Πριν καν αρχίσει η ανάγνωση του βιβλίου ο πρόλογος του Αλβάρο Μούτις μας έχει προϊδεάσει για το τι θα επακολουθήσει ως προς το θερμόμετρο της ποιότητας της αφήγησης γιατί τα υπόλοιπα μένουν να ανακαλυφθούν από τον ίδιο τον διψασμένο αναγνώστη. «Υπάρχει μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και νοσταλγίας, λύπης για ό,τι δεν διασώζεται και συμπόνιας για ό,τι δεν διορθώνεται σε αυτές τις σελίδες του Αρμάντο Ρομέρο (Armando Romero), που κάνει το μυθιστόρημά του ένα έργο διαρκείας και αναγκαίο στα γράμματα της Αμερικής μας. Ο αναγνώστης θα αντιληφθεί αυτή την ανάγκη αμέσως μόλις ξεκινήσει το διάβασμα του βιβλίου, που η ανάμνησή του θα τον συνοδεύει για πολύ περισσότερο καιρό απ’ όσο υποπτεύεται», γράφει τόσο αυθόρμητα ο σπουδαίος Λατινοαμερικανός συγγραφέας και η αλήθεια ρέει απροσπέλαστη.

Με μαχητική γραφή και πολιτικές εκφάνσεις το μυθιστόρημα λαμβάνει τις διαστάσεις που του αξίζουν

Ο κόσμος του Ρομέρο είναι η αντανάκλαση μιας πραγματικής πραγματικότητας και όχι φανταστικής ή φαντασιακής για να εξάψει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Στην Κολομβία του Γκάμπο, του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, καθώς και του Ρομέρο τα πράγματα έτσι είχαν και έτσι έχουν, αυτή είναι η πολιτική και κοινωνική κατάσταση. Για έναν συγγραφέα, όπως ο πρωταγωνιστής Ελίψιο – το άλλο μισό του ίδιου του Ρομέρο ενδεχομένως – η ζωή είναι γεμάτη αναμνήσεις και αγκάθια και έτσι παρουσιάζεται δίχως φτιασιδώματα ή εξωραϊσμούς για να γίνει πιο ελκυστικό το ανάγνωσμα. Ο συγγραφέας Ελίψιο περνά δια πυρός και σιδήρου, θυμάται, γράφει, διαβάζει και μάχεται μέσω αναγνώσεων αλλά τελικά καταλήγει στην φυλακή, κανείς δεν το κατανοεί απόλυτα, από όπου πασχίζει να φύγει. Οι οδυνηρές συνθήκες κράτησης, η θλίψη της κολομβιανής καθημερινότητας σε αυτά τα μέρη, τις τρύπες όπως θα έλεγε κάποιος άλλος, περιγράφονται με λεπτομέρεια από έναν αφηγητή σε εμπύρετη κατάσταση. Γιατί ο Ρομέρο βρίσκεται σε αφηγηματικό πυρετό μιλώντας για μια χώρα σε αποδρομή που αναζητά ταυτότητα και μέλλον.

Πριν όμως συμβούν όλα τα παραπάνω δραματικά, ο Ελίψιο περιδιαβαίνει στην παιδική ηλικία και αφηγείται τη ζωή στις φτωχογειτονιές της πόλης του Κάλι, εκεί όπου ο παλμός της ανέχειας χτυπά δυνατά αλλά εκεί όπου η αθωότητα είναι επίσης παρούσα. Στα παιχνίδια με τα άλλα παιδιά αλλά και στα μικρά βασανιστήρια που επιτρέπονται στην εξόντωση των μυρμηγκιών. Ο ήχος των όπλων δεν λείπει όμως και τα παιχνίδια στην ύπαιθρο και στον έξω χώρο καθίστανται επικίνδυνα, κάτι για εκτελέσεις και δολοφονίες ακούγονται και όλα είναι ρευστά, επικίνδυνα και άκρως αποτρεπτικά για παιδιά που απλά επιθυμούν να απολαύσουν το παιχνίδι τους ανέμελα και αμέριμνα. Η γραφή του Ρομέρο είναι τόσο διαχυτική που ο αναγνώστης πιάνεται από το λαιμό και οδηγείται κατευθείαν στα μέρη όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, ο παλμός είναι καταιγιστικός και η ροή του λόγου αποκαλυπτική των όσων εκτυλίσσονται ενώπιόν μας.

