Η αγαπημένη του ελληνικού αναγνωστικού κοινού Μάρω Βαμβουνάκη παραδίδει μια νουβέλα μέσα στην οποία εγκιβωτίζονται κείμενα γραμμένα από την αινιγματική Βιέρα Ούλκμαν, μια μυστηριώδη γυναίκα που έζησε και αγάπησε σε κάποια πόλη της Σοβιετικής Ένωσης. Τα κείμενα αυτά, που βρέθηκαν σε ένα σκόπιμα “ξεχασμένο” τετράδιο, μπορούν να αναγνωστούν ως γράμματα, ποιήματα ή ημερολογιακές εγγραφές μιας γυναίκας στη δίνη ενός έρωτα καταδικασμένου. Η αφηγήτρια της νουβέλας είναι μια συγγραφέας στην οποία παραδίδονται τα γραπτά της Βιέρα Ούλκμαν ώστε να τα αποδώσει στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας όσο γίνεται ατόφιο το νόημά τους. Έτσι, θα δοθεί η ευκαιρία στη Βιέρα Ούλκμαν να βγει από την αφάνεια και να πει την ιστορία της.


– Η κεντρική ιστορία του τελευταίου σας βιβλίου Τα γράμματα της Βιέρα Ούλκμαν εκτυλίσσεται την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, ενώ το εξώφυλλο απεικονίζει σκηνή από το αριστούργημα του σοβιετικού κινηματογράφου Όταν περνούν οι γερανοί (1957). Ποια ήταν η αφορμή για να ασχοληθείτε με αυτή την ιστορική περίοδο;

Μόνη αφορμή είναι η παράδοξη σχέση μου με τη Ρωσία και τα ρωσικά πράγματα από παιδί. Λες και ζούσα στην Ελλάδα μετά από μια θολή αλλά απτή ζωή μου εκεί, στις μεγαλουπόλεις της, στις στέπες. Μια νοσταλγία λογικά ακατανόητη, όχι ίσως τυχαία.

Και ξάφνου, ασυνείδητα, όπως συμβαίνει με τα μυθιστορήματα, ένα πρόσωπο ανατέλλει, σε ψάχνει και σου ζητά να γράψεις γι’ αυτό. Έτσι και η ανύπαρκτη Βιέρα Ούλκμαν εμφανίσθηκε ως υπαρκτή στην ψυχή και μέσα στο κεφάλι μου και πίεζε επίμονα και γλυκά να πω την ιστορία της. Εκείνη κανόνισε την πόλη της, το Λένινγκραντ, διάλεξε τη σοβιετική εποχή της.

– Η αφηγήτρια του βιβλίου σας, γνωστή και δημοφιλής συγγραφέας, δοκιμάζει ποικίλα συναισθήματα μέχρι να αποφασίσει να συναντηθεί με την αναγνώστρια που θα τη βάλει στον κόσμο της Βιέρα Ούλκμαν. Πώς είναι η δική σας επαφή με τους αναγνώστες σας, ειδικά τώρα, στην εποχή του διαδικτύου;

Πάντα πλαθόταν μια ζεστή οικειότητα με τους αναγνώστες, ίσως γιατί τα θέματά μου τους είναι οικεία. Τώρα βέβαια, στον καιρό του φέισμπουκ, η θέρμη και η επικοινωνία μας περίσσεψε, αισθάνομαι με αρκετούς χρήστες φιλία, συγγένεια, συζητάμε άνετα, καμιά φορά μαλώνουμε. Τέλεια!

– Τα γράμματα της Βιέρα Ούλκμαν είναι ποιήματα. Τι παραπάνω ή διαφορετικό μπορέσατε να εκφράσετε μέσα από αυτό το κειμενικό είδος συγκριτικά με ένα πεζό κείμενο;

Τα γράμματά της θυμίζουν ποιήματα γιατί ο έρωτάς της, η απελπισία της, η ερημιά της, δεν έβρισκαν άλλο τρόπο να εκφραστούν. Χρειάζονταν ρυθμό και ελλειπτικό λόγο, σιωπές και κενά. Μικρούλες φράσεις, κενά στις ανάσες της. Κι αυτό πάλι μου το υπαγόρευσε η ίδια.

– Στο βιβλίο σας τίθεται το θέμα της μετάφρασης, με την αφηγήτρια να διατρανώνει πως η απόδοση της αλήθειας ενός κειμένου απέχει πολύ από μια στείρα απόδοση λέξη προς λέξη. Είναι κάτι που σας έχει απασχολήσει ως αναγνώστρια;

Α, ναι! Είναι γολγοθάς η μετάφραση της ποίησης. Δεν ξέρω καν αν επιτρέπεται. Δεν γίνεται! Τα ποιήματα μόνο στη γλώσσα που γράφτηκαν υπάρχουν, οι μεταφράσεις, και οι καλύτερες, ενέχουν ανίερη παραμόρφωση. Ευτυχώς στην περίπτωση της Βιέρας, τα ποιήματα γράφτηκαν μόνο στα Ελληνικά από εμένα αφού Βιέρα είμαι στην ουσία εγώ. Δεν υπάρχει δηλαδή στην πραγματικότητα μετάφραση.

– Στη μακρά συγγραφική σας πορεία δεν παύει να επανέρχεται το θέμα του έρωτα. Είναι ένα θέμα που μπορεί ποτέ να εξαντληθεί;

Εννοείται ότι το ζήτημα του έρωτα είναι ανεξάντλητο διότι είναι μυστήριο. Κατακλύζει τη ζωή μας αλλά δεν το καταλαβαίνουμε, δεν ερμηνεύεται. Ως μυστήριο παραμένει αίνιγμα που όμως δεν ζούμε χωρίς αυτό. Θα ζήσω γράφοντας έτσι, θα πεθάνω, και τίποτα δεν θα έχω ανακαλύψει. Μονάχα συμπτώματα! Κάτι είναι κι αυτό.

– Τι είναι αυτό που μένει από έναν έρωτα, ακόμα και αν αυτός δεν ευοδωθεί με τον τρόπο που ορίζουν οι κοινωνικές συμβάσεις; Τι είναι αυτό που κάνει έναν τέτοιον έρωτα να αξίζει να τον ζήσει κανείς;

Το αναπόφευκτό του. Δεν το επιλέγεις στον μεγάλο έρωτα το τι θα κάνεις μαζί του. Βουτάς στα κύματα και σε δαμάζουν. Κάθε σημαντικός έρωτας είναι το μέγιστο θαύμα που μας έλαχε στη στεγνή ζωή τούτη. Ασχέτως έκβασης, η έκβαση έτσι κι αλλιώς σπάνια είναι αυτό που ονειρευόμασταν. Οι ανολοκλήρωτοι έρωτες είναι οι πιο διαρκείς, οι παντοτινοί που δίνουν νόημα στην ανόητη τυπική ζωή μας.

– Πόση σημασία έχει τελικά να διασωθεί μια ιστορία, αυτό το «Ιδού, ζήσαμε κι εμείς!»;

Αυτό το “Ιδού….” μου φέρνει δάκρυα. Καταδικασμένοι στην αφάνεια, φυλακισμένοι στις “παρανομίες” τους, ο Πάβελ και η Βιέρα, από κάπου μακριά, ίσως και από τον άλλο κόσμο αν πέθαναν, επιθυμούν μια κάποια δικαίωση. Έτσι αισθάνομαι, έτσι εισπράττω. Να υπάρξουν κάπου, κάποτε, για λίγο, να αποκτήσουν μάρτυρες, κάποιοι να μάθουν τα ονόματά τους, έστω και σε μια νουβέλα.