“Οι περιστάσεις μας ορίζουν. Μας σπρώχνουν προς τον ένα δρόμο ή προς τον άλλον, και μετά μας τιμωρούν γι’ αυτό”. Ο Τουργκένιεφ ορίζει τις τύχες των δύο πρωταγωνιστών προς την κατεύθυνση εκείνη που όντως ορίζουν οι περιστάσεις κατά πως εκείνος το αντιλαμβάνεται και οδηγεί τις πράξεις τους αναλόγως. Γιατί όπως επίσης ο ίδιος έχει γράψει η ευτυχία μας βασίζεται στην δυστυχία των άλλων. Δεν παρεκκλίνει της φιλοσοφίας αυτής για αυτό και όλα περιστρέφονται πρωτευόντως γύρω από τον πρωταγωνιστή. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ερωτικό από το οποίο όμως προκύπτουν αλήθειες για την κοινωνία και τις εκφάνσεις της, τους ανθρώπους της που χωρίζονται σε κατηγορίες, με διαφορετικές αντιλήψεις, συμπεριφορές, νοοτροπίες, αντιδράσεις. Ο ίδιος ο συγγραφέας υπήρξε γιος αξιωματικού και έχοντας μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχούσαν οι ταξικές διακρίσεις δεν θα μπορούσε να μην επηρεαστεί από το χάσμα που επικρατούσε ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις της εποχής του, δεν θα μπορούσε να μην έχει δει τις έντονες αντιθέσεις και βέβαια να τις εντάξει στους προβληματισμούς του. Τέθηκε στο περιθώριο της ρωσικής λογοτεχνίας της εποχής του έχοντας απέναντί του τους Τολστόι και Ντοστογιέφσκι και η αυτοεξορία του στο εξωτερικό – Λονδίνο, Παρίσι και Μπάντεν-Μπάντεν – σηματοδοτούν για τον ίδιο την αναγνώρισή του μακριά από το επιζήμιο ρωσικό λογοτεχνικό περιβάλλον. Δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι το 1879 τιμάται για την προσφορά του στην λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Η ιστορία του Μονομάχου δεν είναι μια απλή ερωτική, ρομαντική ιστορία που στέκεται μόνο στις διεργασίες μεταξύ του ερωτικού τριγώνου, στις τριβές και τις αλλεπάλληλες αντεγκλήσεις ανάμεσα στους δύο αξιωματικούς και την πέτρα του σκανδάλου, την Μάσα. Την τελευταία την διεκδικούν και οι δύο και τελικά όλα αυτά που θεωρούνταν δεδομένα ανατρέπονται μέσα από έναν υπόγειο πόλεμο δηλώσεων, σχολίων και υπαινιγμών που καταλήγουν να γίνουν αιχμηροί. Ο Τουργκένιεφ χρησιμοποιεί την ιστορία πάθους και χτίζει πάνω σε αυτήν με σκοπό να μεταφέρει και να μεταδώσει όλα αυτά που βίωσε στην μαμά πατρίδα, στο περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε και τον στιγμάτισε. Το πρίσμα του αυτοβιογραφικό και το όχημά του τα προσωπικά βιώματα σε μια Ρωσία με έντονη και πασιφανή την διαφορά ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, έναν υποδόριο πόλεμο κοινωνικών τάξεων που μαίνεται για χρόνια μακριά από την δίνη των πραγματικών πολέμων που βρίσκονται σε πρώτο πλάνο. Το μυθιστόρημα παρουσιάζει κινείται στο δίπτυχο θέση-αντίθεση, το οποίο όμως ποτέ δεν μετατρέπεται σε σύνθεση χαρακτήρων. Είναι τόσο έντονη η διαφορετικότητα των δύο προσώπων, του τρόπου έκφρασης και επικοινωνίας, λεπτομερειών που δείχνουν εμφανείς διαφορές μεταξύ τους έτσι που κάθε προσπάθεια σύγκλισης είναι μια απόλυτη βουτιά στο κενό, μια ουτοπία χωρίς αρχή και τέλος.

Ο Τουργκένιεφ με την φυγή του και την παραμονή του στο εξωτερικό είδε ψύχραιμα και καθαρά όλα αυτά που τον προβλημάτιζαν σε μια Ρωσία που ήταν αιχμάλωτη των ίδιων της των τραυμάτων και βέβαια απασχολούσαν τόσο το πνεύμα του όσο και την ψυχή του. Η επαφή του με τους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού του έδωσε το έναυσμα ίσως να διαπιστώσει τις έντονες διαφορές με τον κόσμο στον οποίο μεγάλωσε και ανδρώθηκε και να τις αφηγηθεί μέσα από τα βιβλία που έγραψε ενώ βρισκόταν στην εξορία. Εκεί θα συνδεθεί με μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Φλωμπέρ, ο Ζολά, ο Χένρυ Τζέιμς, η Γεωργία Σάνδη. “Το έργο του Ιβάν Σεργκέγιεβιτς Τουργκένιεφ διακρίνεται από εκείνο των διασημότερων ομοτέχνων του για την σκόπιμη έλλειψη υπερβολής, την ισορροπία στη φόρμα και την ιδιαίτερη φροντίδα του για την αισθητική μορφή του”. Πράγματι ο Τουργκένιεφ αποφεύγει να “χαϊδέψει” την σχέση μεταξύ των δύο μονομάχων και τους οδηγεί αργά ή γρήγορα στην ρήξη παρά το γεγονός πως ο αναγνώστης δεν αναμένει τέτοια εξέλιξη στην ρήξη αυτή, ο πρωταγωνιστής πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Τα άλλα πρόσωπα που συμμετέχουν στον ρου της ιστορίας είναι επικουρικά ως προς την πορεία του πρωταγωνιστή να ανταμώσει το πεπρωμένο του. Ο ίδιος και εμείς ως αναγνώστες να συνειδητοποιήσουμε πως δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό που είναι ήδη προδιαγεγραμμένο. Το δράμα είναι προσωπικά δικό του και η ζωγραφισμένη προσωπογραφία του είναι ο καθρέφτης του που διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη. Κάτι σαν το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι που ξεθωριάζει.


Αποσπάσματα

“Η καρδιά των άλλων είναι σαν το σκοτεινό δάσος, και τα εμπορεύματα τα βλέπει κανείς στις βιτρίνες από την καλή τους τη μεριά”.

“Ήταν δύσκολο και προβληματικό γι’αυτόν να εμπνεύσει αγάπη, αλλά πολύ εύκολο και πολύ απλό να φορέσει μια μάσκα αδιαφορίας, μια μάσκα σιωπηρής  υπεροψίας”.