«Η πόρνη θα εγκαταλείψει έναν πελάτη που δεν έχει λεφτά, ο υπήκοος έναν βασιλιά που αδυνατεί να τον υπερασπιστεί, τα πουλιά ένα δένδρο που δεν έχει καρπούς, και ο μουσαφίρης ένα σπιτικό, όπου τα γεύματα έχουν τελειώσει. Εγώ όμως δεν θα σε άφηνα ποτέ. Τα κομμάτια που είμαι, τα μάζεψες κιόλας από την πρώτη φορά που με είδες και μου τα έδωσες όλα πίσω στη σωστή σειρά. Σε λατρεύω πια. Και όχι σαν το Θεό που εγώ ο ίδιος δημιουργώ στην τέχνη μου, μα σαν το Θεό που δημιούργησε εμένα», ψιθύρισε εκείνη τη μαγιάτικη νύχτα ο Φεδερίκο, γέρνοντας στον ώμο του καλύτερού του φίλου. Είχε στο χέρι το μισοτελειωμένο του κρασί, και στη ματιά όλο το φως των αστεριών.

«Αναμφίβολα, έχεις πιει αγαπημένε, και παραληρείς. Παρόλα αυτά, αναγνωρίζω την ψυχρή ομορφιά σου, κι ακριβώς σαν το παγόβουνο, κρύβεις ακόμα περισσότερη κάτω από την επιφάνεια», αποκρίθηκε τότε ο ζωγράφος με το χαρακτηριστικό τσιγκελωτό μουστάκι. Δύσκολα ή εύκολα, όφειλε με κάθε τρόπο ο Σαλβαδόρ Νταλί να διατηρήσει ανέπαφα τα όρια μεταξύ του ιδίου και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Τα κατάφερε άραγε;

Ας συμφωνήσουμε γι’ αρχή πως η αλήθεια ποτέ δεν είναι μόνο μία, κι ας εμβαθύνουμε. Ο υπερρεαλιστής Σαλβαδόρ Νταλί και σπουδαιότερος ζωγράφος του 20ου αιώνα, που σε όλη του την ζωή πίστευε πως ήταν η μετεμψύχωση του νεκρού αδελφού του, που είχε σεξουαλικές φαντασιώσεις με πρωταγωνιστή τον Αδόλφο Χίτλερ χωρίς όμως ο ίδιος να είναι φασίστας, και που φοβόταν μήπως η Γιόκο Όνο ήθελε να του κάνει μάγια, όταν κάποτε του ζήτησε λίγες τρίχες από το μουστάκι του, εντυπωσιάστηκε όταν το 1920 είδε τον Λόρκα για πρώτη φορά.

Ο Ισπανός ποιητής, δημιουργός του Ματωμένου Γάμου (1933) μα και μέλος της «γενιάς του ’27», που εκδιώχθηκε όσο κανείς για την ομοφυλοφιλία του και τελικά  πλήρωσε τούτη την επιλογή με τη ζωή του τον Αύγουστο του 1936, όταν δολοφονήθηκε από ακροδεξιά κακοποιά στοιχεία, σαγήνευσε και σαγηνεύτηκε την ίδια στιγμή. Οι δύο άνδρες δε μπόρεσαν παρά αρχικά να γίνουν στενοί φίλοι και συνεργάτες. Ενέπνεαν ο ένας τον άλλον κι οι επαφές άρχισαν να γίνονται όλο και στενότερες. Γόνοι κι οι δύο πλούσιων οικογενειών, δε θα πει κανείς ότι αντιμετώπισαν ποτέ οικονομικό πρόβλημα κι έτσι για πολύ καιρό αλώνιζαν ξέγνοιαστοι σε μέρη όπου δεν ενοχλούσαν και κυρίως, δεν ενοχλούνταν.

Ο γεννημένος στις 11 Μαΐου 1904, Σαλβαδόρ, κι ο κατά 6 χρόνια μεγαλύτερός του Λορκίτο, όπως ήταν το χαϊδευτικό του άνδρα που αντίκρισε το πρώτο φως του κόσμου στις 5 Ιουνίου 1898, ήταν εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι, καθώς δοκίμαζαν ό,τι πίστευαν πως θα τους απογείωνε σε σαρκικό επίπεδο. Από την άλλη, δεν διαφέρουν από κανέναν μας. Ήταν δυο τύποι που ήξεραν καλά ότι υπάρχει ανάγκη για ποικιλία στον έρωτα αλλά όχι στην αγάπη, ότι το γυμνό κορμί μας θα πρέπει να ανήκει δικαιωματικά σε ‘κείνον που ερωτεύεται τη γυμνή μας ψυχή, κι ότι συνήθως είναι πολύ ευτυχισμένοι όσοι είναι δυστυχισμένοι απ’ της καρδιάς τα ξελογιάσματα.

