O Γάλλος καλλιτέχνης, που τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα, έχει αφοσιωθεί στην ασπρόμαυρη, αναλογική φωτογραφία. Μέσα από μια ποιητική διαδικασία που μοιάζει περισσότερο με προσωπική αναζήτηση δίχως αρχή και τέλος, αιχμαλωτίζει στιγμές της δικής του αλήθειας με έναν ιδιαίτερα συναισθηματικό τρόπο. Όψεις του πολύπλευρου έργου του, που εκτείνεται πέραν της φωτογραφίας, στο πεδίο της μουσικής και του video, θα έχουμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε στο Void και στο Γαλλικό Ινστιτούτο.

– Stéphane, ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο που διέθεσες για αυτή τη συνέντευξη. Θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για τη διαδρομή σου στη φωτογραφία, πως ξεκίνησαν όλα;

Έβγαζα φωτογραφίες ήδη από την εφηβεία μου, ήταν ένας τρόπος να κρατώ αρχεία από ταξίδια ή προσωπικές μου στιγμές με την οικογένεια ή τους φίλους μου. Τίποτα το ασυνήθιστο. Αργότερα, δούλευα σε μια δισκογραφική στο Παρίσι, στο εικαστικό κομμάτι, σαν καλλιτεχνικός διευθυντής. Η δουλειά μου ήταν να προσλαμβάνω φωτογράφους και σχεδιαστές για να εικονογραφήσουν τα εξώφυλλα των δίσκων. Αυτό με ενθάρρυνε να χρησιμοποιήσω τη φωτογραφία με ένα πολύ πιο προσωπικό τρόπο. Έτσι, στα 27 μου άφησα αυτή τη δουλειά και μετακόμισα στη Μαδρίτη, με σκοπό να αναπτύξω τη δική μου πλέον πρακτική, αξιοποιώντας το μέσο της φωτογραφίας, για να δημιουργήσω ένα προσωπικό ημερολόγιο, ένα εργαλείο για αυτογνωσία.

– Ζεις στην Αθήνα από το 2015. Πως θα περιέγραφες την εμπειρία σου εδώ και πόσο αυτό έχει επηρεάσει τη δουλειά σου;

Για την ακρίβεια, άρχισα να ταξιδεύω στην Ελλάδα τον Ιανούαριο του 2012 με τον φίλο μου και μουσικό, Frédéric D. Oberland. Είχαμε μια ιδέα για ένα νέο πρότζεκτ, να συνδυάσουμε τις εικόνες με τη μουσική και να πιάσουμε τον παλμό των γεγονότων μέσα από μια ιδιαίτερα συναισθηματική διαδικασία. Εκείνο τον καιρό, η κατάσταση στην Αθήνα ήταν έντονη, είχαμε όμως την αίσθηση ότι δεν ήταν μόνο τοπική αυτή η συνθήκη, αλλά αντικατόπτριζε μια γενικότερη παγκόσμια παρακμή. Αυτό μας οδήγησε στην παραγωγή ενός φιλμ με διπλή οθόνη, το “The divided line” και στη δημιουργία μιας ροκ μπάντας, τους “Oiseaux-Tempête”. Το 2012 και τα επόμενα χρόνια, περνούσα τον μισό χρόνο μου στην Ελλάδα, πριν τελικά μετακομίσω για τα καλά στην Αθήνα πριν δύο χρόνια.

– Πότε είσαι ευχαριστημένος με μια φωτογραφία που τράβηξες; Τι χαρακτηριστικά πρέπει να έχει;

Καταρχήν, ο τρόπος που δουλεύω είναι απαιτητικός και χρονοβόρος. Δουλεύω με ασπρόμαυρες, αναλογικές φωτογραφίες τις οποίες εμφανίζω και τυπώνω ο ίδιος σε σκοτεινό θάλαμο. Κρατάω πολύ λίγες φωτογραφίες στο τέλος της παραγωγής. Προσπαθώ να εξαλείφω κάθε ίχνος επιτήδευσης ή μικρο-αφήγησης που θα μπορούσε να πλαισιώνει τη λήψη. Επιλέγω τελικά πολύ λίγες εικόνες, αυτές που αντικατοπτρίζουν τη δική μου οπτική μου για την ανθρωπότητα και είναι αντιπροσωπευτικές στο να αναπαριστούν μια στιγμή ομορφιάς ή αλήθειας. Ακόμη, είναι χαρακτηριστικές στον τρόπο που γοητεύουν αυτόν που τις βλέπει, διατηρώντας ένα είδος μυστηρίου και αβεβαιότητας. Αν μια φωτογραφία σού προκαλεί ανία, σημαίνει ότι δεν είναι αρκετά καλή.

