Αγάπησε τη ζωή όσο κανένας άλλος, υπήρξε πραγματικός άγιος της λογοτεχνίας και υπέφερε πολύ κατά το πέρασμά του από αυτόν τον μάταιο κόσμο. Ονειρεύτηκε μια καλύτερη ζωή, έναν καλύτερο κόσμο όπου η αγάπη και το όνειρο θα κυριαρχούσαν και θα κέρδιζαν το κακό και το μίσος, το οποίο και εκείνος γεύτηκε. Υπήρξε βαθιά προβληματική προσωπικότητα λόγω του εθισμού του στο οινόπνευμα και τα τυχερά παιχνίδια, κάτι άλλωστε που αποτύπωσε με συγκλονιστικό τρόπο στον «Παίχτη». Ο Ντοστογιέφσκι ήταν ένας βαθιά ρομαντικός της ζωής σε μια εποχή δύσκολη και σε μια χώρα με μεγάλη δυσανεξία στο ρομαντικό στοιχείο. Και όμως προσπάθησε και κατάφερε μέσα από τα πρώιμα γραπτά του, όπως είναι οι «Λευκές Νύχτες», να καταγράψει όλο αυτό το πλέγμα των σκέψεών του, όλα αυτά τα συναισθήματα που τον κατέκλυζαν, γιατί πάνω από όλα ο Ντοστογιέφσκι ήταν μια καθαρή και αμόλυντη ψυχή, ένας πρίγκιπας που έζησε σε χαλεπούς καιρούς και λοιδορήθηκε τόσο για την αθωότητα όσο και την αγνότητα της ψυχής του. Στις Λευκές νύχτες δικαιούται να ονειρευτεί και να ζήσει σαν αυτές τις νύχτες που στην πραγματικότητα ως φαινόμενο έχουν μικρή διάρκεια.
Μια πολυδιάστατη ρομαντική ιστορία που απλώνει τα δίχτυα της στην ψυχολογία και την φιλοσοφία
Στο διήγημα λοιπόν αποτυπώνει και περιγράφει μια έκλαμψη ευτυχίας, μια περίοδο ευδαιμονίας που για λίγο ήταν φευγαλέα και όμως μπόρεσε να τον γεμίσει με χαρά σαν αυτή η στιγμή να διήρκησε για πάντα. Περιγράφει τον ίδιο ή τον άλλο του εαυτό να πρωταγωνιστεί σε μια ιστορία αγάπης και ρομαντισμού γνωρίζοντας μια κοπέλα, την Νάστινκα, αυτόν τον άγγελο που ήρθε για λίγο να του ομορφύνει τη ζωή, την μέχρι εκείνη την στιγμή τόσο μάταιη και μελαγχολική ζωή. Αυτό το όνειρο είχε τα μάτια μιας μορφής γυναίκας, ενός πανέμορφου κοριτσιού που τον επισκέφτηκε καθώς εκείνος βρισκόταν σε μια κατάσταση θλίψης και απογοήτευσης. Από το ημίφως λοιπόν βρέθηκε στο φως και την ελπίδα, μια ελπίδα που του χάρισε η επικοινωνία και η συνομιλία με αυτή την κοπέλα την οποία συνάντησε τυχαία σε έναν από τους τόσο παγωμένους και έρημους δρόμους της Αγίας Πετρούπολης, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία. Είναι από τα πρώτα έργα του Ντοστογιέφσκι στα οποία ανακοινώνει με κάποιον τρόπο τα μετέπειτα έργα του, σε αυτό διαφαίνεται μια κάποια χαραμάδα χαράς καθώς έστω και αν το όνειρο έμεινε τελικά όνειρο και εκείνος γύρισε στην πρότερη ζωή του, έστω και έτσι ξέφυγε για λίγο από το σκοτάδι.
Ο ίδιος ταπεινός και καταφρονεμένος αδυνατεί να πιστέψει πόσο τυχερός είναι που γνώρισε αυτή την οπτασία και η οποία δέχτηκε να του εκμυστηρευτεί τη ζωή της, να του ομολογήσει τον έρωτά της για εκείνον τον άντρα, να γίνει η φίλη του και η συνοδοιπόρος του στα μονοπάτια μιας πρόσκαιρης μα τόσο σημαντικής για εκείνον ευτυχίας. Σκορπάει από χαρά και έκσταση σαν την συναντά, προσπαθεί να βρει τα σωστά λόγια για να της απευθυνθεί και όμως τα λόγια του μοιάζουν τόσο αδύναμα σε αυτό που νιώθει στα τρίσβαθα της πονεμένης του ψυχής. Ο ίδιος δεν πιστεύει στο γεγονός πως την έχει γνωρίσει και εκείνη δέχτηκε να είναι ο φίλος της, να του κάνει παρέα, νιώθει τόσο μικρός και εδώ είναι ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι που καθρεφτίζεται γιατί στην πραγματική του ζωή μαστιγώθηκε από δυστυχίες, δεν μπόρεσε να χαρεί τις λίγες στιγμές χαράς που του έτυχαν και είναι ένα πρόσωπο βαθιά τραγικό. Στον ήρωά του βάζει τα ακόλουθα λόγια: «…το μόνο που μένει να ειπωθεί είναι πώς θα ήταν αν με αγαπούσες, μόνο αυτό, τίποτα περισσότερο! Άκου, φίλη μου – γιατί όπως και να έχει είσαι φίλη μου – είμαι φυσικά, ένας φτωχός, ταπεινός άνθρωπος, ασήμαντος αλλά αυτό δεν έχει σημασία {…} το μόνο που θέλω να πω είναι ότι θα σε αγαπούσα, θα σε αγαπούσα τόσο πολύ…».
