O Μπρους Σπρίνγκστιν είναι ένας από τους μεγαλύτερους ροκ σταρ που γέννησε η Δυτική όχθη της Αμερικής, εκείνος που τραγούδησε τα πάθη και τα λάθη της και αποτελεί το μεγαλύτερο συναυλιακό απωθημένο των Ελλήνων μουσικόφιλων. Ο Σπρίνγκστιν γεννήθηκε στο Νιου Τζέρσεϋ στις 23 Σεπτεμβρίου του 1949, γιος εργατικής οικογένειας με μεταναστευτική καταγωγή με κύριο μέσο βιοπορισμού τον μισθό της μητέρας του, που εργαζόταν ως γραμματέας σε δικηγορική εταιρία. Η ασταθής επαγγελματική ζωή του πατέρα του σε συνδυασμό με μία σειρά ψυχολογικών προβλημάτων που εκείνος αντιμετώπιζε και η συνακόλουθη οικονομική δυσχέρεια αντισταθμιζόταν από την αυστηρή εργασιακή ηθική της μητέρας του, την αίσθηση κοινότητας που παρείχε το Νιου Τζέρσεϋ και τον συμπολίτη Φρανκ Σινάτρα, που τη δεκαετία του ’50 και του ’60 ήταν μόνιμος θαμώνας του (τότε) κοσμοπολίτικου Ατλάντικ Σίτυ. Όπως και για πολλούς εκείνη την εποχή, ο κόσμος του έφηβου Μπρους σείστηκε από τον Έλβις Πρίσλεϊ και τους Beatles και αποφάσισε να αφιερωθεί αποκλειστικά στη μουσική. Τα πρώτα του συγκροτήματα έπαιξαν σε τοπικά φεστιβάλ και έφτασαν μέχρι τις μικρές σκηνές της Νέας Υόρκης και, χωρίς να σημειώσουν αξιοσημείωτη επιτυχία, τράβηξαν το ενδιαφέρον της Columbia, όπου ο Σπρίνγκστιν υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας το 1972. Μαζί με τους E Street Band κυκλοφόρησε δύο δίσκους μέσα σε μόλις ένα χρόνο, τα «Greetings from Asbury Park, N.J.» και «The Wild, the Innocent & the E Street Shuffle» και αναδείχτηκε γρήγορα στο «next big thing μετά τον Μπομπ Ντίλαν». Λίγο η φολκ λυρικότητα που είχε εμπεδωθεί ως μία επιστροφή στις ρίζες μετά τα ξέφρενα 60s, λίγο οι παραστατικές αναφορές στην ζωή των προαστίων, που τόσο έχουν υμνηθεί από τους Αμερικάνους καλλιτέχνες αλλά και η εμφάνιση του νεαρού Μπρους αρκούσαν για να μπει δυναμικά στην ατζέντα της δισκογραφικής, που του έδωσε κάρτα ελευθέρας για να κινηθεί όπως επιθυμούσε.

Το αμερικάνικο όνειρο και η κατάρρευσή του

Αν ανατρέξουμε σε εγκυκλοπαίδειες και άρθρα προς αναζήτηση του ορισμού του «αμερικάνικου ονείρου» θα βρούμε εκατοντάδες αποδόσεις· καμία, όμως, δεν μπορεί να το περιγράψει με την ακρίβεια που το κατέγραψε το «Born To Run» (1975), ο δίσκος που έκανε τον Σπρίνγκστιν ροκ αστέρα και εκπρόσωπο του «αμερικάνικου πνεύματος». Συνδυάζοντας τη μελωδικότητα της φολκ με την στιβαρότητα του ροκ και τη φυσαρμόνικα με μακρόσυρτα riff, έγινε βασικός παίκτης αυτού που αποκαλέστηκε heartland rock. Ο Σπρίνγκστιν έγινε το αγαπημένο παιδί της ροκ, γράφοντας το νεότερο «Great American Songbook», ένα άλμπουμ δρόμου και φυγής όπου αφηγείται το μεγάλο ταξίδι προς την ανακάλυψη, την περιπέτεια, την ανεμελιά και την ελπίδα που κάπου περιμένει καρτερικά. Το «Born To Run» είναι ένας ατόφιος δυναμίτης γεμάτος ζωή και ενέργεια, μία σύνθεση εικόνων ποτισμένων από αφελή ρομαντισμό, μία ροκ όπερα που κατάφερε να εμπνεύσει χιλιάδες νέες και νέους να μην συμβιβαστούν, να κυνηγήσουν τα όνειρά τους και να υιοθετήσουν το χιλιοφορεμένο τσιτάτο «όλα είναι δυνατά». Το «Darkness On The Edge Of Town» (1978) που ακολούθησε ήρθε από μία αλήτικη αστική οπτική της ζωής και αποτέλεσε τον πρώτο δίσκο με πιο μαζεμένες και συμπαγείς συνθέσεις, τις οποίες κάποιοι απέδωσαν σε πιέσεις της Columbia για πιο «ραδιοφωνικά» προϊόντα. Η περιοδεία που ακολούθησε θεωρείται από τις πλέον θρυλικές, καθώς τα εισιτήρια ήταν διαθέσιμα μόνο με προπώληση και αποστελλόταν στο κοινό μέσω ταχυδρομείου- και, φυσικά, ο Σπρίνγκστιν τους αποζημίωσε με εκρηκτικές συναυλίες που έμειναν γνωστές για τη μεγάλη διάρκειά τους.