– Δουλεύεις σε σειρές μεγάλης χρονικής διάρκειας. Πως αναπτύσσεις τις ιδέες γύρω από αυτές και τι σε εμπνέει να διαλέξεις τα θέματά σου;

Η πρακτική μου μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εικονογραφημένο ημερολόγιο. Με αυτό τον τρόπο, προσπαθώ να χτίσω τη δική μου αντίληψη για τη ζωή μέσα από επαναλαμβανόμενες, καθημερινές όψεις της πραγματικότητας. Είναι η δική μου ματιά για την ανθρώπινη ψυχή, ο τρόπος μου να κατανοήσω τον κόσμο στην εποχή μας. Συνεπώς, δεν πρόκειται για ένα βραχυπρόθεσμο concept, ούτε καν μια απασχόληση, αλλά μια μόνιμη, ποιητική διαδικασία που βρίσκεται πάντα σε εξέλιξη, δεν έχει τέλος. Προσπαθώ απλώς να αποτυπώσω στιγμές της δικής μου αλήθειας, και να επικοινωνήσω συναισθηματικά με τους ανθρώπους που βλέπουν τις φωτογραφίες μου.

– Μίλησε μας για την έκθεσή σου στο Void και το publication που έχετε ετοιμάσει.

Αυτή η έκθεση είναι ένα είδος «κατάληψης» των φωτογραφιών μου από την ομάδα του Void, οι οποίοι ήθελαν να έχουν έναν ουσιαστικό ρόλο σε αυτή τη δημιουργική διαδικασία. Έτσι, είδαμε μαζί ξανά και ξανά όλο μου το έργο, επιτυγχάνοντας μια ουσιαστική συνεργασία. Είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος που συνεργάζομαι με το Void, έναν χώρο που σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα από τη λειτουργία του, έχει κατορθώσει να κερδίσει την εκτίμηση του κοινού με τα αυθεντικά πρότζεκτ του και τις εκδόσεις που προωθεί.

Για αυτή την έκθεση, αποφασίσαμε να δείξουμε πορτρέτα ανθρώπων που μοιάζουν σαν χαμένες ψυχές, φυλακισμένες σε δυστοπικά κτίρια. Αποπνέει συναισθήματα της σύγχρονης μοναξιάς, ανθρώπων που έχουν ανάγκη από ένα νέο φως.

Όσον αφορά το publication, η ιδέα του Void ήταν να προβούμε σε ένα είδος «πειρατείας», ενός παλαιού βιβλίου αυτή τη φορά, με θέμα την ατομική ενέργεια. Δημιουργήσαμε, λοιπόν, ένα ποιητικό παράλληλο μεταξύ του διπόλου της ανθρώπινης ψυχής και της διάσπασης του ατόμου.

– Εκτός από τη φωτογραφία, ασχολείσαι με το βίντεο και τη μουσική, που επίσης θα παρουσιαστούν στο παράλληλο πρόγραμμα της έκθεσης. Πως η μία πρακτική συνομιλεί με την άλλη;

Η δουλειά μου αποφεύγει τη συνήθη αφήγηση, αλλά σκοπός της είναι να μεταφέρει νόημα μέσα από την αντίληψη και τα συναισθήματα που αποκτά κανείς βλέποντάς την. Όπως με τη φωτογραφία, έτσι και στο βίντεο έχω την ίδια θέληση να δημιουργήσω μια συναισθηματική μεταφορά. Ακόμη, δημιουργώ επιτόπιες ηχογραφήσεις για να συνθέσω τα soundtarck των βίντεο μου, αλλά συχνά συνεργάζομαι με μουσικούς, όπως με την sound artist Alyssa Moxley. Μαζί θέλουμε να ταξιδέψουμε μέσα στους ήχους και τις εικόνες, και σίγουρα αυτή η συνεργασία κάνει το έργο καλύτερο.

– Στα πλαίσια της έκθεσης, θα πραγματοποιηθεί κι ένα ανοιχτό portfolio review που θα απευθύνεται σε νέους φωτογράφους. Τι συμβουλή θα ήθελες να είχες ακούσει, όταν ξεκινούσες την πορεία σου στη φωτογραφία;

Ίσως αυτό που θα ήθελα να είχα ακούσει τότε, είναι απλά να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου. Όταν διδάσκω ή συμβουλεύω νέους φωτογράφους, η όλη διαδικασία έχει να κάνει με το να αφουγκράζομαι την ευαισθησία του κάθε μαθητή, να τον ενθαρρύνω, από τη μια, να εμπιστευτεί τη δική του ματιά και από την άλλη, να τον βοηθήσω να την εκφράσει προς τα έξω, να την κάνει κατανοητή. Πιστεύω ότι η τέχνη είναι μια εσωτερική εξερεύνηση, ένα είδος θεραπευτικής διαδικασίας. Ένας τρόπος να βιώνεις την ύπαρξή σου πιο έντονα και πιο αληθινά.

Κεντρική φωτογραφία θέματος: Stéphane Charpentier©Heriman Avy

Διαβάστε επίσης:

The Core: Έκθεση του Stéphane Charpentier στο Void | Διάρκεια έκθεσης:  23 Νοεμβρίου – 12 Δεκεμβρίου 2017