Σε όλο το διήγημα ο ήρωας καταπνίγει τα συναισθήματά του, τον έρωτά του, την αγάπη του για αυτή την κοπέλα μόνο και μόνο για να μην την πιέσει και νιώσει εκείνη άσχημα, γιατί στα δικά του μάτια νιώθει ανάξιος ν’ αγαπηθεί από μια τέτοια ύπαρξη που ήρθε ξαφνικά στο διάβα του. Στερείται λέξεων, δεν τολμά καν να αρθρώσει ό,τι αισθάνεται μέσα του, στα μύχια της ψυχής του, διστάζει και λέει μισόλογα μήπως και η κοπέλα φοβηθεί από τον χειμαρρώδη πόθο του, αυτό το ασίγαστο πάθος που καίει την ψυχή του. Οι αναστολές τον πάνε συνεχώς πίσω, να στέκεται απέναντί της συγκρατημένος, απλά να την ακούει και να την αισθάνεται δίπλα του και ας γνωρίζει πως αυτό δεν του είναι ούτε στο ελάχιστο αρκετό. Το κείμενο έχει πολλά στοχαστικά στοιχεία γιατί ο Ντοστογιέφσκι αν και χτίζει μια ρομαντική ιστορία, στην πραγματικότητα ανακοινώνει όλο το πλαίσιο φιλοσοφίας που θα κατακλύσει βιβλία όπως «Ο Ηλίθιος», «οι Αδελφοί Καραμαζώφ», το «Έγκλημα και Τιμωρία». Ξεδιπλώνει όλη την αλήθεια που αν δεν την εκφράσει δεν θα λυτρωθεί. «Πες μου, πώς γίνεται να μην μπορούμε όλοι να είμαστε σαν αδέρφια μεταξύ μας; Γιατί ακόμη και οι καλύτεροι άνθρωποι πάντα φαίνονται σαν να κρύβουν κάτι από τους άλλους; Γιατί να μην λέμε ανοιχτά αυτό που έχουμε στην καρδιά μας, όταν ξέρουμε ότι δεν μιλάμε επιπόλαια;».
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η μεταφράστρια Σοφία Ακριδέλη στο σύντομο μα εξαιρετικό επίμετρο αναφέρει τα εξής ενδιαφέροντα γύρω από ένα κείμενο κόσμημα: «η λευκή νύχτα είναι μια στιγμή όπου η πραγματικότητα και η φαντασία συγχέονται, όπου τα όνειρα μοιάζουν εφικτά, αλλά τελικά διαλύονται με το φως της ημέρας. Έτσι, το ίδιο το σκηνικό του έργου ενισχύει το βασικό του θέμα: τη σύντομη, σχεδόν ονειρική επαφή με την ευτυχία και την αναπόφευκτη απογοήτευση που ακολουθεί». Ο Ντοστογιέφσκι, άλλοτε σκιά και άλλοτε συγγραφική μαινάδα, προσφέρει στον αναγνώστη του σήμερα ένα κείμενο μέσα από το οποίο γνωρίζουμε με κάποιον τρόπο τι σκέψεις τον βασάνιζαν, τι ομορφιά από λέξεις τον κατέκλυζε και πόσο ταλαιπωρήθηκε η ψυχή του από έναν κόσμο ανέτοιμο να δεχτεί στα σπλάχνα του το μεγαλείο του και την σημαντικότητα της προσωπικότητάς του. Τα κείμενά του θα είναι πάντα εδώ να μας θυμίζουν πόσα πολλά του οφείλουμε και πόσο τυχεροί είμαστε που τον διαβάζουμε.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μου αρέσει να χτίζω το παρόν μου σε αρμονία με το αμετάκλητο παρελθόν, και συχνά περιπλανιέμαι σαν σκιά, χωρίς σκοπό, θλιμμένος και μελαγχολικός, στους δρόμους και τα στενά της Πετρούπολης»
Διαβάστε επίσης:
Φιοντόρ Ντοστογέφσκι – Λευκές Νύχτες: Ένα από τα πιο ποιητικά έργα του Ρώσου συγγραφέα