Μετά την Ημερήσια διάταξη, το Κονγκό και την 14η Ιουλίου (όλα διαθέσιμα από τις εκδόσεις Πόλις), ο εξαιρετικός Ερίκ Βυϊγιάρ επανέρχεται με ένα βιβλίο που αφορά και πάλι ιστορικό γεγονός μιας διαφορετικής όμως αυτήν την φορά περιόδου. Το βιβλίο διανύει ήδη την δεύτερή του έκδοση στα ελληνικά και είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταβυθιστούμε στην ιστορία που δυστυχώς επαναλαμβάνεται γιατί οι άνθρωποι αν και οι εποχές αλλάζουν επαναλαμβάνουν τα ίδια λάθη. Βρισκόμαστε λοιπόν μέσα στη δίνη του πολέμου μεταξύ των τάξεων και των θρησκειών στην πρώιμη Αναγέννηση πριν ακόμα ο Διαφωτισμός ρίξει τα φώτα του και αλλάξει τον κόσμο, είμαστε κοινωνοί και θεατές ενός πολέμου βάναυσου και άγριου σε όλα τα μέτωπα. Δεν απέχουμε και πολλά χρόνια από τα όσα θα λάβουν χώρα μεταξύ καθολικών και προτεσταντών το 1572 στο Παρίσι όπου θα σφαχτούν χιλιάδες αθώες ψυχές στον βωμό ενός πολέμου δίχως ουσία. Μήπως τελικά η θρησκεία είναι το όπιο του λαού όπως μας έλεγε ο Μαρξ;

Δεν είναι διόλου εύκολο να πεις σε λίγες σελίδες όσα άλλοι δεν μπορούν να πουν σε πολλές. Και όμως ο Βυϊγιάρ έχει αυτή την δεξιοτεχνία να μας χαρίζει μοναδικές αφηγήσεις που σφραγίζονται στην μνήμη μας. Και οι αναφορές του στις βιβλικές σημειώσεις είναι εδώ για να προσδώσουν μία ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στα όσα μας αφηγείται, συγκαταλέγει τα μηνύματα των θεϊκών εντολών ζωντανεύοντας τα γεγονότα. “Αν δεν δεχτείς να ταπεινωθείς ενώπιον των ελαχίστων, να ξέρεις ότι έχουμε μια άμεσα εκτελέσιμη διαταγή, σου το λέω: ο αιώνιος και ζωντανός Θεός μάς υποσχέθηκε ότι θα σε κατεβάσουμε από την έδρα σου με όλη τη δύναμη που μας έχει δοθεί”.

Ο πόλεμος ενάντια στην ανισότητα και την αδικία

Όλα όσα περιγράφονται εδώ πενήντα χρόνια νωρίτερα είναι μια κανονικότητα στην αντιπαλότητα των τάξεων και των θρησκειών. Είναι και μία προφητική ματιά στα όσα θα ακολουθήσουν διακόσια πενήντα χρόνια αργότερα και πάλι στο Παρίσι όπου ο λαός θα εξεγερθεί ενάντια στην ασύδοτη εξουσία του βασιλέα και των προνομίων του και τελικά θα τον καθαιρέσει δια της βίας. Η περίπτωση της καταδίκης του Τόμας Μύντσερ όπως μας την περιγράφει ο συγγραφέας σε αυτό το σύντομο ιστορικό μυθιστόρημα είναι αποτέλεσμα μιας χρόνιας διαμάχης, ενός πολέμου ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, ανάμεσα σε έχοντες και μη έχοντες, ανάμεσα σε ανθρώπους που ζουν σε καθεστώς πολυτέλειας και σε εκείνους που δεν έχουν ούτε ένα κομμάτι ψωμί. Άρα, ήταν θέμα χρόνου μία ακόμα εξέγερση των πολλών έναντι των ολίγων προνομιούχων.

Είναι γνωστό πως οι βασιλικές αυλές και οι υπήκοοι που συμμετείχαν σε αυτές κατείχαν την εξουσία δίχως καμία δημοκρατική διαδικασία και χωρίς καμία λογοδοσία και εκτός αυτού βρίσκονταν στο απυρόβλητο και μακριά από τα πραγματικά προβλήματα των κοινωνιών. Όλοι τους διακήρυτταν και με την ανοχή της εκκλησίας που ό,τι δεν λάβετε επί γης θα το λάβετε στους ουρανούς πλουσιοπάροχα. Πόση απάτη μπορούσε να αντέξει ένας φτωχός χωρικός που δεν είχε που την κεφαλή κλίναι, ένας αγρότης που πάσχιζε καθημερινά να θρέψει την οικογένειά του και του ζητούσαν φόρους για την συντήρηση ενός παράλογου βασιλικού βίου; Πού είναι άραγε η εκκλησία και τι ρόλο διαδραματίζει σε αυτήν την συγκυρία του παραλογισμού χρόνια τώρα; Επίκαιρη ερώτηση!

