Πρόκειται για μια συλλογή τριάντα ενός ποιημάτων με σαφή θεματικό προσανατολισμό. Τα ποιήματα εστιάζουν σε μικρά ερεθίσματα της καθημερινής ζωής και δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται με τη φθορά του σώματος και της ψυχής. 

Στη συλλογή, τα φαινομενικά ασήμαντα περιστατικά δεν παρουσιάζονται ως λεπτομέρειες. Παρουσιάζονται ως στοιχεία που αποκτούν βάρος και επηρεάζουν τη σταθερότητα της καθημερινότητας.

Παραθέτω το καταληκτικό απόσπασμα από το ποίημα Παρανυχίδα:

Παρανυχίδα του ουρανού, το φεγγάρι/ ματώνει δημοσίως./δεν μας αξίζει τόση αιμορραγία./Ξαναγυρίζω στην ασυνόδευτη οπτική μου,/ παίρνω σβάρνα τους σταθμούς/ των λεωφορείων, τρένων,/ ό,τι να ΄ναι./ Μπας και βρω κάποιο ξεχασμένο δέμα, δώρο για μένα./ Ψάχνω για νυχοκόπτες ουρανών.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ένα δημόσιο, κοινό θέαμα γίνεται αφορμή για να σκεφτεί το ποιητικό υποκείμενο και να καταλήξει σε μια απολύτως προσωπική ανάγκη. Το φεγγάρι παρουσιάζεται ως τραύμα σε κοινή θέα και η «αιμορραγία» ως κάτι που ξεπερνά το μέτρο της αντοχής. Από εκεί και μετά, η φωνή αποσύρεται συνειδητά σε μια «ασυνόδευτη οπτική», δηλαδή σε μια μοναχική θέαση του κόσμου, και περνά σε μια περιπλάνηση χωρίς προσανατολισμό στους σταθμούς, σε χώρους, δηλαδή, αναμονής, διέλευσης και εγκατάλειψης. Η αναζήτηση ενός «ξεχασμένου δέματος» λειτουργεί ως ανάγκη ενώ η καταληκτική εικόνα με τους «νυχοκόπτες ουρανών» δηλώνει μια επιθυμία για αποκατάσταση των πραγμάτων, για μια πράξη που θα περιορίσει την υπερβολή του κόσμου και εν τέλει θα την κάνει διαχειρίσιμη. 

Η ποιήτρια παρακολουθεί προσωπικά βιώματα και ταυτόχρονα αναγνωρίζει την ψυχική κόπωση, τη δυσφορία, κάποτε ανεπαίσθητη ενοχή, φόβο που εκδηλώνεται χωρίς ένταση. 

Ο τίτλος «Παρανυχίδα» συμπυκνώνει το σύνολο της έκδοσης και δίνει από την αρχή ένα καθαρό πλαίσιο. Η παρανυχίδα ορίζεται ως κάτι που καθορίζει τη διαφοροποίηση. 

Όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο της έκδοσης: «Υπάρχει, ενώ, λίγο πριν δεν υπήρχε./ Εθελοτυφλείς, δεν σε αφήνει. Ενοχλεί./ Φλεγμαίνει, κοκκινίζει, απειλεί, αιμορραγεί./ Κι εντός κι εκτός. Εκλιπαρεί για φροντίδα./ Τη φροντίζεις, ηρεμεί, την ξεχνάς, σε ξεχνάει,/ τη θυμάσαι, σε πονάει./ Είναι εκεί. Κομμάτι του κορμιού, του νου,/ παρασιτικά χρήσιμη, υπενθυμίζει τη ζωή./ Σε θυμάται ξανά. Ξαφνικά».

Η ποιήτρια μεταφέρει αυτόν τον ορισμό σε ψυχικές καταστάσεις και σε μικρές πράξεις της ζωής: λάθη, παραλείψεις, λόγια που ειπώθηκαν ή δεν ειπώθηκαν, χειρονομίες που μένουν στη μνήμη.

