Το πιο συναρπαστικό κυνήγι σε μια κοινωνία είναι αυτό του αποδιοπομπαίου τράγου, και δεν έχει σκοπό να μειώσει το θύμα, αλλά να τού θυμίσει πως πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να θεωρείται  μειωμένο. Για να τού καταστήσει σαφές πως όπως στους αυτοκινητοδρόμους δεν υπάρχει χώρος για κάρα και περιπλανώμενους πεζούς, έτσι και το σύνολο δεν έχει θέση, χρόνο και διάθεση γι’ αυτούς που δεν τού μοιάζουν. Την ίδια στιγμή, τού μαθαίνει πως τα όρια των τυράννων καθορίζονται αυστηρά από την ανοχή εκείνων που καταπιέζουν, πως αν δε μπορέσεις να πείσεις τους άλλους, αρκεί μονάχα να τους μπερδέψεις, και πως τελικά η εξουσία είναι το υπέρτατο αφροδισιακό. Τι είναι προτιμότερο λοιπόν; Να υπομένεις κάθε αδικία μέχρι να είσαι ικανός να την διαπράξεις ο ίδιος ή να μάχεσαι υπέρ ελευθερίας σ’ έναν κόσμο που δεν την ανέχεται; Όπως και αν έχουν τα πράγματα, θυμήσου να μην είσαι πρόβατο. Οι άνθρωποι, ως φαίνεται, τα μισούν. Αλλιώς, ποιός ο λόγος να τα τρώνε;

Ο Γιόζεφ Κ. πάντως, είναι κάποιος που δεν έχει φταίξει πουθενά και μία ωραία πρωία τον συλλαμβάνουν. Ο τραπεζοϋπάλληλος και πρωταγωνιστής της περίφημης Δίκης του Φραντς Κάφκα, διάγει βίο πληκτικό και καθ’ όλα συνηθισμένο. Δεν είναι ικανός για κανενός είδους έγκλημα, εκτός και αν η ανάγκη τού να παραμένει κανείς ανεξάρτητος από κατασκευασμένες αλήθειες και πλάνες, θεωρείται πλημμέλημα. Με συνοπτικές διαδικασίες θα οδηγηθεί ενώπιον του ανακριτή, και θα επιχειρήσει να εξηγήσει επί ματαίω πως είναι αθώος. Πως όλα είναι μια παρεξήγηση. Πως σίγουρα τον μπερδεύουν με άλλον, πως τίποτα στον κόσμο δεν θα τον ωθούσε στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων. Παρόλο που θα ανακτήσει πρόσκαιρα το δικαίωμα της ελευθερίας του, η ζωή του μοιάζει να κατακρημνίζεται σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Και δη, χαμένης παρτίδας. Όλοι τον θεωρούν ένοχο, και ο ίδιος αρχίζει να μπαίνει σε ένα πολύ βρώμικο κόλπο. Σ’ αυτό της συνειδητοποίησης του ότι οι ανάγκες της κοινωνίας προσδιορίζουν την χαμηλής στάθμης ηθική της, ότι οι κονσερβοποιημένες γνώμες έχουν μεγαλύτερη δύναμη ακόμα κι από τα πιο μυώδη χέρια, και ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από το να είσαι τυφλός, και αυτό είναι να βλέπεις κάτι που δεν υφίσταται. Μόνο και μόνο επειδή σε συμφέρει.

Όταν ο Γιόζεφ Κ. θα απευθυνθεί απελπισμένος σε συνήγορο, αντί το παιχνίδι να γυρίσει προς το μέρος του, η ποινή για το έγκλημα που τού χρεώνουν, θα αρχίσει να τού κλείνει απειλητικά το μάτι και να σωματοποιείται σταδιακά στον χειρότερο εφιάλτη του. Δεν υπάρχει γυρισμός και σωτηρία. Καθώς ο λεπτοδείκτης του ρολογιού της δικαιοσύνης αφηνιάζει, ο αναγνώστης του διαχρονικού Τσεχοεβραίου, είναι ταυτόχρονα ακροατής και εφέτης σε ένα αδιάλλακτο δικαστήριο, όπου δεν είναι μόνο αυτό που λες που θα μετρήσει, αλλά και ο τρόπος που θα το πεις, μια και η επιτυχία κάθε επιχειρήματος εξαρτάται απόλυτα από τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται. Μέχρι να ξημερώσει η στερνή μέρα για τον δύστυχο Γιόζεφ Κ. και να τού πάρουν το κεφάλι για πλάκα, όλα μάς θυμίζουν τα λόγια του Καμύ: «Όλη η τέχνη στον Κάφκα έγκειται στο ότι σε υποχρεώνει να τον ξαναδιαβάσεις», κι αυτό είναι σωστό γιατί κάθε ήρωάς του αποτελεί μια δική του προβολή, και κάθε κίνηση πάνω στη συγγραφική σκακιέρα ιδιαίτερα της Δίκης (1925), έχει σαν στόχο να δείξει ότι η σειρά των πραγμάτων έχει ως εξής: για να είσαι πειστικός πρέπει να είσαι πιστευτός. Για να είσαι πιστευτός, πρέπει να είσαι αξιόπιστος. Και για να είσαι αξιόπιστος, πρέπει πάνω από όλα να είσαι αληθινός. Κι όλα αυτά σε έναν τρελό κόσμο όπου οι τρελοί είναι οι λογικοί, όπου οι φίλοι έρχονται και παρέρχονται σε αντίθεση με τους εχθρούς που συσσωρεύονται, και το πάθος των καλών «σαμαρειτών» σίγουρα δεν είναι να μας σώσουν, αλλά να μας εξουσιάσουν.

Ο Κάφκα που δεν είχε ποτέ σκεφτεί να δημοσιεύσει κανένα από τα έργα του, και είχε ζητήσει από τους φίλους του να τα κάψουν μετά το θάνατό του, παραδίδει ένα σπουδαίο μάθημα Δικαίου. Με γραφή που θυμίζει κατευθυνόμενο όνειρο, αποδεικνύει πως ζωή χωρίς ελευθερία είναι σαν σώμα χωρίς ψυχή κι αν ξέχασαν κάτι στη Δακήρυξη των Δικαιωμάτων αυτά δεν είναι παρά η αντίρρηση και η φυγή.