«Όχι πια βία, όχι πια φόβος, όχι πια λογοκρισία»: Μετά τα Tony Manero (2008) και Post Mortem (2010), o Πάμπλο Λαρέν κλείνει την τριλογία του για την επί Πινοσέτ εποχή της Χιλής με το μεγάλο «Όχι».

Από την Ελένη Φιλίππου

Στο τρίτο του φιλμ, ο Λαρέν ανοίγει το χιλιανό ημερολόγιο του ΄88, στις μέρες που ο δικτάτορας Πινοσέτ καλεί σε δημοψήφισμα το λαό για να αποφασίσει το πολιτικό μέλλον της χώρας. Ένα πλειοψηφικό «Ναι» θα εξασφαλίσει στον Πινοσέτ την εξουσία μέχρι και το 1997, στην αντίθετη περίπτωση, το ολοκληρωτικό καθεστώς πέφτει και η χώρα προχωράει δημοκρατικά σε εκλογές. Το ευφυέστατο σενάριο ζωντανεύει τις ταραχώδεις και ηλεκτρισμένες μέρες της Χιλής μέσα από την μάχη της τηλεοπτικής πολιτικής καμπάνιας μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Στην προσπάθειά της να τερματιστεί η παράνοια «Πινοσέτ», η αντιπολίτευση αναθέτει στον νεαρό μαρκετίστα Ρενέ Σααβέδρα (Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ) να ηγηθεί της καμπάνιας της. Παρά τις έντονες αντιρρήσεις που φέρνουν τα μέλη της αντιπολίτευσης, ο Ρενέ επιμένει πως το μήνυμα που πρέπει να βγει προς τα έξω δεν πρέπει να βασιστεί σε νεκρώσιμες στατιστικές και εικόνες βίας, φόβου και βασανιστηρίων που χαρακτηρίζουν την δικτατορία, αλλά στο ακριβώς αντίθετο: σε ένα μήνυμα που θα βγάζει αισιοδοξία και χαρά για τις μέρες που πρόκειται να έρθουν. Χαμόγελα, χορός και  τραγούδι σε απάντηση της τωρινής μίζερης κατάστασης. «Η ελπίδα θα αλλάξει την Χιλή», λέει χαρακτηριστικά ο διαφημιστής, «όχι η τρομοκρατία». Με 15λεπτα κλιπάκια που θυμίζουν διαφήμιση της Coca-Cola και με σάουντρακ ένα τραγούδι που νομίζεις ότι ακούγεται από τον διπλανό παιδικό σταθμό είναι η, κατά τον Ρενέ, απάντηση του επιτυχημένου μάρκετινγκ για να “πουλήσει” την πολιτική ανατροπή που θέλει ο πελάτης του.

Το “No” δεν είναι μια συμβατικά ωραία ταινία. Για την ακρίβεια είναι μια ηθελημένα άσχημη ταινία. Σκηνοθετική επιλογή που αιτιολογείται στην συνέπεια που θέλησε ο Λαρέν να έχει η φόρμα με το περιεχόμενο του φιλμ. Την άχαρη θεματολογία που διαπραγματεύεται το “No” συνοδεύει η παρωχημένη VHS αισθητική. Με τον τρόπο αυτό ο σκηνοθέτης τοποθετεί τον θεατή στην άβολη θέση τού να συναισθανθεί ακραίως ρεαλιστικά το κλίμα τής, υπό το δικτατορικό καθεστώς, χιλιανής περιόδου. Η βίντεο-αισθητική που κυριαρχεί σε όλο το φιλμ από την μια αποπνέει μια νοσταλγική αίσθηση του παρελθόντος, το οποίο έρχεται σε άμεση αντίθεση με τις μαύρες μέρες της δικτατορίας. Από την άλλη, αποτελεί λειτουργικό κλειδί και συνεκτικό αρμό μεταξύ φαντασίας και πραγματικού, μεταξύ του έργου και των κλιπ, μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Το πολιτικό-ιστορικό δράμα σκηνοθετείται τόσο δεξιοτεχνικά από τον Λαρέν, έτσι ώστε την στιγμή που εισχωρεί εντός του το τηλεοπτικό θρίλερ να καταλήγει σε μια άκρως επιτυχημένη συγχρονισμένη αφήγηση.

Και ενώ ο θεατής που είναι γνώστης της παγκόσμιας ιστορίας μπορεί να μαντέψει το τέλος του έργου, η εξέλιξη της μικρο-ιστορίας μέσα στην μάκρο-ιστορία του είναι άγνωστη. Με αυτόν τον τρόπο ο Λαρέν καταφέρνει να έχει μια αφηγηματική μεστότητα τόσο σε βάθος όσο και σε εύρος της ιστορίας που κινηματογραφεί. Έτσι, λοιπόν, με δεδομένο την κατάληξη της ιστορικής πραγματικότητας, ο δημιουργός εισάγει ως άγνωστο χ στην αφηγηματική εξίσωση την τύχη των ηρώων του. Με έναν Μπερνάλ σε εξαιρετική ερμηνευτική φόρμα, υποδύεται τον διαφημιστή Ρενέ με μια καλώς μελετημένη απλότητα, η οποία στην αρχή φαντάζει κυνική και σταδιακά εμπλουτίζεται συναισθηματικά από την τροπή που παίρνουν τα γεγονότα. Σε αυτήν την ερμηνευτική λιτότητα υποβάλλονται όλα τα βασικά πρόσωπα από τον σκηνοθέτη τους, καθώς ο δημιουργός δεν αποσκοπεί στην ηρωοποίηση κανενός. Πρωταγωνιστής εδώ είναι η ιστορία.

Το “No” βρίσκεται ήδη υποψήφιο στην οσκαρική λίστα ξενόγλωσσης ταινίας και όχι άδικα. Ο Λαρέν κλείνει την τριλογία του για την δικτατορία της Χιλής με ένα περίτεχνα σμιλεμένο χιλιανό διαμάντι.

Σκηνοθεσία: Πάμπλο Λαρέν
Σενάριο: Πέδρο Περάνο (βιβλίο Αντόνιο Σκαρμέτα)
Πρωταγωνιστούν: Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, Αλφρέντο Κάστρο, Αντονία Ζέγκερς, Αλεχάντρο Γκόιτς, Λούις Γκνέκο, Νέστορ Καντιλιάνα.
Διάρκεια: 118΄
Διανομή: Strada Films