Η γοτθική λογοτεχνία, η λογοτεχνία που ενέχει δηλαδή όλο αυτό το μυστηριώδες πέπλο που μοιάζει με πίνακα του Φρίντριχ, μας δόθηκε μέσα από τη γραφή λογοτεχνών που εμπνεύστηκαν, έχτισαν και εδραίωσαν το είδος  όπως ο Πόε, ο Χώθορν, ο Μέλβιλ. Αναμειγνύοντας το φανταστικό με το μεταφυσικό και το στοιχείο του τρόμου κατάφεραν να μας μυήσουν σε μια γραφή που σήμερα στα μάτια του αναγνώστη φαντάζει κάτι σχετικά φυσιολογικό. Τότε όμως την εποχή της σύλληψης, το είδος έκανε τα πρώτα του βήματα και σαν δεν υπήρχε κανένα άλλο είδος ψυχαγωγίας όπως σήμερα το βιβλίο και οι ιστορίες αυτές αποτελούσαν μια συντροφιά για τους αναγνώστες του 18ου αιώνα και του 19ου αιώνα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πλέον ασχολούνται εδώ και χρόνια με το είδος πατώντας σε μορφές όπως αυτή του Λάβκραφτ αλλά και άλλων. 

Ταξιδεύουμε μέσα σε ένα πέπλο μυστηρίου και σε μια ζοφερή πραγματικότητα που θυμίζει άλλες εποχές

«Το εξωτερικό παρουσιαστικό ενός ανθρώπου συνήθως δίνει και κάποια ένδειξη για την ψυχή που κρύβει μέσα του. Ο καπετάνιος είναι ψηλός και καλοφτιαγμένος, με μελαχρινό, όμορφο πρόσωπο. Έχει έναν παράξενο τρόπο που κουνά τα άκρα του, ο οποίος ίσως προέρχεται από νευρικότητα ή απλώς είναι αποτέλεσμα υπερβολικής ενεργητικότητας. Το πιγούνι του μα και ολόκληρο το περίγραμμα του προσώπου του προδίδουν ανδρισμό και αποφασιστικότητα, αλλά το πιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του προσώπου είναι τα μάτια του». Αυτά γράφει ο συγγραφέας του Σέρλοκ Χολμς στην ιστορία με τίτλο “Ο Καπετάνιος του Πολικού αστέρα”, μια από τις συναρπαστικές ιστορίες φαντασμάτων που περιλαμβάνει η συλλογή διηγημάτων που προέρχονται από την βικτωριανή εποχή και κυκλοφορεί πάλι από τις εκδόσεις Αίολος. 

Η αναφορά καθόλου τυχαία καθώς ο Τζον Λάνγκαν μοιάζει να έχει εμπνευστεί από τέτοιες ιστορίες για να μας παρουσιάσει το δικό του εξαιρετικό έργο, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω έχει βραβευτεί. Ο συγγραφέας καταφέρνει να προσελκύσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη καθώς έχει χτίσει ένα μυθιστόρημα αγωνίας, φαντασίας αλλά και τρόμου που καθηλώνει. Και δεν είναι καθόλου υπερβολή το γεγονός πως εμπνευσμένος από τα βιβλία εκείνης της εποχής των μέσων του 19ου αιώνα με τους αμέτρητους μύθους περί φαντασμάτων και στοιχειωμένων τόπων μας παρουσιάζει ένα βιβλίο ιδιαίτερα περίπλοκο, το οποίο χρειάζεται συγκέντρωση για να μην χάσει ο αναγνώστης τον ειρμό της αφήγησης.

