Αυτή την περίοδο προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους η ταινία που αφορά στην ζωή του Τζέρομ Ντέιβιντ Σάλιντζερ, του συγγραφέα του βιβλίου Ο Φύλακας στη Σίκαλη που τον καθιέρωσε στο παγκόσμιο στερέωμα. Στην ταινία αναφέρεται πως ο Σάλιντζερ αρνήθηκε να επιφέρει τις οποιεσδήποτε αλλαγές που επιθυμούσαν οι εκδότες και επέμεινε να διατηρήσει τα γραπτά του αναλλοίωτα γιατί ήθελε να αποτυπώσει την αλήθεια της πραγματικής ζωής έτσι όπως εκείνος την αντιλαμβανόταν. Ο Τζον Γουίλιαμς, με τον Στόουνερ, παραμένει πιστός σε αυτή την φιλοσοφία του σύγχρονού του Σάλιντζερ. Ο Στόουνερ, επιφανής καθηγητής λογοτεχνίας είναι ο καθρέφτης του γράφοντος Γουίλιαμς, είναι ο ιδανικός πρωταγωνιστής με την έννοια πως δεν είναι ιδανικός γιατί πολύ απλά η ζωή του κλονίζεται από διάφορα γεγονότα, άλλοτε ευχάριστα και άλλοτε δυσάρεστα, τα οποία δεν κρύβει αλλά προβάλλει. Το μυθιστόρημα είναι η επιτομή μιας κανονικότητας έτσι όπως ο ίδιος ο συγγραφέας την έζησε, μέσα στην ευτυχία και την δυστυχία, τις παλινωδίες και τις ελπίδες, την ηρεμία και την έξαρση. Ο Στόουνερ ζει δύο Παγκόσμιους πολέμους, βλέπει την απώλεια των συμφοιτητών του και αργότερα ως καθηγητής τον θάνατο των μαθητών του λόγω του πολέμου. Η αφήγηση έχει έναν τέτοιο παλμό και μια ροή που ο αναγνώστης βιώνει την κάθε στιγμή του Στόουνερ ξεχωριστά και άλλοτε συμπάσχει ενώ άλλοτε βάλλει εναντίον του για τις επιλογές του. Ο Στόουνερ είναι σε κάθε περίπτωση ένας αναγκαίος κρίκος στην αλυσίδα που λέγεται κοινωνία και αν σπάσει τότε η απώλεια είναι μεγάλη γιατί η πειθαρχία, η αγάπη και η αφοσίωση είναι λέξεις ξένες στο λεξιλόγιο του τότε και του τώρα.

Ο φόβος του ψυχολογικού του θανάτου είναι το μεγάλο πρόβλημα του πρωταγωνιστή Στόουνερ και οι άνθρωποι που είναι γύρω του παρασέρνονται και αυτοί στον γκρεμό αναγκαζόμενοι να αντέξουν και να υποφέρουν την ιδιαιτερότητα και την ιδιορρυθμία του καθηγητή Στόουνερ. Ο Στόουνερ είναι μόνος σε αυτόν τον Γολγοθά της ύπαρξής του, βαδίζει την πορεία της ζωής του αγκαλιά με την αδυναμία να ζήσει και να χαρεί την διδασκαλία έστω και αν αυτή του εξασφαλίζει μια κάποια νηνεμία στον κυκεώνα των σκέψεών του που πλημμυρίζουν το άστατο από τις περιστάσεις μυαλό του. Τυχαίνει να παίρνει δύναμη άλλοτε από την κόρη του Γκρέις και άλλοτε πρόσκαιρα από τον έρωτά του για την γυναίκα του, την Ίντιθ. Όλα αυτά όμως μοιάζουν ουτοπικά, η κρίση του είναι δεδομένη γιατί η ιδιοσυγκρασία του και ο χαρακτήρας του τον βυθίζουν όλο και περισσότερο στο τέρας της μοναξιάς του, σε έναν κόσμο αποξενωμένο μοναδικά δικό του. Ειδικά ο χωρισμός του από τον μόνο έρωτα που γνώρισε, την μαθήτρια του Κάθριν Μπρίσκολ, είναι τελικά το αποτελειωτικό χτύπημα στην εύθραυστη του προσωπικότητα, έτσι που ποτέ δεν θα τον ξεπεράσει και θα κυλήσει σε μια κατηφόρα δίχως τέλος. Ο Στόουνερ από την μία είναι σεβαστός από λίγους ανθρώπους, όπως τον παλιό του συμφοιτητή Γκόρντον Φιντς, που κατανοούν την προσφορά του στα γράμματα και θαυμάζουν την πνευματικότητά του. Από την άλλη η πλειονότητα των συναδέλφων του όσο και οι μαθητές του είναι απόμακροι, δεν τον συμμερίζονται, πολλές φορές τον αποφεύγουν, ενίοτε τον χλευάζουν και τον σταυρώνουν με το βλέμμα τους και εκείνος κλείνεται όλο και περισσότερο στο κελί της “απομόνωσής του” νιώθοντας πως απειλείται να γίνει κομμάτια το δίχτυ προστασίας που απλώνει για να τους αντιμετωπίσει. Στην εισαγωγή του βιβλίου ο John McGahern αναφέρει σχετικά: “{…} ο Γουίλιαμς επιχειρεί να ανατρέψει τη γνωστή εγκόσμια κρίση με το να ζωντανέψει τον Στόουνερ και ό,τι συνδέθηκε μαζί του – τον χρόνο, τον τόπο, τους ανθρώπους -, συγκαλύπτοντας το πάθος της γραφής με την ψυχρότητα και τη σαφήνεια της νόησης”.

