Για όσους παρακολουθούν τη δουλειά της βιβλιοκριτικού Λίνας Πανταλέων η αίσθηση ότι η βιβλιοκριτική είναι μια καθαρά δημιουργική και παραγωγική πνευματική εργασία, μια αναδημιουργία άρρηκτα συνδεδεμένη, τόσο υφολογικά, δομικά και κυρίως γλωσσικά, με το κρινόμενο έργο, και ως εκ τούτου μια κοπιώδης εργασία, είναι η πρώτη και σημαντικότερη διαπίστωση. Η εμβάθυνση στη νοηματική υποδήλωση των στοχασμών του συγγραφέα και η γλωσσική αισθητική είναι σημεία στα οποία πάντα επικεντρώνει την προσοχή της και με αυτά ως γνώμονα κρίνει την ιστορία και την πλοκή ενός έργου.

Στην ανά χείρας δοκιμιακή μελέτη η Λίνα Πανταλέων καταθέτει την προσωπική της εκτίμηση και ταυτόχρονα δημιουργεί τη δική της αναγνωστική σύνθεση, έχοντας ως πρωτεϊκό υλικό τα δύο βιβλία της βραβευμένης και σημαντικής συγγραφέως Έρσης Σωτηροπούλου «Μπορείς» και το «Τι μένει από τη νύχτα».

Διατηρώντας τη λεπταίσθητη γλωσσική αγωγή που διακρίνει την ίδια και με την ευαισθησία ενός ανθρώπου, ο οποίος γνωρίζει καλά πώς να εμβαθύνει στα κείμενα, να καταβυθίζεται στους αθέατους βυθούς τους και να φέρνει στην επιφάνεια το ισχνότερο κρυμμένο νόημα, η Πανταλέων, καταγράφει τη συναισθηματική, πολιτισμική και διανοητική συνομιλία των δύο αυτών βιβλίων. Στέκεται με οξυδέρκεια στα εσώτερα διακυβεύματα της Σωτηροπούλου, παρακολουθεί την επίμοχθη συγγραφική της δεξιοτεχνία και προσδιορίζει τα αίτια των συγγραφικών της εφορμήσεων, τους λόγους εκείνους που προσδιόρισαν το δικό της σπουδαίο έργο.

Γράφει χαρακτηριστικά:

«Στο Μπορείς; σε αυτό το αλλόκοτο, αφάνταστα τολμηρό και απροκάλυπτα αυτοαναιρούμενο μυθιστόρημα, φτιαγμένο εκ ολοκλήρου από  email και μηνύματα στο  viber, ο συγγραφικός στόχος παραμένει σε εκκρεμότητα. Όχι μόνο αμφισβητείται εντόνως ο λόγος της επιδίωξης του, εξαιτίας κυρίως του βαθμούς δυσκολίας της, αλλά και τίθεται υπό αμφισβήτηση η ίδια η επίτευξή του. Με άλλα λόγια πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που αναρωτιέται αν μπορεί να γραφτεί ένα άλλο μυθιστόρημα, το Τι μένει από την νύχτα. Τα δύο βιβλία  δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικά και ταυτόχρονα τόσο συμπληρωματικά».

H Πανταλέων στέκεται με σεβασμό μπροστά στο συγγραφικό παιχνίδι της Σωτηροπούλου και αναδεικνύει την ύπαρξη του μίτου που ενώνει τα δύο αξιόλογα αυτά έργα, την ατέρμονη αλληλουχία των παραλλαγών, των εμμονών, των ισχυρών κινήτρων της αφήγησης. Σκάβοντας βαθιά βρίσκει τις εσωτερικές συνάφειες των κειμένων, διακρίνει τα βαθύτερα κίνητρα των ηρώων, τη σχέση τους με τη γραφή και το καθολικό της στοχασμό. ανακαλύπτει τους τρόπους που σχηματίζει η Έρση Σωτηροπούλου το αθέατο ιστό που συνθέτει το λεκτικό της μωσαϊκό, για να διακρίνει εντός τους τη συνειδησιακή και αισθητική ένταση των προβληματισμών της συγγραφέα με γνώμονα τις φραστικές και νοηματικές επιλογές της.

Πέρα όμως από το ίδιο το αντικείμενο, το οποίο ενδελεχώς επεξεργάζεται η Πανταλέων λόγω της αδιαμφισβήτητης αξίας του, αυτό που κάνει τη μελέτη αυτή ένα ευανάγνωστο και συγχρόνως αξιοδιάβαστο βιβλίο είναι ο τρόπος με τον οποίο η δοκιμιακή γραφή της Πανταλέων καταγράφει τον πυρήνα του έργου της Σωτηροπούλου, εισδύει στην ουσία του και ταυτόχρονα αναλύει όλα όσα διαμόρφωσαν την σκέψη της στη διάρκεια της συγγραφής των δύο αυτών έργων. Ακολουθεί τα δαιδαλώδη μονοπάτια των συλλογισμών της. Με μια συγκεκριμένη, αρχιτεκτονικά δομημένη, εξελικτική πορεία στην δική της σκέψη η Πανταλέων αναλύει κάθε σχέση των έργων της Σωτηροπούλου με την υπαρκτική αναγκαιότητα μιας φιλοσοφικής διάστασης στο μυθιστόρημα και μιας στοχαστικής εμβρίθειας.

Παραλληλίζει αποσπάσματα κοινού νοήματος και στα δύο βιβλία φανερώνοντας τον ψυχισμό της συγγραφέα κατά τη διάρκεια της γραφής τους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα:

Στην τελευταία φράση του Μπορείς η Έρση λέει στον Γιώργο: «Κλείνω τα βλέφαρα, σε περιμένω». Στην πρώτη φράση του Τι μένει από την νύχτα ο Καβάφης λέει: «Με τα μάτια κλειστά γύρισα προς τη μεριά σου στο κρεβάτι».

Η Πανταλέων όλα αυτά τα καταθέτει στο κείμενό της με τον χαρακτηριστικά διακριτό της τρόπο, με ευθυκρισία, γνώση και λεπτότητα. Κυρίως όμως με πολύ σεβασμό απέναντι στο κρινόμενο έργο και στην ίδια του τη συγγραφέα. Και έτσι αποδεικνύει, για μια ακόμη φορά, ότι ο κριτής αξίζει να κρίνει ένα έργο μόνο όταν ο ίδιος έχει προηγουμένως φροντίσει να αποκτήσει το ισχυρότερο γι’ αυτό τον σκοπό εφόδιό του: έχει ασκήσει στο έπακρο τη δική του κρίση.