ηθοποιούς. Ιδίως σε αυτή την σκηνοθεσία κάποτε τα πάντα γίνονται ρευστά: Οι ηθοποιοί δεν είναι πια ηθοποιοί και το κοινό έχει γίνει κάτι περισσότερο από το κοινό.

-Είναι το δεύτερο έργο σας που σκηνοθετεί η Έλενα Σωκράτους.

Ναι, είχε προηγηθεί το “Lebensraum” to 2016. Η Έλενα έκανε μια εκπληκτική παράσταση και στα γερμανικά και στα ελληνικά ταυτόχρονα – και την γύρισε σε Γερμανία, Ελλάδα και Κύπρο. Και αυτό το (26χρονο τότε) κορίτσι ήταν αυτή που από μόνη της, δίχως καμία στήριξη, πρωτοέβγαλε δικές μου δουλειές έξω από την Ελλάδα. Νιώθω πως έχω μια σχέση ζωής μαζί της: την είδα να μεγαλώνει, να κάνει παιδιά – και συνάμα να εξελίσσει διαρκώς το εαυτό στης στο θέατρο με αφάνταστο πάθος. Η Έλενα, αν και νεότατη, εισηγείται ένα ακραιφνώς πολιτικό «θέατρο της εμπλοκής» – και εννοώ την εμπλοκή του κοινού με τους ηθοποιούς. Και πέρα από μένα έχει ανεβάσει στο Βερολίνο και πολλούς άλλους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς: και Χατζηγιαννίδη και Φλουράκη και Κιτσοπούλου και άλλους ακόμη. Και εδώ θα μου επιτρέψετε να αναρωτηθώ κάτι δημόσια: Επί οκτώ χρόνια η Σωκράτους ανεβάζει ελληνικά έργα στο Βερολίνο, τα ταξιδεύει σε άλλες γερμανικές πόλεις, τα φέρνει στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Με εκπληκτικές σκηνοθεσίες και παραστάσεις απρόσμενα πρωτότυπες. Όλα αυτά τα έχει πετύχει δίχως καμία στήριξη από την Ελλάδα. Στ’ αλήθεια πότε η Ελλάδα, σε θεσμικό επίπεδο, θα επενδύσει πάνω της; Πότε θα αδειάσουν τα μάτια των αρμοδίων από τα γλειψίματα των λογής παρατρεχάμενων της εξουσίας ώστε να δουν πως το σπάνιο αυτό κορίτσι κάνει κάτι αυτόφωτο και χωρίς προηγούμενο;

-Στην φετινή θεατρική χρονιά προγραμματίζονται έντεκα παραστάσεις έργων σας – και γενικότερα ανεβαίνουν πολλά έργα σας κάθε χρόνο είτε από νέες ομάδες είτε από φτασμένους δημιουργούς. Τους φθινοπωρινούς μήνες έχουμε στην Αθήνα δύο ακόμη πρεμιέρες δικών σας κειμένων. Το ένα είναι το «Τηλεφώνημα» – ανεβαίνει στο Faust στις 23 Οκτωβρίου σε σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου με τον Χάρη Τζωρτζάκη επί σκηνής.

Το «Τηλεφώνημα» είναι ένα έργο για τον τελετουργικό φόνο που όλοι διαπράττουμε καθημερινά – και υποκρινόμαστε πως αυτό που ακούσαμε δεν ήταν πυροβολισμός αλλά μια σκασμένη εξάτμιση. Ο πρωταγωνιστής (ο Χάρης Τζωρτζάκης) σε όλο το έργο μιλάει στο τηλέφωνο αλλά ο ίδιος επιμένει πως κρατάει ένα πιστόλι. Σε ποιους τηλεφωνά; Ποιος φόνος επαπειλείται στον αέρα – και γιατί το χρονόμετρο μετράει αντίστροφα; Ποιος είναι ρόλος του κοινού; Το έργο μοιάζει με ξέφρενη κωμωδία, όμως στο τέλος ο ήρωας οφείλει να πεθάνει μπροστά σε όλους – όπως συμβαίνει στην καταγωγική ρίζα του θεάτρου, στις τελετουργίες που σχημάτισαν την αρχαία τραγωδία. Έχω μεγάλη χαρά για το ότι το συγκεκριμένο κείμενο το σκηνοθετεί ο Κώστας Φιλίππογλου. Είχα την τύχη να κάνουμε πολλά πράγματα μαζί τα τελευταία δέκα χρόνια (σκηνοθέτησε και έπαιξε σε έργα μου αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από την Complicite) και μπορώ να πω πως πέρα από αδελφικός φίλος είναι και ο ουσιαστικός δάσκαλός μου στη θεατρική πράξη.

Τηλεφώνημα | Photo Credit: Μυρτώ Κουτλή

-Η άλλη παράσταση είναι το ήδη πολυσυζητημένο «Έγκλημα και Τιμωρία» που ανεβάζει ο Δημήτρης Τάρλοου στο Θέατρο Πορεία. Η πρεμιέρα του έχει ανακοινωθεί στις 23 Νοεμβρίου – και ο κ. Τάρλοου τονίζει στις συνεντεύξεις του πως γράψατε ένα καινούριο πρωτότυπο έργο βασισμένο στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι.