Από κάποιον σταθμό ακούγεται ήχος εκπομπής και νέα διαδίδονται στην πόλη, όλοι είναι υπ’ ατμόν και η κοινωνία βρίσκεται στα κάγκελα καθώς τίποτα δεν είναι σίγουρο για το αύριο και όλα βαίνουν σε πλήρη ανωμαλία. «Τον Άμπελ τον σκότωσαν σήμερα και αύριο θα τον φάνε τα μυρμήγκια. Σε λίγο θ’ αρχίσει στο ραδιόφωνο η εκπομπή Απογεύματα στη Βάγιε Κακουάνα. Στο Ράδιο Ειρηνικός. “Μια φωνή στην υπηρεσία του λαού και για τον λαό”. Η εκπομπή τρύπωνε σε όλο το σπίτι, στις πέτρες της απλωταριάς. “Ευγενική προσφορά από τα χάπια ζωής του γιατρού Ρος”. Ήταν πυρετός και κακουχία, ζέστη, θόρυβος. Η φωνή του εκφωνητή ήταν λαρυγγική, σπηλαιώδης, κολλώδης σαν να είχε πέσει σ’ έναν σωρό από μέλι, από σκατά θα έλεγε ο Ελίψιο τώρα, μισώντας ακόμα και την ανάμνησή της» θα γράψει ο Ρομέρο με ύφος εξαιρετικά δραματικό, διεισδυτικό και καθόλου καθησυχαστικό.

Μην λησμονηθεί ούτε στιγμή η κατάσταση στις χώρες της Λατινικής Αμερικής – Κολομβία συμπεριλαμβανομένης – ως προς τον εκδημοκρατισμό και την επικράτηση ενός ορθόδοξου και ορθολογικού κράτους δικαίου. Το χυδαίο της γραφής και οι υβριστικές πολλές φορές εκφράσεις του συγγραφέα είναι εσκεμμένες γιατί επιθυμεί να αναδείξει το αποτέλεσμα μιας καταστροφικής πολιτικής υποτιθέμενης δικαιοσύνης όπου όμως όλα είναι σαθρά και όπου επικρατεί η αναρχία και το χάος. Κανείς δεν προστατεύεται από πουθενά, οι φυλακισμένοι ζουν στα άκρα μιας μόνιμης ανασφάλειας και κάθε μέρα που περνάει είναι και μια νέα δοκιμασία ζωής. Οι συνθήκες διαβίωσης στην φυλακή είναι απάνθρωπες, η φυλάκιση αναίτια και δίχως εξηγήσεις, η αποφυλάκιση ένας γρίφος για δύσκολους λύτες και έτσι η απόδραση η μόνη διέξοδος.

Οι λατινοαμερικανικές κοινωνίες στην πλειονότητά τους βίωναν και βιώνουν ακόμα και σήμερα πολύ δύσκολες και πολλές φορές απαράδεκτες συνθήκες καθημερινότητας με τη διαφθορά, την πολιτική αυθαιρεσία και τις δολοφονίες να είναι μέρος μιας κανονικότητας που μόνο κανονικότητα δεν είναι. Ο Ρομέρο, με ορμητήριο την Ελλάδα ως τόπο συγγραφής όπως θα δούμε στο τέλος του μυθιστορήματος, ξεδιπλώνει όλο το σκεπτικό της στρατηγικής του σκέψης σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο συμβολισμούς και ενδεχομένως επηρεασμένο από βιβλία όπως ο Άρχοντας των μυγών του Γκόλντινγκ ή ακόμα και από τα μυθιστορήματα του Στάινμπεκ και του Φώκνερ, γιατί όχι και από εκείνα συγγραφέων όπως ο Μεξικανός Χοσέ Ρεβούελτας. Με μεστό λόγο και άμεσο εκκρίνει όλα εκείνα τα στοιχεία που καθιστούν αυτό το μυθιστόρημα, όπως και τα άλλα του, μια φωνή επαγρύπνησης εστιάζοντας ένα φως στο επίκεντρο των γεγονότων που μαστίζουν το χθες, το τώρα και πολύ πιθανόν το αύριο.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Μια μέρα στους σταυρούς»

«Ο Ελίψιο θυμόταν πάντα με πλατύ χαμόγελο την πρώτη επίθεση κατά του κατεστημένου στην οποία συμμετείχε»

«Ξάπλωσε, ποιητή, μη σε φάει το φεγγάρι. Αυτό το φως είναι κακό. Τρελαίνει τους ανθρώπους»

Διαβάστε επίσης: 

Αρμάντο Ρομέρο – Μια μέρα στους σταυρούς: Ένα βιβλίο για μια αποσιωπημένη περίοδο εμφυλίου πολέμου στη Κολομβία