Η Βίβιαν Στεργίου είναι πάνω-κάτω στην ηλικία μου. Αυτό από μόνο του θα ήταν ένας αρκετά καλός λόγος να θέλω να την ανακαλύψω, αφού στην Ελλάδα δύσκολα συναντά κανείς συγγραφείς αυτής της γενιάς, γύρω στα 30, που να να μιλάνε εκ των έσω –όχι διδακτικά, επικριτικά ή ως εξωτερικοί παρατηρητές– για το δικό μας παρόν, τον δικό μας χώρο και χρόνο όπως εμείς τον βιώνουμε και τον αντιλαμβανόμαστε.

Tην παρακολουθούσα και την εκτιμούσα όμως έτσι κι αλλιώς για τον τρόπο που σκέφτεται και γράφει, οπότε έπιασα στα χέρια μου με μεγάλη χαρά το νέο της βιβλίο, μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Δέρμα». Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, με πέντε χρόνια διαφορά από την πρώτη της συλλογή, «Μπλε υγρό». Και με άγγιξε όσο είχε καιρό να με αγγίξει άλλο βιβλίο, ακριβώς γιατί μίλησε μέσα μου από τις πρώτα κιόλας σελίδες. Οι ιστορίες των πρωταγωνιστ(ρι)ών είναι ιστορίες δικές μου και των φίλων μου, ιστορίες που ζούμε τόσα χρόνια στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που μας διαμορφώνουν, μας αλλάζουν, μας τσαλακώνουν, μας κάνουν να γνωρίζουμε νέους κόσμους, να μας βρίσκουμε και να μας χάνουμε, ξανά και ξανά. Ταυτίστηκα με τους χαρακτήρες, τις σκέψεις και τις ζωές τους πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και αυτό δείχνει πόση ανάγκη είχαμε τη φωνή της Βίβιαν Στεργίου, να μας δείξει ότι δεν είμαστε μόνες και μόνοι μας, ότι μας προβληματίζουν τα ίδια πράγματα – που για εμάς είναι σημαντικά και άρα πρέπει με κάποιο τρόπο να βρίσκουν τον δρόμο τους και στη λογοτεχνία.

Δε γίνεται για παράδειγμα να έχεις μείνει σε βορειοευρωπαϊκή πόλη και να μην ταυτίζεσαι με τη σκληρή πραγματικότητα της συγκατοίκησης σε δωμάτια-κλουβιά, ενώ μετράς τα χρήματα για το ενοίκιο και τις μέρες που δεν έχεις δει τον ήλιο. Ούτε να έχεις σπουδάσει ανθρωπιστικές επιστήμες σε έναν κόσμο όπου το μόνο που σου δίνει αξία είναι τα marketable skills σου (όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται και ένα από τα διηγήματα) και να αγωνίζεσαι να μεταφράσεις όσα με κόπο έμαθες σε πιασάρικες για την αγορά δεξιότητες προκειμένου να βρεις δουλειά, ενώ παράλληλα νιώθεις συνεχή αβεβαιότητα για τις επιλογές σου.

Αυτό το in-between, που θα μπορούσε να λέει και κάποιος από τους ήρωες της Στεργίου, τα ερωτήματα ‘Πού είμαι; Εδώ ή εκεί;’, ‘Τι κάνω;’, ‘Πώς θέλω να είμαι;’, ‘Τι είναι ευτυχία;’ διατρέχουν τις ιστορίες της και αποτελούν συνδετικό κρίκο τους. Όπως και η συνεχής διερώτηση για το αν παίρνουμε τις σωστές αποφάσεις, η αμφισβήτηση των επιλογών μας όταν όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί αλλά κανένας ευκολοδιάβατος.