Θα έλεγε κανείς πως ο Μπρους Σπρίνγκστιν είχε φτάσει στην κορυφή, ένα κομβικό σημείο όμως δεν είχε μπει ακόμα στο κάδρο. Μπορεί τα «Born To Run» και «Darkness On The Edge Of Town» να γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, όμως φαίνεται να παρερμηνεύτηκαν, είτε ακούσια, είτε λόγω των χειρισμών της δισκογραφικής να τονίσει συγκεκριμένες ποιότητες, αποκρύπτοντας αυτές που θα οδηγούσαν σε μία διαφορετική πρόσληψη. Ο Σπρίνγκστιν πράγματι παρουσίαζε το αμερικάνικο όνειρο και τη ρητορική που συνόδευε την πίστη πως όλα είναι εφικτά με την ανάλογη προσπάθεια. Η εξιδανίκευση ήταν απαραίτητη για να βρεθεί το «όνειρο» απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα του τι συνεπάγεται αυτό το όνειρο και από ποιον μπορεί όντως να επιτευχθεί. Στο «Born to Run», ο Σπρίνγκστιν προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο μύθος του αμερικανικού ονείρου δημιουργεί μια ψεύτικη αίσθηση ελπίδας κι ότι στην πραγματικότητα ελάχιστοι άνθρωποι επιτυγχάνουν τον στόχο τους. Στίχοι όπως «It’s a town full of losers / I’m pulling out of here to win» και «And the world is busting at its seams/ And you’re just a prisoner of your dreams» υποδεικνύουν τις δύο όψεις του νομίσματος που μπορούν να γίνουν πλήρως αντιληπτές μόνο αν τις τοποθετήσουμε σε παρελθοντικό χρόνο και χώρο, στις ΗΠΑ της προόδου και της βαθιά εμπεδωμένης προτεσταντικής ηθικής πως «η δουλειά θα αποδώσει καρπούς».

Πατριωτισμός και αντι-αμερικανισμός

Η παρερμηνεία του έργου του Μπρους Σπρίνγκστιν είναι σύνηθες μοτίβο, με κεφαλαιώδες παράδειγμα το «Born in the USA» του 1984. Τα άλμπουμ «River» (1980) και «Nebraska» (1982) που μεσολάβησαν έδειχναν σημάδια ωριμότητας του καλλιτέχνη που σκάβει στην ιστορία και αποκτά μεγαλύτερη πολιτική συνείδηση. Αν το έργο του ως τότε είχε κάποια ψήγματα κοινωνικής κριτικής, το «Born in the USA» έβγαινε από την καρδιά της εργατικής τάξης και μιλούσε πλέον με όρους πολιτικούς και αντι-πολεμικούς, καθώς έθιγε τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την εργαλειοποίησή του, την έννοια της πατρίδας και της περηφάνιας, την ελλιπή περίθαλψη και τις ταξικές ανισότητες, μεταξύ άλλων. Σε ένα κλίμα ιλαροτραγικού στρουθοκαμηλισμού, χιλιάδες Αμερικανοί τραγουδούσαν ότι «αν δεν πέθαιναν σε έναν μάταιο πόλεμο στην καρδιά της Ασίας θα περιφερόταν σαν αδέσποτοι σε μία αφιλόξενη χώρα» και ταύτισαν το κομμάτι με δηλώσεις περηφάνειας και εθνικιστικά φαντασιακά, με αποκορύφωμα την προσπάθεια του Ρόναλντ Ρίγκαν να χρησιμοποιήσει το τραγούδι «Born in the USA» στην προεκλογική του εκστρατεία.

