Η είδηση της απονομής του Νόμπελ το 2014 στον Πατρίκ Μοντιανό δεν αποτέλεσε έκπληξη διότι ο ίδιος θεωρείται κατά πολλούς συνεχιστής της επαναφοράς της ανθρώπινης μνήμης και της αναζήτησης της ομορφιάς σε μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί αλλά που στο Παρίσι ακόμα αντιστέκεται σθεναρά. Ο ίδιος ο Μοντιανό μένει πιστός στις περιγραφές του και μέσα από την ρομαντική του περιπλάνησή σε δρόμους και μονοπάτια μίας άλλης εποχής, μας θυμίζει την ζωή που θέλουμε να ξαναβρούμε μέσα μας, αυτήν που δεν χάθηκε αλλά ενυπάρχει σιωπηλή σε κάποια γωνιά και περιμένει να την συναντήσουμε. Αυτήν που, στο βιβλίο αυτό, με βλέμμα στο μέλλον αλλά με προσήλωση και σεβασμό στο παρελθόν και στα πεπραγμένα των μεγάλων της λογοτεχνίας, ο συγγραφέας-λογοτέχνης διατηρεί αλώβητη από την φθορά και την σκουριά. Συγκινητικός, ευαίσθητος, μειλίχιος με την διάφανη πανοπλία και το αθόρυβο του χαρακτήρα του καταγράφει την μποέμικη εποχή της δεκαετίας του ’60 σε ένα Παρίσι όπου πάντα αποπνέει αέρας ομορφιάς και έρωτα.
Με ιμπρεσιονιστική διάθεση ακολουθούμε τα χνάρια της νεαρής χορεύτριας σε ένα μαγεμένο Παρίσι
Η χορεύτριά του, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος περιπλανιέται στο Παρίσι και ο αφηγητής ξετυλίγει τη ζωή της και την αποστολή της, δηλαδή την αφοσίωσή της στην τέχνη της. Η χορεύτρια είναι άλλο ένα πρόσωπο αντιπροσωπευτικό της προσπάθειας του Μοντιανό να εστιάσει στην επανεφεύρεση του χαμένου χρόνου ώστε να καταστεί ξανακερδισμένος για να θυμηθούμε τον κορυφαίο δάσκαλο και αφηγητή Μαρσέλ Προυστ. Ο Μοντιανό έχει πάρει την σκυτάλη από τον Γάλλο πολυλογά και χτίζει το έργο του πάνω σε αυτή την βάση της αφήγησης που κοιτάει στο παρελθόν με βλέμμα στο μέλλον. Το παρελθόν είναι το μαγικό φίλτρο μέσα από το οποίο ζει η πρωταγωνίστριά του καθώς και ο αφηγητής του που σαν μέσα από κλειδαρότρυπα μπορεί και μας περιγράφει τη ζωή της. Υπάρχει ένα διάσημο γλυπτό του Εντγκάρ Ντεγκά, πρωτότυπο αντίγραφο του οποίου διαθέτει το Μουσείο Γουλανδρή στο Παγκράτι. Είναι η περίφημη χορεύτρια του Ντεγκά, το οποίο απεικονίζει ένα κορίτσι 14 ετών και είναι το μόνο γλυπτό έργο που εξέθεσε κατά τη διάρκεια της ζωής του στην 6η έκθεση ζωγραφικής των ιμπρεσιονιστών, το 1881. Αυτή θα μπορούσε να είναι η χορεύτρια του Μοντιανό, ένα κορίτσι που λαχταρά να μάθει να χορεύει, μια χορεύτρια αφοσιωμένη στον ρόλο της.
Ο ίδιος ο Μοντιανό μας ταξιδεύει στο παρελθόν του Παρισιού με τα πεσμένα φύλλα και τις δύο όχθες του Σηκουάνα ως περιπλανητής των σκέψεών του σαν ένας άλλος Απολιναίρ, χαρίζει με τις εικόνες του έναν κινηματογραφικό κόσμο που μας θυμίζει την όμορφη ή και αδύναμη πλευρά του ανθρώπου. Συγκινητικός, ευαίσθητος, μειλίχιος με την διάφανη πανοπλία και το αθόρυβο του χαρακτήρα του καταγράφει όσα πολλές φορές εμείς οι ίδιοι αδυνατούμε να ξεστομίσουμε, να εκφράσουμε φοβούμενοι να τα ακούσουμε με τα ίδια μας τα αυτιά, τρέμοντας μήπως τελικά πληγωθούμε από τις ίδιες μας τις αναμνήσεις. Η χορεύτριά του ζει για τον χορό και δίνεται σε αυτόν ψυχή τε και σώματι πλάι στον κορυφαίο δάσκαλο Μπαρίς Κνιάσεφ. Σκιαγραφεί μέσα από το φθινοπωρινό μελαγχολικό Παρίσι όλη την ψυχοσύνθεσή της, τις χαρές και τις λύπες και μας χαρίζει με μοναδικό τρόπο την ατμόσφαιρα μιας πόλης που ζει για την τέχνη. Είναι η κατάλληλη πόλη για όλες εκείνες τις χορεύτριες που λαχταρούν να δουν τον εαυτό τους να χορεύει στα μεγαλύτερα θέατρα και στις πιο σημαντικές σκηνές της πόλης.