 Στη συλλογή, αυτά τα στοιχεία δεν αντιμετωπίζονται ως περιστασιακές ενοχλήσεις. Αντιμετωπίζονται ως σταθερές ενδείξεις κόπωσης, έντασης και εσωτερικής πίεσης. «Σκαρφίζομαι διεξόδους./Σκάβω λαγούμια και αποθηκεύω νερό, πόσιμο,/ γάργαρο και βιταμίνες./ Πολλές βιταμίνες για να αντέξουμε,/ όταν έρθει η ώρα να κρυφτούμε./ Βάζω σημάδια στα λαγούμια,/ εκεί που κανείς δεν τα φαντάζεται,/ μόνο οι μυημένοι./», γράφει στο ποίημα με τον τίτλο Λαγούμι.

Ενώ στο ποίημα Υδρορροή σημειώνει: Οι υδρορροές της πόλης στάζουν αίμα,  για να καταδείξει έτσι τη συνολική κόπωση και την πόλη ως χώρο όπου η φθορά και η βία έχουν περάσει στην καθημερινότητα. Με τη φράση «στάζουν αίμα» η εμπειρία του κινδύνου και της απώλειας γίνεται ορατή και συγκεκριμένη, σαν κάτι που δεν κρύβεται και δεν σταματά εύκολα, ενώ ένα ανέμελο χαμόγελο «καθησυχάζει τις καθημερινές […] περιπολίες στους στενούς δρόμους της αέναης/ καταστροφής», στο ποίημα Χαμόγελο.

Σημαντικό ρόλο έχει ο τρόπος με τον οποίο ο εσωτερικός λόγος συνδέεται με το εξωτερικό περιβάλλον. Η ποιήτρια ακολουθεί τη διαδρομή από το εξωτερικό ερέθισμα προς τη συναισθηματική αντίδραση με έμφαση στη λεπτομέρεια, στην ακρίβεια και στον ρυθμό της φράσης. Έτσι, η συλλογή στηρίζεται σε μια καθαρή παρατήρηση της καθημερινής εμπειρίας και σε μια πειθαρχημένη καταγραφή των μεταβολών της διάθεσης.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και το απόσπασμα όπου διαβάζουμε τη φράση: «Το αίμα δεν έχει φωνή». Η διατύπωση αυτή συνοδεύεται από εικόνες που δείχνουν την επίδραση του αίματος στο χρώμα και στην όψη του κόσμου και καταγράφουν τον τρόπο με τον οποίο ένα γεγονός αφήνει ίχνος στο περιβάλλον και στην αντίληψη. Η ποιήτρια δεν επιδιώκει εντυπωσιασμό. Επιμένει στην καθαρή παρουσίαση των δεδομένων και στην ελεγχόμενη ένταση.

Ο χρόνος αποτελεί σταθερό και καθοριστικό στοιχείο της συλλογής. Η υπαρξιακή αγωνία δεν παρουσιάζεται μόνο ως εσωτερικό βίωμα. Παρουσιάζεται ως παράγοντας που επηρεάζει την οργάνωση της μνήμης και τον τρόπο που βιώνεται η διάρκεια. Στο ποίημα «Αγγείο» η αγωνία συνδέεται με μια αίσθηση διαρκούς κινδύνου. Και ο χρόνος αποδίδεται ως διάρκεια που βαραίνει και επιβάλλεται: «Ανοίγω ομπρέλα κινδύνου/, γράφει, κι έχω εξήντα λεπτά./ Φωνάζω πως είμαστε όλοι, σπασμένα αγγεία,/ χωρίς σημασία./»

 Στο ποίημα «Σπίτι» ο χρόνος συνδέεται με την ανάγκη για αλήθεια και καθαρή όραση. Άλλωστε, «την αυγή βλέπεις την αυγή και τη δύση/βλέπεις τη δύση./ Δεν έχει τίποτα που να αλλοιώνει την οπτική,/ ούτε τζάμια έχει,/ αλλιώς πώς θα μπαινόβγαινα;/», αναρωτιέται.

Η ποιήτρια δίνει σημασία στο φως και στην παρατήρηση και παρουσιάζει τη σχέση ανάμεσα στη γνώση, στη διαύγεια και στην καθημερινή εμπειρία χωρίς περιττές διατυπώσεις. 