«Σκέφτομαι ότι πράγματι μπορεί να λειτουργήσει καλύτερα, αλλά άμα φύγει θα νιώσω περίεργα, θα μπερδευτώ, θα βρεθώ σε σύγχυση και θα πρέπει κι εγώ να πάρω αποφάσεις, αλλά δεν έχω καμία όρεξη να μπω στη διαδικασία να σκεφτώ πάλι πού διάολο πρέπει να ζω, ποια πρέπει να είμαι, πώς να νιώθω, πώς να ξυπνάω το πρωί και πώς να λειτουργώ μέσα στη γαμημένη μέρα» (Marketable skills)

Στο επίκεντρο των ιστοριών είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις: ο τρόπος που αλλάζουν την εποχή του διαδικτύου, η δυσκολία τού να τις κρατήσεις ζωντανές μέσω μιας οθόνης, ενώ ο ένας είναι εδώ και ο άλλος εκεί, οι στιγμές των δικών σου ανθρώπων που χάνεις, έρωτες σε πόλεις που δε θέλεις να μείνεις, έρωτες μέσω social media, η αίσθηση ότι συχνά αλλού θες να είσαι και αλλού είσαι.

«Λογικά θα ζει κι αυτός αυτό το μπέρδεμα από γεγονότα που σε χτυπάνε κατακέφαλα χωρίς να βγάζουν απολύτως κανένα νόημα, πέρα άπ’ το ότι απλώς σε οδηγούν στο μέλλον σου εντελώς ξαφνικά. Όταν είχα πρωτοέρθει εδώ ήμουν τόσο μπερδεμένος, τόσο χάλια μέσα μου. Δεν το διανοείσαι. Έμενα σε μια τρώγλη. Έτρωγα κάθε βράδυ με κάτι αποτυχημένους διδακτορικούς φοιτητές της φιλολογίας. Σπαταλούσα το χρόνο μου σε μηνύματα με τύπισσες από Ελλάδα. Ήμουν τόσο μόνος. Χριστέ μου, δε φαντάζεσαι πόσο μόνος ήμουν». (Ο Μέγας Αλέξανδρος στο Πήλιο)

Οι ιστορίες είναι και μία υπενθύμιση πως δεν υπάρχει παράδεισος: για όσους θεωρούν τυχερούς εκείνους που είναι στο εξωτερικό, νομίζοντας πως όλα τους έρχονται εύκολα, ή μακαρίζουν με την ίδια ευκολία αυτούς που μένουν Ελλάδα. Αλλά ταυτόχρονα και μία υπενθύμιση πως μέσα στην τρομερή ελευθερία που δίνουν οι επιλογές, υπάρχει και άφθονη σύγχυση, μοναξιά και αγωνία.

Γενικότερα, είναι σημαντικό που η συγγραφέας κατανοεί τους ήρωές της – ακόμα και τους πλέον αντιπαθητικούς. Είναι σημαντικό, γιατί δεν κάνει απλουστευμένες και εύκολες κατηγοριοποιήσεις, αλλά τους εντάσσει στην κοινωνία που τους διαμόρφωσε και τους διαμορφώνει, φωτίζοντας το τι ‘κουβαλάει’ η καθεμία και ο καθένας τους και ασκώντας έτσι παράλληλα σημαντική και επίκαιρη κοινωνική κριτική. Την ίδια στάση κρατάει και απέναντι στο προνόμιο: ναι, η κοινωνία μας είναι γεμάτη προνομιούχους, που όμως κι αυτοί κάποιο δικό τους φορτίο φέρουν.

