Η ζωή της γυναίκας είναι αγάπη, πόνος και αφοσίωση είπε ο δάσκαλος Μπαλζάκ. Δεν υπάρχει καλύτερη ρήση που να αποτυπώνει την ζωή

Του Γιάννη Αντωνιάδη

της Φρίντα Κάλο, μίας από τις πιο υπέροχες αλλά και πονεμένες γυναίκες- παρουσίες που σημάδεψαν την τέχνη του 20ου αιώνα. Είναι θαυμαστό να μιλάει και να γράφει κάποιος για αυτήν την γυναίκα-σύμβολο και να σκιαγραφεί την προσωπικότητα της μεταλαμπαδεύοντας στους νεότερους την ιστορία της και την στάση της στη ζωή.

Το πέρασμά της από αυτόν τον μάταιο κόσμο χαρακτηρίστηκε όντως από αγάπη για τον σύντροφο, μέντορά της και στήριγμα της Ντιέγκο Ριμπέρα (ένας από τους εξέχοντες ζωγράφους της μεξικάνικης αλλά και παγκόσμιας καλλιτεχνικής σκηνής), από πόνο μιας και χτυπήθηκε άσχημα από την μοίρα σε νεαρή ηλικία λόγω ενός ατυχήματος που της στέρησε πολλές χαρές και από αφοσίωση στην τέχνη, την οποία υπηρετούσε με ζήλο και σθένος μέχρι και λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, κουρασμένη και ταλαιπωρημένη από την αδυναμία της.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή τους. Η Φρίντα Κάλο γεννήθηκε στο Μεξικό το 1907 και από μικρή είχε μέσα της την φλόγα της αρτίστας κόντρα στο πνεύμα των καιρών που ήθελαν την γυναίκα έρμαιο των αντρών και εξαρτημένες από την εξουσία τους. Η Φρίντα φαινόταν από νωρίς ότι θα αποτινάξει αυτόν τον ρόλο της παθητικής γυναίκας μιας και έκρυβε ένα αγρίμι και μία δυναμικότητα σπάνια για γυναίκα. Δεν είναι τυχαίο πως η εμφάνισή της στα νιάτα της δεν θύμιζε καθόλου τη γυναίκα που θα σαγήνευε τον Ντιέγκο Ριβέρα όταν θα τον συναντούσε τελικά επιμένοντας να του δείξει έργα της. Είχε δίψα για δημιουργία και δεν θα άφηνε την ευκαιρία να πάει χαμένη.

Είχε την θέληση να πρωταγωνιστήσει και αυτό θα το διεκδικούσε με κάθε πιθανό τρόπο. Κυνήγησε με επιμονή και αποφασιστικότητα τον τότε maître της μεξικάνικης ζωγραφικής για να δει τα έργα της και να εξασφαλίσει πως θα της παρείχε πρώτα από όλα την ειλικρινή του άποψη για αυτό που θα του έδειχνε. Ο χαρακτήρας ήταν ανέκαθεν τέτοιος που δεν θα δεχόταν σε καμία των περιπτώσεων ελεημοσύνη και γλυκά λόγια του αέρα. Είχε τη δύναμη, αν αποδεικνυόταν ότι δεν ήταν ικανή, να αποδεχτεί την απόρριψη του έργου της και να στραφεί σε άλλα μονοπάτια.

Ο Ριμπέρα όμως, όπως ήταν φυσικό, μαγεύτηκε και εξεπλάγη από το καλώς εννοούμενο θράσος και το εξαιρετικό ζωγραφικό ταλέντο της νεαρής και άγνωστης Φρίντα αλλά κυρίως γοητεύτηκε από την προσωπικότητα που είχε απέναντί του σε σημείο να την ερωτευτεί.

Ο έρωτας όμως που ένιωσε και εκείνη για αυτόν τον μάγο της ζωγραφικής θα εξελισσόταν σε αγάπη, στην συνέχεια σε μίσος και πάλι σε αγάπη για αυτόν που ποτέ δεν μπόρεσε να αποχωριστεί παρά μόνο φυσικά, με τον θάνατο της. Νοερά και ψυχικά ποτέ δεν χώρισαν ούτε και απομακρύνθηκαν. Παρ’ όλα τα προβλήματα, τις ζήλιες και τις διενέξεις που σκίαζαν κατά καιρούς την σχέση τους ήταν εκείνος που την στήριζε σε κάθε της βήμα και στεκόταν στο πλάι της. Εκείνος αναγνώρισε την καλλιτεχνική της φλέβα, εκείνος την συμβούλευε χωρίς να επιδιώκει να την επηρεάσει. Το ταλέντο της ήταν έμφυτο και εκείνος απλά συνέδραμε στην καλλιέργεια του.

