Η γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου είναι μία γιορτή για την οποία θα βρει κανείς εύκολα φανατικούς υποστηρικτές και εξίσου εύκολα εμμονικούς διώκτες αυτής της «καπιταλιστικής πανήγυρης», όπως συνηθίζουν κάποιοι να λένε. Ωστόσο, αν απομακρυνθεί κάποιος από τις επικρατούσες τάσεις θα μπορούσε να δει την γιορτή αυτή ως αφορμή για σκέψη ή αναστοχασμό επάνω στον ίδιο τον έρωτα.

Εξάλλου, ο Wittgenstein υποστήριζε ότι τα όρια του μυαλού μας είναι τα όρια που βάζει η γλώσσα που χρησιμοποιούμε. Πως γίνεται, λοιπόν, αντιληπτή σαν λέξη , η λέξη έρωτας; Έχει τον ίδιο αντίκτυπο σε όλους ανεξαιρέτως; Είναι μονοσήμαντη; Έχει για όλους κοινό παρονομαστή; Διαρκεί στον χρόνο; Και οι απορίες πληθαίνουν όσο ζούμε.

Μιλώντας για τον έρωτα τα ερωτηματικά είναι πολλά και οι απαντήσεις είναι συνήθως λιγότερο συγκεκριμένες, αφού ο έρωτας από την φύση του είναι χαοτικός. «Αγαπώ σημαίνει χάνομαι» λέει ο Νίκος Καζαντζάκης. Σε μία προσπάθεια εντοπισμού της ουσίας του έρωτα-όσο μάταιο κι αν ακούγεται αυτό- παρουσιάζει ενδιαφέρον να δει κανείς τις σκέψεις λογοτεχνών και φιλοσόφων για τον φτερωτό θεό, όπως αυτός εκφράζεται μέσα στα έργα τους.

 Άκης Δήμου – «….και Ιουλιέτα.»

Το έργο αυτό ανήκει σε έναν από τους πιο αναγνωρισμένους σύγχρονους Έλληνες δραματουργούς. Έχει ρίζες στο σαιξπηρικό δράμα «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» που διαχρονικά αποτέλεσε συνώνυμο του έρωτα και ωδή στην αγάπη χωρίς όρια. Το έργο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» προσαρμόστηκε και εντοπίζεται στο σήμερα ως «…και Ιουλιέτα». Ο Ρωμαίος πέθανε ή εν πάση περιπτώσει δεν είναι πια εκεί. Ο τίτλος ίσως προϊδεάζει αρνητικά. Προοικονομεί με ένα τρόπο την ημερομηνία λήξης των μεγάλων ερώτων. Η Ιουλιέτα μονολογεί και αναπολεί μόνη μέσα σε μια παλιά πολυκατοικία. Παραμιλώντας, προσπαθεί να ζωντανέψει με τα λόγια της τον Ρωμαίο που κάποτε προσωποποιούσε για αυτήν τον απόλυτο έρωτα. Ο μονόλογος προλογίζεται με την εξής φράση: «Κι αν ο έρωτας είναι ο έρωτας που χάθηκε που θα βρούμε τον έρωτα;»

Η Ιουλιέτα του Δήμου αναρωτιέται μέσα στην παραζάλη του μονολόγου της: «Τι ερωτευόμαστε άραγε στους άλλους ανθρώπους;». Μετά τον καταρράκτη των σκέψεων της θα καταλήξει : «Ματαιοπονείτε. Ποτέ σας δεν θα βρείτε μιαν απάντηση. Όποιος προσπάθησε να εξηγήσει τον έρωτα μάλλον δεν υπήρξε ποτέ ερωτευμένος» . Ιδωμένη διαφορετικά η παραπάνω διαπίστωση απαντάει με έναν τρόπο στο αίνιγμα του έρωτα. Μας διδάσκει ότι η απάντηση βρίσκεται στην ερώτηση, στην αμφιβολία και στον αγώνα για να βρεις το τι τελικά σημαίνει έρωτας.
Υπάρχει, παρόλα αυτά, μέσα στην σύγχυση της μια πιο ξεκάθαρη προσέγγιση. Για την Ιουλιέτα του Άκη Δήμου ερωτεύομαι θα πει πηγαίνω, διασχίζω, διασχίζομαι και ξεμακραίνω.

