Ο κόσμος της τέχνης, της οποιασδήποτε τέχνης κρύβει μυστήρια και ιστορίες ανείπωτες, ιστορίες που οφείλουν να αναδυθούν από τα έγκατα της ανθρώπινης ιστορίας για να ανακαλύψουμε τελικά έκθαμβοι την ιερουργία, το υπόστρωμα και τελικά το μεγαλείο του αποτελέσματος που προκύπτει. Ο Κόου με αυτό το βιβλίο κατορθώνει να μας καθηλώσει στην πολυθρόνα μας – ο Ματίς κάποτε είχε πει πως θέλω η ζωγραφική μου να είναι αναπαυτική σαν πολυθρόνα – και να μας αφηγηθεί την ιστορία ενός σπουδαίου δημιουργού με έναν τρόπο ευφυή και δεξιοτεχνικό έτσι που οι σελίδες και η ροή της εξιστόρησης να αποτελούν ανοιξιάτικη μελωδία για τα αυτιά μας, μια ιστορία που δεν θα θέλαμε με τίποτα να τελειώσει.

Ο ταλαντούχος και επίμονος κ. Γουάιλντερ αφηγείται

Μέσω της Ελληνίδας αφηγήτριας και πρωταγωνίστριας του βιβλίου με το μαγευτικό όνομα Καλλιστώ, ο Κόου αφηγείται την αγωνία και το πάθος για δημιουργία ενός σκηνοθέτη, ενός συνθέτη αλλά και ενός οποιουδήποτε δημιουργού, μιλάει δηλαδή με αφορμή τον Γουάιλντερ εξ’ ονόματος όλων. Στο πρόσωπο του ξακουστού Μπίλυ Γουάιλντερ βρίσκουν καταφύγιο και καθρεφτίζονται όλοι εκείνοι οι οδοιπόροι της τέχνης, όλοι αυτοί οι ιδιότροποι και πολλές φορές κακότροποι δημιουργοί και καλλιτέχνες – όπως ο Αλ Πατσίνο που στο βιβλίο επιθυμεί επί γερμανικού εδάφους και με διακαή αγενή τρόπο μόνο το γνωστό σε εκείνον αμερικάνικο φαγητό προκαλώντας την οργή του Γουάιλντερ – όλους αυτούς τους κατά τα άλλα όμως εμπνευσμένους τύπους που μέσα από τα έργα τους εξέφρασαν την δική τους εποχή, την ανησυχία των στιγμών που βίωσαν, τον παλμό των ιστορικών γεγονότων και πάνω από όλα την δική τους προσωπική ψυχοσύνθεση.

Ο πρωταγωνιστής του Κόου συγκαταλέγεται στους θρυλικούς σκηνοθέτες που άφησαν εποχή στον κινηματογράφο και σημάδεψαν την ιστορία του στον 20ο αιώνα με ταινίες όπως το Sunset boulevard ή το Μερικοί το προτιμούν καυτό. Σε αυτό το βιογραφικό μυθιστόρημα που με τρυφερότητα έχει επιμεληθεί ο Κόου, θαρρώ πως βρίσκουν στέγη όλοι εκείνοι που πάσχουν για την τέχνη τους και είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής σε όλους αυτούς, επώνυμους και ανώνυμους. Ο Σέρλοκ Χολμς σε μία από τις ταινίες του Γουάιλντερ, απευθύνεται στον Γουάτσον, τον βοηθό του και του δηλώνει χαρακτηριστικά και γλαφυρά: “Αγαπητέ μου Γουάτσον, δεν μπορώ να συμφωνήσω με όλους εκείνους που συγκαταλέγουν τη μετριοφροσύνη στις αρετές. Για έναν λογικό άνθρωπο, τα πράγματα πρέπει να αντιμετωπίζονται όπως ακριβώς έχουν, κι η τάση να υποτιμά κανείς τον εαυτό του είναι το ίδιο ψευδής με την τάση να υπερεκτιμά τις ικανότητές του”.

Η αφηγήτρια Καλλιστώ, η οποία ειρήσθω εν παρόδω τότε ήταν μια άγνωστη νεαρή συνθέτης που αναζητούσε τα πατήματά της και δοκίμαζε τις αντοχές της, βρίσκει στο πρόσωπο του αναγνωρισμένου Μπίλλυ τον δρόμο της δικής της σταδιοδρομίας μέσα από μία απίστευτη τυχαιότητα και έτσι έχοντας για πυξίδα της συμπεριφορές, αντιδράσεις, συζητήσεις και επαφές με πρόσωπα άλλοτε φιλικά και άλλοτε δυσπρόσιτα ξεδιπλώνει το κουβάρι των αναμνήσεών της. Η ανακάλυψη όμως αυτού του ιδιόμορφου κόσμου των τεχνών αποτελεί για εκείνο το ιδανικό παρατηρητήριο και σχολείο, αποτελεί το ιδανικό εναρκτήριο λάκτισμα για να γίνουμε εμείς ως αναγνώστες μάρτυρες μιας σαγηνευτικής αναδρομής στο παρελθόν και να αντιληφθούμε την ουσία της καλλιτεχνικής παραγωγής που συνεχώς ακροβατεί δίχως άλλο ανάμεσα στο φάσμα της επιτυχίας και στο μετερίζι της αποτυχίας. Αυτό το διάκενο που προκύπτει είναι ένα σύμπαν χαώδες, μια Σκύλλα και μια Χάρυβδη που εγκυμονούν κινδύνους, είναι όμως και η μαγεία του κυνηγητού για την επίτευξη και εκπλήρωση στόχων.