Αυτή είναι μια δουλειά που με ξεπερνάει – για την ακρίβεια, ξεπερνάει τους πάντες καθώς στην βάση του κρύβεται το σημαντικότερο μυθιστόρημα του παγκόσμιου πολιτισμού. Παρά το ότι ασχολούμαι με τον Ντοστογιέφσκι για τέσσερις δεκαετίες, δεν θα έμπαινα σε αυτό το εγχείρημα δίχως την πρόταση και την παρότρυνση του Δημήτρη Τάρλοου – που το έχει πιστέψει ιδιαίτερα και έχει αφιερωθεί σε αυτό. Νομίζω πως αυτή η πίστη του Δημήτρη βρίσκεται στην ρίζα του θαύματος του Θεάτρου Πορεία τα τελευταία 20 χρόνια. Έτσι κι αλλιώς, κάθε διασκευή είναι ένα πρωτότυπο έργο (μην ξεχνάτε πως και οι αρχαίες τραγωδίες και ο «Άμλετ» του Σαίξπηρ είναι διασκευές προηγούμενων αφηγήσεων). Σε τούτη την προσπάθεια επιχειρούμε να ενώσουμε την άβυσσο του ντοστογιεφσκικού «Εγκλήματος» με το Ολοκαύτωμα, το μεγαλύτερο έγκλημα του ανθρώπινου πολιτισμού. Δεν ξέρω κατά πόσο θα το καταφέρουμε (θα φανεί επί σκηνής), αλλά θεωρώ μεγάλη υπόθεση το ότι το επιχειρούμε. Οι θάλαμοι αερίων του Άουσβιτς είναι το μαύρο κουτί της ανθρωπότητας και, εφόσον υπήρξαν, νιώθω πως έχουμε υποχρέωση να χαράξουμε μια πνευματική διαδρομή περνώντας και μέσα από αυτούς για να ξανασχηματίσουμε την αγάπη και την ηττημένη μας ανθρωπιά.

-Πρόσφατα έργα σας, το «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου» και το «Η κουκούλα», εστιάζουν στα Pushback (επαναπροωθήσεις προσφύγων), και με αφορμή την κυκλοφορία τους σχολιάζετε «πως το θέατρο (και η τέχνη) πρέπει να έχει τον χαρακτήρα του επείγοντος: Να μιλάει για τα εγκλήματα την ώρα που γίνονται». Τι είναι το «θέατρο του επείγοντος»;

Πρώτα πρέπει να δούμε τι θα πει «πολιτικό θέατρο». Κατά την εκτίμησή μου είναι ένα θέατρο που σε έρχεται σε ρήξη με τον σχηματισμένο βιοπολιτικό κανόνα στον οποίο μετέχουν τόσο οι θεατές όσο και οι συντελεστές της παράστασης. Είναι ένα θέατρο που καις ενώπιον όλων την ιερή αυτοκατάφαση που αποτελεί τον ζωτικό συνεκτικό δεσμό της αίθουσας και της κοινωνίας. Όσο πιο πολύ θυμώσουν οι θεατές, όσο λιγότερο καλά περάσουν, τόσο περισσότερη θεατρική ουσία έχει γεννηθεί. Κοντολογίς, πολιτικό θέατρο, κατά την εκτίμησή μου, είναι το θέατρο που αναπαριστά ή αφηγείται ή και αποκαλύπτει πως συντελεστές και θεατές είμαστε από κοινού δολοφόνοι. Το πολιτικό θέατρο δεν πρέπει να σχηματίζεται υπό την σκέπη και την ασφάλεια ενός κλασικού κείμενου. Μπορεί από τα κλασικά κείμενα να βγουν εξαιρετικές παραστάσεις – αλλά δεν το πολιτικό θέατρο όπως το ορίζω εγώ. Το πολιτικό θέατρο οφείλει να είναι επείγον και επώδυνο. Και να έχει τίμημα. Θέλω να προσεχτεί πολύ αυτή η παράμετρος – και για αυτό θα την επαναλάβω: Το πολιτικό θέατρο οφείλει να έχει τίμημα. Το έργο «Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ» ήτανε ένα αξεπέραστο δείγμα πολιτικού θεάτρου το 1936. Σήμερα, εφόσον το ίδιο έργο ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο μιας χώρας που κάνει Pushback δίχως να μιλάει για τα Pushback, γίνεται ένα ωραιότατο πλυντήριο μιας κοινωνίας που ναζοστικοποιείται με βήμα ταχύ.