Tennessee Williams – «Γυάλινος Κόσμος»

Το βιβλίο αυτό που καθιέρωσε τον Tennessee Williams στην θεατρική γραφή έχει πολλές προεκτάσεις και ενδεχομένως το κεντρικό ζήτημα που πραγματεύεται δεν είναι ο ίδιος ο έρωτας. Παρόλα αυτά, το σχεδόν αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο του Tennessee περικλείει σε μία πολύ όμορφη αλληγορία μία αρκετά πραγματιστική εκδοχή του έρωτα. Αυτή, της παραχώρησης εξουσίας. Tο να προδίδεις, δηλαδή, την αχίλλειο πτέρνα σου στον «Άλλον», ρισκάροντας τον τρόπο που θα την μεταχειριστεί. Χωρίς φόβο…

Η σκηνή του χορού της γεμάτης ανασφάλειες Λώρας με τον γοητευτικό και εξωστρεφή Τζιμ, είναι η τέλεια οπτικοποίηση αυτής της εκδοχής. Η Λώρα είναι φοβισμένη αλλά δέχεται την πρόταση του Τζιμ για χορό- αν και δεν ξέρει να χορεύει. Σε μία άγαρμπη κίνηση, πέφτει κάτω και σπάει ο γυάλινος μονόκερος- μοναδικός ανάμεσα στην εύθραυστη και πολύτιμη συλλογή γυάλινων αντικειμένων της Λώρας. Αλλά η Λώρα δεν ανησυχεί, γιατί τώρα ο μονόκερος θα μοιάζει απλά με τα άλλα άλογα και δεν θα νιώθει παράταιρος.

Η φοβισμένη Λώρα αντιλαμβάνεται-κατά την γνώμη της γράφουσας- με τεράστια γενναιότητα το νόημα του έρωτα. Τολμάει να εμπιστευθεί την γυάλινη συλλογή της στον Τζιμ, ακόμα και αν ξέρει ότι υπάρχει για αυτή κίνδυνος να σπάσει ή και να μεταμορφωθεί…Για την Λώρα, ο (ανεκπλήρωτος) έρωτας είναι μεταμόρφωση, εμπιστοσύνη και δύναμη να παραδίδεις τα εύθραυστα κομμάτια σου στον «Άλλον».

Πλάτωνας – «Συμπόσιο»

Από τον διάλογο περί έρωτος δεν θα μπορούσε να λείπει έστω μία αναφορά στον πιο ολοκληρωμένο διάλογο γύρω από αυτό το θέμα. Στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, η αφρόκρεμα της Αθηναϊκής κοινωνίας εκθέτει γνώμες και σκέψεις σχετικές με τον έρωτα. Η πιο χαρακτηριστική ανάλυση βρίσκει τον Αριστοφάνη να περιγράφει αλληγορικά, ερμαφρόδιτα πλάσματα με τέσσερα χέρια και πόδια που οι θεοί χώρισαν από φόβο στην μέση. Οι άνθρωποι από τότε αναζητούν το έτερον τους ήμισυ με σκοπό να ολοκληρωθούν.

Ωστόσο, επιλέχθηκε να παρουσιαστεί εδώ η άποψη της Διοτίμας, μιας γυναίκας που λαμβάνει μέρος στον ανδροκρατούμενο διάλογο μέσα από την αφήγηση του Σωκράτη. Μάλιστα, ο Σωκράτης δηλώνει μπροστά της αδαής και της ζητά να τον διδάξει τα ερωτικά ζητήματα. Η Διοτίμα, εκμαιεύοντας την απάντηση στον έρωτα από τον Σωκράτη κάνει αναφορά στις έντονες αντιφάσεις. Πιστεύει ότι ο έρωτας χαρακτηρίζεται από αυτές. Ισορροπεί ανάμεσα στο ωραίο και το άσχημο, το θνητό και το αθάνατο, την ερώτηση και την απάντηση. Αυτό συμβαίνει γιατί ο έρωτας – γιος του Πόρου και της Πενίας- μπορεί από την μία να σε βυθίσει στους βαθύτερους φόβους σου και από την άλλη να σε απελευθερώσει απόλυτα από κάθε πρόβλημα.