Ο λόγος του συγγραφέα είναι πολλές φορές δηκτικός και ειρωνικός, είναι ένας λόγος που εμπεριέχει θυμό για τα όσα συμβαίνουν αλλά όλα αυτά υπονοούνται εμμέσως πλην σαφώς από τον αφηγητή που παραθέτει τα τραγικά γεγονότα. Αναρωτιέται δηλαδή πού είναι αυτός ο Θεός μπροστά σε αυτήν την αδικία ή μήπως τελικά η Δύναμις και η δόξα του Θεού που ευαγγελίζεται ο Γκράχαμ Γκριν στο περίφημο βιβλίο του είναι τελικά αυτός ο ανείπωτος πόνος της φτώχειας; Και πώς είναι δυνατόν ο Θεός να περνάει τέτοιες δοκιμασίες τους πιστούς του απλά και μόνο για να δοκιμάσει την πίστη τους, μπορεί άραγε εύκολα αυτό να γίνει αποδεκτό;

Ο Βυϊγιάρ έχει πάντα την δική του πινελιά στον καμβά της αφήγησης και δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά διότι η ερμηνεία της ιστορίας με στοιχεία έχει και αυτή την θέση της, δεν παρεμβαίνει αλλά την προσεγγίζει με σεβασμό και τόλμη. Ο συγγραφέας εστιάζει λοιπόν στις συνθήκες αυτές της ανισότητας, καταγράφει την πορεία του Τόμας Μύντσερ από τις πρώτες στιγμές μέχρι και τον βασανισμό του και αναφέρει χαρακτηριστικά σε μία αποστροφή της αφήγησής του: “Οι “λόλλαρντς” διαδίδουν τις αλλόκοτες ιδέες του περί ιερής φτώχειας, μια εξισωτική σούπα που ρουφούν επικινδύνως οι μικροί χωριάτες του Ντέβον. Όταν στις ελεεινές αγροικίες τους όπου τα παιδιά ψοφάνε ακούν να γίνεται λόγος για απ’ ευθείας σχέση με τον Θεό, χωρίς την μεσολάβηση ιερέων, χωρίς τη δεκάτη, χωρίς τις πολυτέλειες των καρδιναλίων, αυτό κάτι τους λέει ͘ αυτή η ευαγγελική φτώχεια είναι η ζωή τους!”.

Ο Μύντσερ όμως δεν είναι υπέρμαχος της βίας και προσπαθεί να αποτρέψει τα δραματικά γεγονότα σαν να ήξερε πως οι εξεγέρσεις θα είναι και το δικό του τραγικό τέλος. Δεν δείχνει πάντως σημάδια μετάνοιας, βρίσκεται εκεί για να υπερασπιστεί ανθρώπους του μόχθου και όταν η ίδια του η ζωή απειλείται δέχεται τα βέλη σαν τον Άγιο Σεβαστιανό. Είναι στην πρώτη γραμμή του αγώνα, ενθαρρύνει τα δίκαια αιτήματα των ανυπεράσπιστων ανθρώπων και οργίζεται με την αδιαφορία και την βαρβαρότητα της εξουσίας και τα βάζει σαφώς και με το ίδιο του το σινάφι, οι καρδινάλιοι ζουν πλουσιοπάροχα ενώ το ποίμνιο αγκομαχά και πασχίζει. “Ο Μύντσερ είναι μια φωνή. Φωνάζει ότι όλους, άρχοντες κι υπηρέτες, πλούσιους ή φτωχούς, ο Θεός μάς έπλασε από την ίδια λάσπη του βόθρου και μας σκάλισε στο ίδιο σανταλόξυλο”. Πόσο πιο σαφές να είναι το μήνυμά του και πόσο πιο πολύ να φωνάξει πως τώρα είναι η ώρα για δικαιοσύνη;

Αποσπάσματα του βιβλίου

Πιστεύει ότι μπορεί να διαβάζει τα κείμενα ως έχουν, κατά γράμμα ͘ πιστεύει σε μια χριστιανοσύνη αυθεντική και αγνή. Πιστεύει πως ο απόστολος Παύλος έχει γράψει ό,τι ήταν να γραφτεί και πως τα Ευαγγέλια μας προσφέρουν ό,τι χρειαζόμαστε. Να τι πιστεύει.

Οι χωρικοί έτρεφαν αλαφιασμένοι ενώ τους θέριζαν οι σφαίρες. Στο στρατόπεδο των ηγεμόνων οι πεζικάριοι είχαν καλυφθεί πίσω από τα αρκεβούζια και περίμεναν διαταγές. Οι ιππείς περίμεναν και αυτοί. Ο Μύντσερ παρότρυνε τους άντρες, ούρλιαζε ότι εμπιστεύεται τον Θεό, τους κρατούσε από τα μανίκια, αχ! δεν ξέρω τι έκανε, μάλλον είχε δακρύσει ͘ ήταν εξοργισμένος.

Διαβάστε επίσης:

Ερίκ Βυϊγιάρ – Ο πόλεμος των φτωχών