Τα βιβλία «Να ξέρετε πως αυτό που ακούτε είναι σφύριγμα τρένου» και «Η κουκούλα» μπορείτε να τα βρείτε & να τα διαβάσετε στην «Ανοικτή Βιβλιοθήκη»

-Υπάρχει η άποψη ότι όλα τα μεγάλα κλασικά έργα -ή και όλα τα έργα- είναι πολιτικά;

Θεωρώ άνευ νοήματος την φράση πως «όλα τα θεατρικά έργα παράγουν πολιτική», πως «τα πάντα είναι πολιτική», πως «το κάθε τι κουβαλάει το πολιτικό του αποτύπωμα». Η φράση αυτή μέσα στην γενικότητα της (και εξαιτίας αυτής) καταργεί την έννοια της πολιτικής. Αν τα πάντα είναι πολιτική τότε όλα σχετικοποιούνται και αποκτούν ισοδύναμο αξιακό βάρος: και τα παιδιά που πεθαίνουν από πείνα και τα παιδιά που πεθαίνουν από τα Pushback και το ποιο eyeliner θα χρησιμοποιήσω απόψε πριν βγω για την βραδινή μου διασκέδαση. Προσωπικά όταν ακούω την φράση «Κάθε έργο τέχνης είναι πολιτική», ακούω έναν καλλιτέχνη που είναι αποφασισμένος να μην μιλήσει για το έγκλημα των Pushback, προκειμένου να μην χάσει την επιχορήγηση, την εύνοια του κράτους, την πιθανότητα να ενσωματωθεί σε αυτό.

-Το σύγχρονο ελληνικό θέατρο θεωρείτε πως έχει δώσει τέτοια δείγματα παραστάσεων που συνομιλούν με την έννοια του επείγοντος;

Δυστυχώς, στο βαθμό που γνωρίζω, δε βλέπω κάτι τέτοιο. Μόλις πριν από τρεις μήνες σε ένα προαναγγελθέν «ναυάγιο» στα ανοιχτά της Πύλου δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 650 άνθρωποι – οι περισσότεροι ήταν γυναικόπαιδα κλεισμένα σε ένα αμπάρι. Η μαζική αυτή δολοφονία (καθώς και το εξακολουθητικό έγκλημα των Pushback) αγνοείται από τις θεατρικές παραστάσεις στα ανοιχτά θέατρα της Ελλάδας (όπου συνήθως είτε παρέες έμπειρες στην διασπάθιση γλυκοτρώνε κρατικά λεφτά – είτε τηλεοπτικοί πρωταγωνιστές εξαργυρώνουν την επιδοκιμασία των πολλαπλώς δυστυχών τηλεθεατών τους). Αυτό είναι για μένα η αφετηρία κάθε συζήτησης γύρω από το θέατρο: οι δολοφονημένοι γύρω μας. Το εάν μια παράσταση μιλάει για αυτούς, για την οδύνη τους, για το παράπονό τους, για την δική μας συναυτουργία στον χαμό τους – ή τους θάβει στη μούγγα μιας διεσταλμένης δηθενιάς. Αν το θέατρο χάσει την έννοια του επειγόντος, αν συνηθίσουμε να σιωπούμε για τους παροντικούς φόνους, τότε δεν κάνουμε θέατρο. Κάνουμε ένα μεγάλο βαλσαμωμένο tableau vivant.

-Ο χαρακτήρας του επείγοντος διακατέχει το «πολιτικό θέατρο», όπως εσείς το αντιλαμβάνεστε; Μιας και βρίσκεται στα σκαριά ένα βιβλίο σας επί του θέματος, θα θέλατε να μας πείτε περισσότερα για την προσέγγισή σας;

Κοιτάξτε, η τέχνη μας γίνεται στις πολιτείες των χορτάτων, των βολεμένων, των ασφαλών – κι εμείς είμαστε κομμάτι της ασφάλειάς τους. Η τέχνη μας δεν γίνεται στις φαβέλες των απελπισμένων, ούτε στις ρημαγμένες πολιτείες που τα παιδιά πεθαίνουν τριών μηνών από δυσεντερία. Αν ωστόσο η τέχνη δεν βρει έναν δρόμο να μας συνδέσει με ετούτες τις πολιτείες με την δυσεντερία, αν δεν βρει ένα τρόπο να φέρει τις φαβελες στον κόσμο μας, αν δεν μιλήσει για τα αμπάρια των επαναπροωθήσεων – ε, τότε η «τέχνη μας» δεν είναι τέχνη. Μπορεί να είναι μια ομαδική εκτόνωση, μια μορφή ψυχοθεραπείας ή και ψυχανάλυσης, αλλά τέχνη δεν είναι. Πιστεύω αυτό που σας είπα στην αρχή ετούτης της συνέντευξης: Πως η τέχνη και το θέατρο υπηρετούν τον εαυτό τους εφόσον μπορούν να μας ενώνουν με εκείνους που δεν έχουν δυνατότητα να μας ακούσουν. Προς αυτή την κατεύθυνση γράφω τα όσα γράφω. Δεν είμαι διόλου σίγουρος ότι το καταφέρνω και σε ποιο βαθμό – αλλά είμαι βέβαιος πως το προσπαθώ.

Διαβάστε επίσης: 

HIV, του Θανάση Τριαρίδη σε σκηνοθεσία Έλενας Σωκράτους στο Μικρό Θέατρο Μονής Λαζαριστών