Η δράση του Σπρίνγκστιν δεν περιοριζόταν μόνο σε διακηρύξεις και καταγγελίες μέσα από τη μουσική του. Καθ’ όλη τη δεκαετία του ’80 ζητούσε την τοποθέτηση κουτιών υποστήριξης έξω από τους συναυλιακούς χώρους όπου εμφανιζόταν, έπαιζε σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις και έφερνε στην επιφάνεια προβλήματα των λιγότερο προνομιούχων μέσα από τη δημόσια θέση που κατείχε. Δεν είχε αναδειχθεί απλώς ως μια ισχυρή δύναμη στον κλάδο της μουσικής, αλλά ως μια φωνή που θα μπορούσε πραγματικά να δημιουργήσει αλλαγές. Όπως είναι φυσικό, το εκτόπισμά του δεν ήταν αρκετό για να συνεισφέρει στη βελτίωση ορισμένων συνθηκών, και απογοητεύτηκε βλέποντας τα βασικά του προτάγματα να αλλοιώνονται. Η δεκαετία του ’90 βρήκε το «αφεντικό» να καταπιάνεται μόνο με τη μουσική του, συνεχίζοντας να παρέχει στήριξη σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, και ειδικότερα σε ιδρύματα οικονομικής στήριξης βετεράνων. Η δεκαετία του 2000 όμως έμελλε να αλλάξει την στάση σιγής του Σπρίνγκστιν. Ο ίδιος, εξαγριωμένος από την πολιτική διαχείριση του Τζορτζ Μπους (του νεότερου), στήριξε ανοιχτά τον Δημοκρατικό υποψήφιο Τζον Κέρι, κι έκτοτε έγινε ενεργός υποστηρικτής του Δημοκρατικού κόμματος, που επισφραγίστηκε με τη φιλία του με τον Μπαράκ Ομπάμα. Αυτή η έκδηλη υποστήριξη έκανε πολλούς Ρεπουμπλικάνους και συντηρητικούς οπαδούς του να τον αποκηρύξουν, αποτέλεσε όμως και αφορμή για να επανιδωθούν τα τραγούδια του Σπρίνγκστιν υπό μία άλλη σκοπιά. Το «Lost In The Flood» του 1973 έθιγε πάλι το θέμα του παράλογου πολέμου του Βιετνάμ, το «Roulette» (1988) καταδίκαζε τον πυρηνικό τρόμο του Three Mile Island, το «Badlands» (1978) σκιαγραφούσε τη ζωή της εργατικής τάξης, το «American Skin (41 Shots)» απευθυνόταν στην αστυνομική βία και στο περιστατικό της δολοφονίας του μετανάστη Amadou Diallo από την αστυνομία της Νέας Υόρκης. Το «Born in the USA» απομυθοποιήθηκε και η κοινωνική χροιά της μουσικής του φάνηκε ότι υπήρχε από την αρχή της καριέρας του, τότε που όλοι «κώφευαν» και κρατούσαν επιλεκτικά την εικόνα του ιδεαλιστή βάρδου που μιλούσε για «ελευθερία», μία πολυσήμαντη έννοια στην αμερικανική κοινωνία.