Ήταν δύο τύποι που αλληλογραφούσαν μετα μανίας, και που στα φλογερά γράμματά τους, θα μπορούσε άνετα να διακρίνει κάποιος ότι αυτός που ψάχνει τον Θεό, τελικά Τον βρίσκει, κι ότι η μόνη βιώσιμη ηθική είναι να κάνεις αυτό που θέλεις. Αυτοί οι δύο, για τους οποίους έχουν κυκλοφορήσει άπειρες φήμες, μεταξύ αυτών της ηδονοβλεψίας, και της συμμετοχής σε ερωτικά τρίγωνα ή και τετράγωνα πολλές φορές, ήταν παρόλα αυτά άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Που σε τελική ανάλυση, αγαπήθηκαν μεταξύ τους. Εμμονικά και παράφορα.

Μέχρι που ο δημιουργός του έργου «Η εμμονή της μνήμης», γνώρισε και παντρεύτηκε μία γυναίκα. Τη Γκαλά. Η οποία τού απαγόρευσε διά ροπάλου ακόμα και τις τυπικές σχέσεις με τον Λόρκα. Η Γκαλά ζήλευε. Βαθιά μέσα της αντιλαμβανόταν πως ο Νταλί κυριευόταν περιστασιακά από το ερωτικό στοιχειό του καλύτερού του φίλου, και όπως όλοι γνωρίζουμε, δεν υπάρχει οργή που να συγκρίνεται με αυτήν της περιφρονημένης γυναίκας. Η Γκαλά έσπευδε να καταστρέφει τα γράμματα που συνέχιζε ο ποιητής να στέλνει στο σύζυγό της, και τον είχε μάλιστα απειλήσει κάποτε με ένα δικό της πως έτσι και τής διέλυε τον γάμο, θα τον έπνιγε με τα ίδια της τα χέρια. Η Γκαλά εννοείται πως δεν αστειευόταν. Κι ο Νταλί που ήταν βαθιά νυχτωμένος όσον αφορά στα καμώματά της, πικραινόταν που ο παλιός εραστής του τον είχε ξεχάσει εντελώς.

Όσο για τον Λόρκα, η αντίστροφη μέτρηση είχε ξεκινήσει. Λίγα ήταν τα ψωμιά του, μια κι η διαφορετικότητά του θεωρείτο προσβλητική. Όταν τού φύτεψε το πολιτικό σύστημα μια σφαίρα στην καρδιά κι άλλη μία για σιγουριά στο κεφάλι, κανείς δε βρέθηκε να πει πως τίποτα δεν μπορεί να είναι πολιτικά ορθό αν είναι ηθικώς λάθος. Όλοι το αποσιώπησαν. Όλοι το αγνόησαν. Σα να μη συνέβη ποτέ. Και δε σκέφτηκαν πως εκείνος που σκοτώνει από εγωισμό, σκοτώνει λίγο, εκείνος που σκοτώνει από φιλοδοξία, σκοτώνει πολύ κι εκείνος που σκοτώνει από ιδεολογία, σκοτώνει τερατωδώς.

Πέρα πάντως, από τα γεγονότα και τις παραξενιές, ο Νταλί κι ο Λόρκα, επιβεβαιώνουν πως είμαστε όλοι γεννημένοι για έρωτα ανεξάρτητα από σεξουαλικές προτιμήσεις, πως ο παράδεισος βρίσκεται πάντα στο βλέμμα εκείνου που ποθούμε, και πως στην αγάπη νικητής βγαίνει αυτός που δεν παύει να προσπαθεί. Ο Νταλί και ο Λόρκα με άλλα λόγια, είναι η απόδειξη του ότι ο πραγματικός άνδρας όταν ερωτεύεται, πρέπει να τολμά ό,τι αρμόζει σε έναν άνδρα.