Με την εξαιρετική μετάφραση της Αθηνάς Δημητριάδου ξετυλίγονται σαν κουβάρι όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν τον Στόουνερ, ένα μυθιστόρημα της εποχής μας, όποια και αν είναι αυτή. Και όπως αναφέρει και ο Άρης Μπερλής στο επίμετρο, “κεντρική ιδέα του βιβλίου δεν είναι ο έρωτας αλλά η αναπόδραστη τραγικότητα της ζωής, η τραγικότητα της ζωής του κύριου ήρωα του αλλά και όλων των άλλων χαρακτήρων”. Ο Στόουνερ είναι ένας ευτυχής άνθρωπος με την έννοια πως αγάπησε το έργο του, την διδασκαλία του, δεν έκανε εκπτώσεις εμμένοντας για παράδειγμα στην απόρριψη του φοιτητή Τσαρλς Γουόκερ ακόμα και όταν πιέστηκε προσωπικά να υποχωρήσει. Δεν το έκανε από μίσος ή από άλλη αιτία, δεν προσπάθησε να πάρει εκδίκηση ή να καταστρέψει κάποιον, οδηγήθηκε – δύσκολο για τους γύρω του να το καταλάβουν – από την θέση του ως διδάσκοντα να μην επιτρέψει να παρεκκλίνει από τις αξίες που ο ίδιος είχε θέσει και δεν τον ικανοποιούσαν. Αφοσιώθηκε με σθένος και δύναμη σε όλη την διάρκεια του βίου του να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του και αυτό τον κρατούσε πάντα στη ζωή ενώ πάσχισε να γίνει σωστός και τρυφερός πατέρας και σύζυγος δυστυχώς χωρίς επιτυχία, θα το παραδεχόταν και ο ίδιος αυτό. Την μόνη καταξίωση που θα δεχόταν για τον εαυτό του θα ήταν αυτή του στρατευμένου σε έναν στόχο καθηγητή παρά την σχολαστικότητα και την εσωστρεφή συμπεριφορά που θα μπορούσε κανείς να του καταλογίσει και η οποία τελικά του κόστισε τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Μέσα σε αυτόν τον πυρετό πολέμου που ζούσε αισθανόταν στρατιώτης μόνος ενάντια σε εχθρικές συμπεριφορές, είτε από τους κοντινούς του ανθρώπους είτε από τους γνωστούς του και αυτή η πικρή γεύση τον συνόδευσε μέχρις εσχάτων δίχως να καταλάβει το πόσο καλά είχε ζήσει μακριά από την δουλειά της φάρμας που νωρίς κατάλαβε πως δεν ήταν το πεπρωμένο του. “{…} στο Πανεπιστήμιο της Κολόμπια είχε γνωρίσει την ασφάλεια και τη ζεστασιά που κανονικά έπρεπε να είχε νιώσει ως παιδί στο σπίτι του και δεν τις ένιωσε ποτέ, και δεν ήταν καθόλου βέβαιος ότι είχε την ικανότητα να τις αναζητήσει κάπου αλλού”. Το Πανεπιστήμιο, όπως και για τον Γουίλιαμς έτσι και για τον Στόουνερ, είναι το καταφύγιο των αδύναμων δυνατών και των φοβισμένων γενναίων που έχουν ανάγκη από έναν λόγο για να διώξουν μακριά τον θόρυβο και την τραχύτητα με την οποία τους βομβαρδίζουν αυτοί που ενσυνείδητα ή ασυναίσθητα τους πληγώνουν. “Η πρόνοια, λοιπόν, ή η κοινωνία ή η μοίρα ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε, έφτιαξε για χάρη μας αυτή την τρώγλη, για να χωθούμε μέσα και να γλυτώσουμε από τη θύελλα. Για χάρη μας υπάρχει το πανεπιστήμιο, για τους απόβλητους της κοινωνίας ͘  όχι για τους φοιτητές ούτε για την ανιδιοτελή αναζήτηση της γνώσης ούτε για όλους αυτούς τους λόγους που ακούτε”.


Αποσπάσματα

“Υπάρχουν πόλεμοι και ήττες και νίκες του ανθρώπινου είδους που δεν είναι στρατιωτικές και που δεν είναι καταγεγραμμένες στα χρονικά της ιστορίας”.

“Πέπλο αδιαπέραστο απλώνει εμπρός μας το έργο της Λογοτεχνίας, εμποδίζοντας μας να κατανοήσουμε το βάθος του. Ικέτες γινόμαστε ενώπιόν του, έρμαια της εξουσίας του. Ποιος θα έχει την τόλμη να παραμερίσει το πέπλο τούτο, να εξιχνιάσει το ανεξιχνίαστο, να πλησιάσει το απλησίαστο; Οι πιο δυνατοί από εμάς δεν είναι παρά ασήμαντα ανθρωπάκια, χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον μπροστά στο αιώνιο μυστήριο”.