Το κύριο ζήτημα αντιπαράθεσης μεταξύ Μπους και Σπρίνγκστιν ήταν ο πόλεμος στο Ιράκ, που όξυνε τα αντι-πολεμικά ένστικτα του μουσικού. Όπως σημείωνε στην αυτοβιογραφία του «Born to Run», ο Σπρίνγκστιν είχε κάνει τα πάντα για να αποφύγει την επιστράτευση του 1969, επικαλούμενος ψυχολογικά προβλήματα, σωματική ανεπάρκεια, ομοφυλοφιλία, όλα όσα έκαναν «τζιζ» στον πιο συντηρητικό θεσμό της Αμερικής του ’60. Τελικά απαλλάχθηκε επικαλούμενος ένα τροχαίο ατύχημα με μηχανή που του είχε προκαλέσει διάσειση και κρίθηκε ακατάλληλος για υπηρεσία. Μπροστά σε έναν νέο εκτεταμένο πόλεμο (από τους αρκετούς στους οποίους είχαν εμπλακεί οι ΗΠΑ), ο Σπρίνγκστιν ανέλαβε χρέη πολιτικού τροβαδούρου και μετά την επίσημη συστράτευσή του με τους Δημοκρατικούς τάχθηκε πιο ανοιχτά υπέρ κοινωνικών ζητημάτων που ταλάνιζαν κατά καιρούς την αμερικανική κοινωνία, όπως είναι η οπλοκατοχή, τα αβάσταχτα φοιτητικά δάνεια, τα αναπαραγωγικά δικαιώματα, ο ρατσισμός, η ταυτότητα φύλου και τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, μεταξύ άλλων. Το «The Rising» (2002) συσχετίστηκε με την ανθεκτικότητα της κοινωνίας μπροστά στην απειλή της τρομοκρατίας και με την ενδυνάμωση των Αμερικανών απέναντι στον φόβο, ενώ τα υπόλοιπα άλμπουμ κινήθηκαν σε ένα μέτριο επίπεδο, χτυπώντας πάντα τον ποιοτικό μέσο όρο.

Η εκπροσώπηση της εργατικής τάξης

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι αντιδράσεις για την ταυτότητα που φορέθηκε στον Σπρίνγκστιν δεν ήταν μονομερείς. Δεν ήταν μόνο το γεγονός του πλουτισμού, που αναπόφευκτα ήρθε μετά από τόσο μεγάλες επιτυχίες, όσο της ταμπέλας που φορέθηκε κυρίως ως προωθητικό κόλπο για να κάνει τον Σπρίνγκστιν «φωνή μιας γενιάς». Η αναζήτηση για την αυθεντικότητα στο έργο του έχει γεμίσει χιλιάδες σελίδες και μπλογκ, γεννώντας αρκετές φωνές που χαρακτηρίζουν τον Σπρίνγκστιν υποκριτή. Το γεγονός που συχνά παραβλέπεται έχει να κάνει με τον βασικό του ρόλο ως αφηγητή ιστοριών- είναι ένας σύγχρονος παραμυθάς που, πρωτίστως, χρησιμοποιεί ιστορίες για να μιλήσει κι όχι απαραίτητα κάποιες βιωμένες εμπειρίες. Η αυθεντικότητα έχει αξία για τους ακροατές που θέλουν να ακουστούν οι δικές τους σκέψεις, που θέλουν να δουν τις φωνές τους να εκπροσωπούνται στη δημόσια σφαίρα, και ίσως η βαθιά ανάγκη να ακουστούν οι ιστορίες τους σε ένα μεγαλύτερο κοινό που τις αγνοούσε να ανέβασε τον Σπρίνγκστιν στο ρόλο του εκπροσώπου μίας ολόκληρης τάξης. Αυτού του είδους η wild card στον γόη από το Τζέρσεϋ δεν είχε απλά στόχο να δημοσιοποιήσει την ύπαρξη μίας μεγάλης και αθέατης ομάδας που ζούσε σε παράλληλες διαδρομές με το ευρέως προβεβλημένο πρότυπο, αλλά βοηθούσε και τα μέλη της εργατικής τάξης να δουν τη ζωή τους ως μέρος της τέχνης, ως κάτι άξιο να διηγηθεί, και -κατά συνέπεια- να βιωθεί. Κι εκεί βρίσκεται το πραγματικό αποτύπωμα του έργου του Σπρίνγκστιν, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.

Πηγές: britanicca.com, popmatters.com, rollingstone.com, vulture.com, Bruce Springsteen: “Born to Run”, Philippe Margotin & Jean-Michel Guesdon “Bruce Springsteen: All the Songs: The Story Behind Every Track”, Tom McNichol (Nieman Foundation): “In a divided land, Bruce Springsteen and the runaway American dream”