Η ίδια μιλάει στον αφηγητή, για τον ρόλο του οποίου δεν είμαστε εντελώς βέβαιοι, για την σχέση της με τον γιο της, για την σχέση της μαζί του και φιλοτεχνώντας την προσωπογραφία αυτού του κοριτσιού ο Μοντιανό μέσω του αφηγητή του μας προσκαλεί να την γνωρίσουμε μέσα στο παρισινό περιβάλλον. «Τον περισσότερο καιρό, είτε όταν περπατούσαμε στο Παρίσι, είτε όταν βρισκόμασταν στο λεωφορείο, δε μιλούσαμε. Η σιωπή ανάμεσά μας μας έδενε πιο πολύ κι από τα λόγια. Ήμαστε σαν αυτούς που περπατάνε δίπλα δίπλα και δε λένε τίποτα, κι ας είναι η πιο μεγάλη διαδρομή». Καθώς ξεδιπλώνονται οι αναμνήσεις της νεαρής χορεύτριας παρακολουθούμε όλη την πορεία της ζωής της, τις ατελείωτες πρόβες στην σχολή χορού, τα ερωτικά σκιρτήματα καθώς και τις παιδικές της μνήμες τις οποίες προτιμά να ξεχάσει καθώς ο χορός είναι αυτός ο οποίος συγκεντρώνει όλες της τις δυνάμεις και την ενέργεια πέρα από τον γιο της τον Πιερ. Κινηματογραφικά δοσμένη γίνεται αυτή η περιπλάνηση σε ένα ζωντανό Παρίσι που αποπνέει μαγεία και ομορφιά και όλο αυτό γίνεται με τόση μαεστρία από τον συγγραφέα. Ο αφηγητής στην κορύφωση της αφήγησής του αφήνει αφενός τον αναγνώστη να αναρωτηθεί για την τύχη της χορεύτριας και αφετέρου ένα πέπλο μυστηρίου για τον ίδιο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Μοντιανό κρατάει τον αναγνώστη σε αγωνία παρά το γεγονός πως δεν επιστρατεύει ψεύτικες ή πρόχειρες αφηγηματικές πλατφόρμες που θα τον κατέτασσαν σε έναν επιφανειακό καταθέτη εντυπώσεων. Μπαίνει βαθιά στους ρόλους που διανέμει και με ψυχαναλυτική ματιά αλλά και με πίστη στην ανθρώπινη περιγραφή της αδυναμίας, της πίστης ή της απιστίας, της συναρμολόγησης των συναισθημάτων, ξεδιπλώνει ένα χαλί εικόνων σε ένα Παρίσι που γίνεται ξανά ιμπρεσιονιστικό και μπελεποκικό. Παράλληλα, ξεπηδούν από την ιστορία του γνήσιες περιπετειώδεις εξάρσεις σε ένα σκάκι όπου κάθε πιόνι μετακινείται χωρίς ο ίδιος να έχει παρέμβει, ένα συνεχές πισωγύρισμα σε σκηνές που ήδη έχουν παιχτεί. Η βάση της επιτυχίας έγκειται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, στην πίστη και στην αφοσίωση στα διδάγματα των δασκάλων της γαλλικής λογοτεχνίας, αυτή την μπαλζακική “φλυαρία” και την φλωμπερική “ασάφεια” που όμοιές του δεν υπάρχουν και δεν θα ξαναυπάρξουν στην ευρηματική μορφή που τις γνωρίσαμε. Γίνεται κοινωνός και μέτοχος μοναδικών στιγμών, ελευθερώνει την πένα του χωρίς να γίνεται βαρετός και κουραστικός για να ντύσει με το πέπλο της αμφισβήτησης όλα αυτά που συμβαίνουν σε μία πόλη φουντωμένη από το στοιχείο της ανεμελιάς, της χαράς και της λύπης.
«Οι χορευτές δεν έχουν ανάγκη το αλκοόλ, γιατί ο χορός είναι το πιο δυνατό αλκοόλ»
Διαβάστε επίσης:
Πατρίκ Μοντιανό – Η χορεύτρια: Βιβλίο με ατμόσφαιρα Παρισιού από τον νομπελίστα συγγραφέα