[…] Είμαι μια ζωή φυλακισμένη εδώ μέσα υπό την επιτήρηση

ενός άνδρα που πάντοτε μισούσα και που μισώ ακόμα τόσο

απέραντα, ώστε τη μέρα του θανάτου του θα ξεκαρδιστώ

στα γέλια […]

 

Χορός του θανάτου (μτφ Γιώργος Κουβίδης)

 

Ένας εφιαλτικός «χορός» στον οποίο τα βήματα γίνονται άτσαλα, βίαια, σαρκαστικά και επίπονα, έτοιμα να συνθλίψουν τον παρτενέρ, αντί να τον καθοδηγήσουν απαλά στο ρυθμό της μουσικής. Ένας χορός-θύελλα συναισθημάτων, άλλοτε μίσους ή απέχθειας και άλλοτε μιας ιδιόμορφης συμπόνιας, που παρασύρει καταστροφικά όποιον άτυχο βρίσκεται κοντά, την ώρα της τέλεσής του.

Ο «Χορός του θανάτου» του Στρίντμπεργκ αποτελεί μια εξπρεσιονιστική βουτιά προς το βυθό των ενστίκτων και του ανταγωνισμού των δύο φύλων. Ο σύζυγος και η σύζυγος παλεύουν ατελείωτα και βίαια να κυριαρχήσουν ο ένας στον άλλο, σε μία παθιασμένη και πυρετική μάχη.

Το έργο γράφτηκε το 1900, μα οι προβληματισμοί που προκύπτουν από το περιεχόμενό του, αφορούν κάθε εποχή. Ο Στρίντμπεργκ, είχε αρκετά ερεθίσματα από την προσωπική του ζωή, καθώς πολλές και ποικίλες απογοητεύσεις,  είχαν βοηθήσει ώστε να διαμορφώσει μία κακή εικόνα για τον γάμο και την συμβίωση. Βλέπουμε έτσι, τους δύο βασικούς ήρωές του, σαν αγρίμια σε απομονωμένη ζούγκλα, να «κατασπαράζουν» όσους τους περιβάλλουν, από συγγενείς και φίλους, μέχρι και τους υπηρέτες που βρίσκονται υπό τις διαταγές τους.

Σε κάποιο απομονωμένο νησί ανοιχτά της Στοκχόλμης, ζουν ο Λοχαγός Έντγκαρ και η σύζυγός του, Αλίς. Σύντομα, θα κλείσουν είκοσι πέντε χρόνια γάμου. Εκείνος, δεσποτικός και απόμακρος, έχει εγκλωβίσει την γυναίκα του, που ήταν παλιά ηθοποιός με μεγάλες φιλοδοξίες, στον πέτρινο πύργο – φυλακή τους. Η βαθιά δυστυχία είναι διάχυτη. Επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως συνήθειες και συζητήσεις, έρχονται να πυροδοτήσουν καθημερινά το αποσιωπημένο μίσος που τρέφουν ο ένας για τον άλλον. Έκαναν τέσσερα παιδιά, όμως τα δύο πέθαναν αδύναμα στο σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, ενώ τα άλλα έφυγαν μακριά για να γλιτώσουν. Σύντομα θα τους εγκαταλείψουν μέχρι και οι υπηρέτες, όπως όλοι οι άνθρωποι που κατά καιρούς συναναστράφηκαν μαζί τους, μιας και κανείς δεν μπορεί να αντέξει αυτήν την ένταση. Η καθημερινότητά τους θα αλλάξει όταν καταφτάσει στο νησί ο Κουρτ, εξάδελφος της Αλίς και διευθυντής του λοιμοκαθαρτηρίου. Τότε θα ξεκινήσει ένας νέος ύπουλος πόλεμος, αρκετά θορυβώδης, που θα έχει ως αντικείμενο διεκδίκησης το νέο θήραμά τους. Η Αλίς θα πληγωθεί από τα παιχνίδια και τα βίαια ξεσπάσματα του Λοχαγού και σύντομα θα αποφασίσει να τον εκδικηθεί σκληρά. Ο διευθυντής, θα πιάσει τον εαυτό του να μετατρέπεται σε κάποιον άλλο, ενώ στέκεται ανάμεσα στα καταστροφικά πυρά του παράδοξου ζευγαριού.

Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο και διατρέχει σχεδόν ολόκληρο το κείμενο, αφού είναι συνυφασμένη με τις δραματικές κορυφώσεις και τα θυελλώδη ξεσπάσματα των πρωταγωνιστών. Ο χορός τους φαντάζει σαν τελετουργία, που μέσω αυτής δρομολογούνται οι ψυχολογικές τρικυμίες με τις οποίες επιθυμούν να πλήξουν ο ένας τον άλλον, οδηγώντας προς μία εντυπωσιακή ήττα ή ακόμη και σε μαρτυρικό θάνατο.

Στο θέατρο «Εμπορικόν», η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καταλειφού και της Ελένης Σκότη, εστίασε περισσότερο στον πόλεμο των δύο συζύγων και έσπειρε μερικές ενδιαφέρουσες γκροτέσκες λεπτομέρειες. Έλειψε όμως το στοιχείο της έκπληξης και μια πιο σύγχρονη ματιά πάνω στο κείμενο, που ούτως ή άλλως πραγματεύεται ένα ζήτημα διαχρονικό. Όμως θα άξιζε περισσότερη επιμονή στο να έρθει πιο κοντά στον 21ο αιώνα στο σύνολό του. Τα σκηνικά της Μικαέλας Λιακατα αποτύπωσαν ένα ατμοσφαιρικό σκοτεινό φρούριο στο εσωτερικό του οποίου βρίσκεται σε πρώτο πλάνο το πιάνο, ενώ η συμβολική θαλασσινή άμμος, καλύπτει σταδιακά τα πατώματα γύρω από τους ήρωες. Τα κοστούμια της ίδιας πιστά σε ό,τι το έργο περιγράφει. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, ένα επαναλαμβανόμενο μελαγχολικό μοτίβο, υπογράμμισε απαλά τις σιωπές και τα συναισθήματα. Καίριοι και λειτουργικοί οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη. Τέλος, η μετάφραση του Δήμου Κουβίδη, ήταν σύγχρονη και μεστή.

Ερμηνευτικά, η Φιλαρέτη Κομνηνού ως Αλίς, είχε πάθος, ένταση και σπιρτάδα, ενώ έδωσε στην ηρωίδα της φρεσκάδα και ζωντάνια σημερινή. Εντυπωσιάζει ειδικά στον προσωπικό της χορό-«απελευθέρωση», όσο και στον τρόπο που κατεβάζει τους τόνους προς το τέλος. Ο Δημήτρης Καταλειφός, έχτισε τον Έντγκαρ ρεαλιστικά, με ύφος μιας πιο παλιάς κοπής, σε ένα ρόλο που γενικά του ταίριαξε πολύ. Ο Βασίλης Μπισμπίκης ως Κουρτ, έχει κάποια ενδιαφέροντα συναισθηματικά ξεσπάσματα.

Μέχρι τελευταία στιγμή, κανείς δε θα αντιληφθεί ότι ο θάνατος είναι αυτός που πραγματικά κινεί τα νήματα και σέρνει πρώτος τον ιδιόμορφο χορό προς  μια ουσιαστική ανθρώπινη εξιλέωση. 

Ο χορός του θανάτου, παρουσιάζεται στο Θέατρο Εμπορικόν, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καταλειφού και Ελένης Σκότη