Ωστόσο, η ποιήτρια δηλώνει με σαφήνεια και τους κοινωνικούς της προβληματισμούς. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Black lives matter»  όπου τονίζει ότι ακόμη «κι η μοίρα σκιάζεται το ανθρώπινο/ μαχαίρι/» και φωνάζει ότι τίποτα δεν πάει καλά. Στο ποίημα «Δύο»  φωτίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια τη δομή μιας σχέσης: η ένταση δεν προκύπτει από μεγάλα γεγονότα, αλλά από τη συνεχή διαπραγμάτευση των ορίων και από το πώς ο ένας επηρεάζει τον άλλον στην πράξη, στην καθημερινή στάση και στον τρόπο που μιλά ή σωπαίνει. Τέλος, το «Ρυάκι» δουλεύει πάνω στην καθαρότητα μιας πρώτης εμπειρίας χωρίς να την εξιδανικεύει με εύκολους τρόπους. Στο ποίημα «Στιγμή» η εστιάζει σε μια παύση της ροής του χρόνου που τη χρησιμοποιεί ως πεδίο αυτοπαρατήρησης εξετάζοντας τη θέση του, τα όριά του σε σχέση με τους άλλους αλλά και το βάρος των επιλογών του. Στο «Κάτι» καταγράφεται η συνείδηση του περιορισμένου χρόνου και η αναφορά στην παιδική ηλικία λειτουργεί ως σταθερό σημείο μέσα σε αυτή την εμπειρία. Στον «Θρήνο» η μνήμη και η απώλεια συνδέονται άμεσα με το σώμα και με το υλικό στοιχείο. Στο «Τρύπια κλεψύδρα» τίθεται το ζήτημα της συνέπειας απέναντι στον εαυτό, στις προσδοκίες και στη συνείδηση, με σαφή τρόπο και χωρίς διφορούμενες διατυπώσεις.

Σε ολόκληρη την ποιητική συλλογή η γλωσσική αισθητική της Γεωργαλά-Καρτούδη παραμένει πειθαρχημένη. Οι στίχοι στηρίζονται σε συγκεκριμένα αντικείμενα και λεπτομέρειες της καθημερινότητας, όπως γεράνια, κουκούτσια, υδρορροές, παράθυρα, σκιές και γωνιές ενός σπιτιού. Το λεξιλόγιο είναι προσεκτικά επιλεγμένο, χωρίς βερμπαλισμούς και ρητορικές εξάρσεις. Ο στίχος είναι ελεύθερος, διαθέτει όμως εσωτερικό ρυθμό που κάνει την ανάγνωση των ποιημάτων ομαλή και κατευθύνει την προσοχή σε λέξεις κλειδιά που ξεκλειδώνουν τα νοήματα.

Στην έκδοση περιλαμβάνονται και εικαστικά έργα της Αναστασίας Καρούση, τα οποία συγκροτούν μια παράλληλη ανάγνωση των ίδιων θεμάτων. Ο συνδυασμός κειμένου και εικόνας προσφέρει μια συνολική αισθητική πρόταση.

Κλείνοντας, η Παρανυχίδα της Μαρίας Γεωργαλά-Καρτούδη είναι μια συλλογή που επιμένει στα μικρά, στα καθημερινά και στα επίμονα, και τα αντιμετωπίζει ως ουσιαστικά στοιχεία της ανθρώπινης εμπειρίας. Με λιτή γλώσσα, καθαρή παρατήρηση και σταθερή πειθαρχία στη σύνθεση, τα ποιήματα καταγράφουν τις λεπτές μεταβολές του σώματος και της ψυχής, τον τρόπο που ο χρόνος και  «ο φόβος που δεν έχει χρόνο. Συμβαίνει πάντα. Δεν έχει χώρο./Χωράει παντού./ Δεν έχει αφορμή./ Έχει μόνο αιτία./ Ο φόβος έχει φύλο και είναι Γυναίκα./» βαραίνουν ενώ η μνήμη επιμένει. 

Διαβάστε επίσης:

Μαρία Γεωργαλά-Καρτούδη: Το βιβλίο «παρανυχίδα» με 31 ποιήματά της