Η διπλά βραβευμένη στο φεστιβάλ Βενετίας «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά, διχάζει και όχι αδικαιολόγητα. Για το εάν θα πεις ότι συντελεί στο να πάει η ελληνική κινηματογραφία, επιτέλους, ένα βήμα ωριμότερη παραπέρα ή θα την κατατάξεις απλά πίσω ή δίπλα στον Κυνόδοντα του Λάνθιμου.

Με τον ίδιο τον σκηνοθέτη να πασχίζει διακαώς να διαχωρίσει το έργο του από τον Κυνόδοντα, δηλώνοντας ότι είναι «η μέρα με την νύχτα», οι ομοιότητες μεταξύ των δύο μιλάνε από μόνες τους (διεστραμμένοι, παθολογικοί οικογενειακοί δεσμοί, ρετρό ατμόσφαιρα, αυστηρά σφιχτές ερμηνείες, ωμή βία και κεκλεισμένων των θυρών storyline). Το θέμα δεν είναι αν υπάρχει ή όχι ομοιότητα μεταξύ των δύο ταινιών, αλλά εάν έχει κάτι το διαφορετικό να πει, εάν στρέφει αλλού το βλέμμα του θεατή, εάν υπάρχει, τέλος πάντων, κάτι που δεν ακουμπούσε ο Κυνόδοντας. Και η απάντηση είναι όχι. Αλλά και πάλι δεν είναι ζήτημα που σε κάνει να απορρίψεις μια, ομολογουμένως καλογυρισμένη και προσεγμένη ταινία. Το πιο βασικό ερώτημα πάει πολύ πιο πίσω και έχει ως εξής: «Γιατί ακόμη μια νοσηρή και διαστροφική οικογενειακή ιστορία;» Και η απάντηση που έρχεται σε μένα τουλάχιστον είναι γιατί ακόμα είμαστε ίδιοι.

Με μια εξαιρετική εισαγωγική σεκάνς, παρακολουθούμε τον γενέθλιο εορτασμό της 11χρονης Αγγελικής. Ο Leonard Cohen τραγουδάει το «Dance me to the End of Love» και η μικρή Αγγελική απομακρύνεται από την οικογένεια και βγαίνει στο μπαλκόνι. Ανεβαίνει στα κάγκελα, ρίχνει μια ματιά στον θεατή και με ένα ελαφρύ ειρωνικό χαμόγελο ρίχνεται στο κενό. Η αυτοκτονία της μικρής θα γίνει η αφορμή ώστε το ενδιαφέρον Πρόνοιας και θεατή να καρφωθεί στα μέλη της οικογένειας ώστε να διαλευκανθεί ο λόγος της αυτοχειρίας.

Η από νωρίς θέσπιση του «βρες το μυστικό» αιτήματος είναι έξυπνη και λειτουργική. Από εκείνη την στιγμή δεν πρόκειται να σε πειράξει που το μάτι σου θα κλειστεί στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού, γιατί θες να καταλάβεις και να απαντήσεις το γιατί της αυτοκτονίας. Ο Αβρανάς δεν προτίθεται να στο κάνει εύκολο και για αυτό κουρδίζει τους ηθοποιούς του σε μια ημι-ζόμπι κατάσταση, με πρόσωπα που δεν εκφράζουν την αλήθεια τους πέραν του παππού (;), ο οποίος είναι ο μόνος που έχει ελευθερία να υπάρχει όπως αρέσκεται. Οι συνθήκες διαβίωσης των παιδιών, της μάνας(;) και της γιαγιάς θυμίζουν τις συνθήκες της «Λευκής Κορδέλας» του Χάνεκε: η καταπίεση, η τιμωρία, η πειθαρχία, η καλλιέργεια ενοχικού αισθήματος, η στείρα ανατροφή συμπεριφορικού χαρακτήρα, και ο τρόμος του πάτερ φαμίλια, ως όργανο ανώτατου δικαστή είναι όλα παρόντα στην οικογένεια, υποδορίως ή μη.

Με όλο αυτό το ψυχολογικό στρίμωγμα στα σωθικά των μελών που υπηρετούν τον δογματισμό του παππού και που ανά στιγμές γυρνούν το βλέμμα πάνω σου και είναι σαν να σου ζητούν βοήθεια, ή απλά την προσοχή σου έχει γίνει πέρα για πέρα αντιληπτό ότι το κουβάρι έχει πολύ νήμα τυλιγμένο πάνω του. Όταν πια οι ρόλοι ξεκαθαρίσουν και ο κύκλος συμπεριφοράς της οικογένειας ολοκληρωθεί, τα υπόλοιπα είναι ψιλά γράμματα. Σε μια λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ, καθώς η πόρτα κλείνει αντί να ανοίξει διάπλατα, η νοσηρότητα είναι αυτή που μένει και σε στοιχειώνει, ως δώρο αναμνηστικό από τον σκηνοθέτη. Για να πας σπίτι σου και να δεις τι θα την κάνεις. Για ακόμη μια φορά.

Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Αβρανάς
Σενάριο: Αλέξανδρος Αβρανάς, Κώστας Περούλης
Πρωταγωνιστούν: Θέμης Πάνου, Ελένη Ρουσσινού, Ρένη Πιττακή, Σίσσυ Τουμάση, Καλλιόπη Ζωντανού
Διάρκεια: 98΄
Διανομή: Feelgood