Στα διηγήματα υπάρχει ακόμα ο σεξισμός, η πατριαρχία, η πολιτική ορθότητα και η υποκρισία που συχνά αυτή κρύβει, το body shaming, η έλλειψη συμπερίληψης. Τα θέματα που θίγει η Στεργίου είναι πολλά και όλα επίκαιρα και επείγοντα· θέματα που είναι η ίδια η ζωή μας. Θα ήταν αδύνατον να αναφερθούμε εδώ σε όλα όσα μπορεί κανείς να εντοπίσει στα διηγήματά της, αλλά όλα διακρίνονται από ειλικρίνεια και αμεσότητα, ακόμα και εκείνα στα οποία υπάρχει η υπερβολή. Οι ιστορίες είναι κυρίως ρεαλιστικές, στιγμές από την καθημερινότητά μας που σπάνια βρίσκουν το δρόμο τους στη λογοτεχνία. Ο λόγος δεν έχει τίποτα το ποιητικό – με κάποιες εξαιρέσεις. Το αντίθετο, βρίθει λέξεων της αργκό και διαλόγων παρμένων από το μπαρ ή την καφετέρια της γειτονιάς.

Προσωπικά, όμως, βρήκα την ποιητικότητα στην αλήθεια της καθημερινότητας, των απλών στιγμών και των πιο μύχιων σκέψεων των ηρώων που με τόση ειλικρίνεια αλλά και χιούμορ δίνονται από τη συγγραφέα. Στις ιστορίες αυτές δεν υπάρχει τίποτα κατασκευασμένο: φανταστικά λογοτεχνικά σύμπαντα, ιδανικοί έρωτες, τρελά πάθη, ανατροπές, μεγάλες ιδέες και ηθικά διδάγματα. Υπάρχει όμως άφθονη αλήθεια, και αυτήν την τελευταία την έχουμε ανάγκη όσο ποτέ σε έναν κόσμο γεμάτο περιτύλιγμα και ματαιοδοξία, όπου όλοι φαίνονται ευτυχισμένοι, επιτυχημένοι και κούκλοι στην τοποθεσία social media.

Πάντα άλλωστε θα έχουμε το δέρμα, να μας θυμίζει –όταν χανόμαστε– αυτή την υπέροχη μέσα στην περιπλοκότητά της ζωή, που μας περιβάλλει, μας αγγίζει και μας καλεί να τη ζήσουμε και να την αισθανθούμε έξω από την οθόνη – όσο ευάλωτες ή ευάλωτους κι αν μας κάνει. Εξάλλου, αυτή η ευαλωτότητα, που την αισθανόμαστε πρωτίστως σωματικά μέσω του δέρματος, είναι που μας συνδέει, όπως θα μας υπενθύμιζε και η Τζούντιθ Μπάτλερ, με όσα και όσους μας περιβάλλουν· και αυτό η Στεργίου φαίνεται να το ξέρει (και να το γράφει) καλά.

«Η σάρκα λοιπόν, αυτό που άλλοι λένε σαρκίο κι άλλοι πέτσα, αυτό το όργανο τέλος πάντων, χώνεται ανάμεσα στις εμπειρίες, τρυπώνει εκεί που πας να πιάσεις κάτι, παρεμβάλλεται όταν σε φυσάει ο αέρας, ερεθίζεται όταν βγαίνεις στον ήλιο και, στα καλά του καθουμένου, καίει από σκέψεις που δεν έχουν καμία σχέση με το άγγιγμα, αλλά παραπέμπουν σε φάγωμα και σε δαγκώματα.[…] Το δέρμα δεν γίνεται ν’ αγγίξει χωρίς να το αγγίξουν. Όποτε αγγίζει, αγγίζεται’ κι όποτε παίρνεις ανάσα, κάθε μικρό δευτερόλεπτο, κάπου στο δέρμα σου υπάρχει ένα σημείο που αγγίζει κάποιο άλλο· ακόμα κι όταν είσαι ολόγυμνος μέσα στο νερό, ακόμα κι όταν κοιμάσαι χωρίς ρούχα καλοκαίρι, σ’ ένα δωμάτιο άδειο από έπιπλα και χωρίς τίποτε δικό σου (αυτό γράφει ο Ελύτης κάπου ή εγώ μπερδεύομαι)».

Διαβάστε επίσης:

Δέρμα: Ένα βιβλίο της Βίβιαν Στεργίου με διηγήματα για τους καθημερινούς ανθρώπους