Ο Λάνγκαν έχει στο επίκεντρό του την ανάλυση του ανθρώπινου χαρακτήρα των ηρώων του που μπροστά στα γεγονότα ανησυχούν και αγωνιούν και έτσι εμφανίζονται τα τρωτά σημεία και οι αδυναμίες του σύγχρονου ανθρώπου έτσι όπως διαμορφώνονται και μέσα από τις κοινωνικές ζυμώσεις κάθε εποχής. Αυτά τα στοιχεία και αυτά τα δεδομένα, τα οποία άλλωστε και πραγματεύεται στο βιβλίο είναι και η πεμπτουσία της αφηγηματικής του δεξιοτεχνίας πέρα από την πλοκή με την οποία ντύνει την ιστορία του. Οι πρωταγωνιστές του πολλές φορές αντανακλούν τις προσωπικότητες και την ψυχοσύνθεση ανθρώπων της εποχής γιατί να μην λησμονούμε πως η λογοτεχνία του τρόμου και του φανταστικού έχει επηρεαστεί και από τις εξελίξεις της εκβιομηχάνισης. Η ιστορία εξάλλου εκτυλίσσεται εκείνη την εποχή και οι άνθρωποι τους οποίους περιγράφει είναι αυτοί που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, άνθρωποι της διπλανής πόρτας με τα δικά μας χαρακτηριστικά, άνθρωποι κοινοί, ταπεινοί και ευάλωτοι, άνθρωποι σε κρίση που αναζητούν λύσεις στις ανησυχίες τους.

Ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, αυτό το βιβλίο που έχει χαρακτηριστεί ως ένα από τα κορυφαία βιβλία τρόμου, ανήκει στο πάνθεον της παγκόσμιας λογοτεχνίας και όχι τυχαία. Γράφτηκε από τον Στόκερ το 1897 και πραγματεύεται την άστατη ανθρώπινη φύση και τη ματαιοδοξία που διακατέχει τον άνθρωπο όπως κάνει και ο Λάνγκαν εδώ. Ενέχει σαφείς φιλοσοφικές προεκτάσεις καθώς πρόκειται ουσιαστικά για τον αγώνα του καλού εναντίον του κακού, μία αιώνια πάλη που βρίσκουμε και στο έργο του Νίτσε. Το παρακάτω απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό του στοχαστικού πνεύματος του συγγραφέα: «Να προσέχεις όταν κόβεσαι. Είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ότι νομίζεις σε αυτή τη χώρα». Ο συγγραφέας μοιάζει να κινείται σε αυτή τη λογική καθώς οι λιθοξόοι που καλούνται να μεταβούν στο σημείο όπου βρίσκεται ο Ψαράς έρχονται αντιμέτωποι με το φάσμα της ίδιας τους της επιβίωσης και άρα της ύπαρξής τους.

Οι πρωταγωνιστές του Λάνγκαν έχουν ακούσει για μια μορφή που μοιάζει απόκοσμη και τρομακτική και σαν την συναντούν αυτόματα και λογικά προκύπτει η ανάγκη τους να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους ενωμένοι απέναντι σε έναν κοινό εχθρό. Ο μύθος του Λεβιάθαν εξάλλου και τα περίεργα όντα για τα οποία μας μίλησε διεξοδικά και ο Μπόρχες είναι ένα φαινόμενο που πάντα απασχολούσε τους ανθρώπους σε κάθε γωνιά του κόσμου και σε κάθε εποχή και θα συνεχίζει να μας απασχολεί εις το διηνεκές. Είναι αυτό το άγνωστο που κάθε φορά συμπίπτει με την ανάγκη του ανθρώπου να εξηγήσει το δυσερμήνευτο και να ξεδιαλύνει στο μυαλό του τα όσα προκύπτουν, να απλοποιήσει δηλαδή τις απειλές του. Η γραφή του Λάνγκαν είναι δεξιοτεχνική για αυτό και το μέλλον του διαφαίνεται λαμπρό, εν αναμονή λοιπόν του επόμενου που ετοιμάζεται.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

«Αν δεν ακούσουμε ποτέ ξανά τη χθόνια γλώσσα – τη γλώσσα που μιλούν τα πλάσματα του Ψαρά – τότε θα μπορούμε να κλείσουμε τα μάτια μας γαλήνια για τελευταία φορά»

«Ξέρω ότι το ρέμα του Ολλανδού είναι βαθύ, πολύ πιο βαθύ απ’ όσο φαίνεται και απ’ όσο θα ‘πρεπε και δεν θέλω καν να σκέφτομαι τι έχει μέσα»

Διαβάστε επίσης:

Τζον Λάνγκαν – Ο Ψαράς: Ένα συγκλονιστικό βιβλίο τρόμου