Η Διοτίμα δια στόματος Σωκράτη, καταλήγει στο ότι ο έρωτας όταν βιώνεται στην απόλυτη διάσταση του είναι βαθιά πνευματικός και μπορεί να σε οδηγήσει στην θέαση του ωραίου, μεταμορφώνοντας κάθε πτυχή της ζωής σου.

Νίκος Καζαντζάκης – «Όφις και κρίνο»

Ο έρωτας σε αυτό το έργο του Νίκου Καζαντζάκη παρουσιάζεται ακριβώς όπως προδίδει ο τίτλος. Ανάμεσα στην αμαρτία και την απόλυτη αθωότητα, ανάμεσα στο πάθος για την ζωή και την επιθυμία για τον θάνατο. Έχει την μορφή ημερολογίου ενός νεαρού ζωγράφου. Ενός «λάτρη της ηδονής και του ωραίου». Σε έναν παροξυσμό έρωτα και πάθους ο ζωγράφος καλεί το αντικείμενο (ή υποκείμενο) του πόθου του σε ένα κατάμεστο με λουλούδια δωμάτιο, για να περάσουν μαζί την νύχτα. Το επόμενο πρωί, την δολοφονεί.

Για τον νεαρό ζωγράφο ο έρωτας είναι κάτι σαν ασθένεια που κυριαρχεί όλο σου το κορμί. «Κάποιος πόνος ξύπνησε μέσα μου. Είμαι άρρωστος. Τα χέρια μου καίνε. Μου φαίνεται πως αν ξεσκίσω λίγο την σάρκα μου και δω λίγο αίμα θα ησυχάσω». Ο έρωτας και ο θάνατος παρουσιάζονται σαν δύο συγκοινωνούντα δοχεία που το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Ο έρωτας είναι απόλυτος και μόνο ως απόλυτος μπορεί να βιωθεί. Άλλωστε, και στην μυθολογία η θέση του θεού Έρωτα ανάμεσα στους άλλους θεούς είναι εξίσου αδιευκρίνιστη με την θέση του Χάροντα.

Και ο ζωγράφος λέει: «Ω αγαπημένη μου, δεν θα πεθάνω πριν σε απολαύσω Όλη»

Αντί κατακλείδας και ως συνέχεια αυτού του εναλλακτικού «Συμποσίου» αξίζει να αναφερθεί και η πλευρά της ψυχανάλυσης. Ο Erich Fromm στο βιβλίο του «Η τέχνη της αγάπης» παρουσιάζει τον έρωτα, σαν τον αγώνα για την κατάκτηση του ανοίκειου. Αυτό είναι που ερωτευόμαστε, την άγνωστη μυστηριώδη πλευρά του άλλου προσώπου που μας καλεί να την εξερευνήσουμε. Χαρακτηρίζει, μάλιστα, την ερωτική αγάπη ως τον πιο απατηλό τύπο αγάπης που υπάρχει.

Μπορεί να φαντάζουν απαισιόδοξες οι παραπάνω γραμμές, αλλά με μία δεύτερη ανάγνωση μπορεί κάποιος να διακρίνει τον ρομαντισμό. Αν ο έρωτας εξαρτάται από την αίσθηση του μη οικείου, τότε αυτός τελειώνει με την απόκτηση της οικειότητας. Όμως, τι είναι πραγματικά οικείο; Κάτι που (νομίζεις ότι) γνωρίζεις καλά. Ωστόσο, αν οι άνθρωποι είχαμε συνείδηση της απεραντοσύνης μας, δεν θα εξαντλούσαμε τις γνωριμίες και τον έρωτα στην επιφανειακή οικειότητα. Κάθε μέρα θα ήταν μια ανακάλυψη…

Όπως γράφει ο Fromm: «Το άτομο που αγαπάμε το γνωρίζουμε τόσο καλά όσο τον εαυτό μας. Ή μάλλον, τόσο λίγο όσο τον εαυτό μας.»