Κόσμοι με κοινή δημιουργική προοπτική και δίψα

Στην πραγματικότητα μοιάζει ο Μπίλλυ και η Καλλιστώ να ταυτίζονται και να αποτελούν το ίδιο πρόσωπο, σαν δύο τρένα που ξεκινούν από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετικό και προορισμό και κατεύθυνση και όμως κατά έναν περίεργο και σχεδόν μεταφυσικό τρόπο στην πορεία βρίσκονται και διασταυρώνονται και βιώνουν μαζί κοινές στιγμές και διαδρομές. Ο Κόου κρύβεται πίσω από όλα αυτά και αγωνιά και ο ίδιος ίσως για το δικό του δημιουργικό μέλλον και να αναρωτιόμαστε που το πάει, αλλά στην ουσία μας φέρνει κοντά σε δύο δημιουργούς, έναν μυθικό σκηνοθέτη και μία ανώνυμη τότε συνθέτη. Μήπως άραγε το επίτευγμα του ενός δεν πάτησε κάποτε στο ξεκίνημα που τώρα επιχειρεί ο άλλος, δεν είναι άραγε δύο παράλληλοι βίοι ετεροχρονισμένοι; “Είναι παράξενο πώς κάποιες φορές κατεβαίνουν στον νου οι πιο σημαντικές, οι πιο αληθινές ιδέες, όταν κάνεις κάτι ασήμαντο κι ένα μέρος του μυαλού σου είναι συγκεντρωμένο σε κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό”.

Ο Κόου στήνει ένα θεατρικό και κινηματογραφικό σκηνικό στην αυγή της καλλιτεχνικής δημιουργίας ενός ανθρώπου, εκεί δηλαδή όπου οι θεατές όλο και λιγοστεύουν. Είναι το δυστυχές επακόλουθο του χρόνου που κυλά και βρίσκει τον καμβά κάπου ξεχασμένο να περιμένει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, έναν καμβά που κάποτε είχε περίοπτη θέσει και τώρα εκεί στην αφάνεια μοιάζει να έχει χάσει την λάμψη του φωτός και του παρελθόντος. Όλα αυτά τα δυσάρεστα μοιάζουν να ηχούν έντονα μέσα στο κουτί της ψυχής του δημιουργού, σαν ο ίδιος να ακούει το ρολόι του χρόνου να του δείχνει την έξοδο. Αυτό το σημείο καμπής είναι σαν ένα χαστούκι τελειωτικό ενός αθλητή του μποξ που πέφτει μια και καλή για να μην ξανασηκωθεί. Ο κινηματογραφικός κόσμος του Γουάιλντερ υποστηρίζεται εδώ με εξαιρετικά δυναμικό τρόπο από την εξίσου κινηματογραφική αφήγηση του Κόου που γεφυρώνει τον στοχασμό με την ψυχαγωγία της ανάγνωσης.

Η Fedora, ταινία στην οποία αναφέρεται ο Κόου, είναι μια γυναίκα που παλεύει αδύναμη πια ενάντια στον πανδαμάτορα χρόνο και όπως και ο Κόου άλλωστε υποστηρίζει είναι το άλλο εγώ του σκηνοθέτη, έτσι που τους βλέπουμε σαν να περπατάνε μαζί χέρι χέρι και στο βάθος του ορίζοντα να χάνονται και ξαφνικά να γίνονται ένα και το αυτό. Ο κόσμος της χαράς και της θλίψης, του  ενθουσιασμού και της απογοήτευσης, της προσμονής και της πίκρας έχουν την ίδια γεύση και το ίδιο άρωμα στο στόμα και την μύτη των δύο αυτών προσώπων. “Όσο δύσκολα και αν είναι αυτά που σου συμβαίνουν  η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να έχει κρυμμένες χαρές να σου προσφέρει. Και πρέπει να τις αδράξεις”. Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να ανατρέξει στις ταινίες του Μπίλλυ για να μυρίσει και εκείνος λίγο από το πολύτιμο άρωμα του έργου του.

Αποσπάσματα του βιβλίου

“Δεν σκέφτομαι ποτέ τις προηγούμενες ταινίες μου” είπε. “Ποιο το νόημα; Το μόνο που βλέπεις είναι τα λάθη που έκανες. Θα παλαβώσεις αν κάνεις κάτι τέτοιο. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σκέφτεσαι την επόμενη”.

“Όσο μεγαλώνεις, οι ελπίδες συρρικνώνονται και οι τύψεις θεριεύουν. Η πρόκληση είναι να τις πολεμήσεις. Να εμποδίσεις τις τύψεις να σε κυριεύσουν. Σωστά;”.

Διαβάστε επίσης:

Jonathan Coe – Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