Ήταν μία σχέση ιδιαίτερη, βαθιά ολέθρια σε όλο της το φάσμα αλλά πάνω από όλα ανθρώπινα μεγαλειώδης. Η Φρίντα εντάχθηκε χάρη στον Ριμπέρα στους καλλιτεχνικούς κύκλους της εποχής και έτσι έγινε γνωστή στην Αμερική και στην Ευρώπη με εκθέσεις και αναγνωρισιμότητα που θα ζήλευαν πολλοί στο χώρο αυτόν.

Τον πόνο πάντως τον αισθάνθηκε πολύ έντονα και πολύ νωρίς. Στα 18 της χρόνια και γυρνώντας με το λεωφορείο σπίτι της παθαίνει ένα σοβαρό ατύχημα στην σπονδυλική της στήλη, ένα γεγονός που βύθισε την οικογένεια της αλλά κυρίως την ίδια σε βαθιά θλίψη μιας και οι γιατροί της γνώρισαν πως θα είχε για πάντα κινητικά προβλήματα τα οποία δυστυχώς θα έβλεπε να επιδεινώνονται χρόνο με τον χρόνο με τελικό αποτέλεσμα την ολική παράλυσή. Η δύναμη όμως που έκρυβε μέσα της θα την βοηθούσε να πραγματοποιήσει όλα αυτά για τα οποία είχε στρατευθεί.

Να χαρεί την ζωή και τον έρωτα με τον Ριμπέρα και να ασχοληθεί με την ζωγραφική που τόσο αγαπούσε. Το άστρο της ήταν τόσο φωτεινό που δεν μπορούσε να σβήσει, ο διακόπτης της επιθυμίας της για δημιουργία ήταν πάντα αναμμένος. Ακόμα και στο τέλος της ζωής της που την καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι πήγαινε σε εκδηλώσεις διαμαρτυρίας μιας και ήταν συνειδητοποιημένη καλλιτέχνις, αντιτασσόταν σε κάθε αντιδημοκρατική πράξη και υπερασπιζόταν με κάθε μέσο την ανάγκη για ελευθερία. Πως άλλωστε μια γυναίκα ανεξάρτητη και ελεύθερη μπορούσε να πράξει αλλιώς? Στους φίλους και γνωστούς δεν αποκάλυπτε ποτέ τον πόνο της και την οδύνη που περνούσε, αυτόν τον κρατούσε μέσα της γιατί λειτουργούσε αυτοκαταστροφικά και αντιδρούσε βλάπτοντας τον εαυτό της.

Να μην ξεχάσουμε όμως να μιλήσουμε και για την Φρίντα ως ζωγράφο. Η αφοσίωση της στην ζωγραφική έμελλε να είναι το καταφύγιο και το φάρμακο που την κράτησε στην ζωή. Εκεί εκδήλωνε τις εσωτερικές της ανησυχίες και εξωτερίκευε όλα αυτά που αισθανόταν στην ψυχή της. Σχεδόν όλα τα έργα της μετά το ατύχημα είναι καθαρά αυτοβιογραφικά και αποπνέουν το θλιβερό συναίσθημα της αδυναμίας που ένιωθε.

Δεν μπορείς να βάλεις το αγρίμι σε κλουβί και εκείνη ήταν ο πάνθηρας που δεν δεχόταν το δεν και το μη. Είναι χαρακτηριστικό πως μία μέρα πριν φύγει από την ζωή την πήγαν στην δική της αναδρομική έκθεση παρουσία φίλων και γνωστών προσωπικοτήτων γύρω από το κρεβάτι της, μιας και είχε μείνει εντελώς παράλυτη. Ζούσε στον ύπνο τους εφιάλτες του τέλους, μιας και ως ένας θηλυκός Βαν Γκογκ έβλεπε το τέλος της σιγά σιγά να φτάνει δίχως να μπορεί να το σταματήσει. Οι σκοτεινές φιγούρες στα έργα της, οι «όμορφα» τερατώδεις μορφές που αναπαριστούσε όσο και η ίδια της η παρουσία με κομμένα μαλλιά σε αυτοπροσωπογραφίες που έφτιαξε μαρτυρούν του λόγου το αληθές.

Η δυστυχία της ήταν εμφανής σε κάθε της πίνακα, σαν ένας άλλος Σαμψών που του έκοψαν τα μαλλιά αναζητούσε διέξοδο στον πόνο και τα έργα της είναι έντονα δραματικά, καταθλιπτικά αλλά και ζωντανά μέσα στην θλίψη τους. Η ζωντάνια αυτή πηγάζει από την θέλησή της να αποδώσει κάθε σκέψη της, κάθε ανησυχία της και κάθε κλάμα, το δάκρυ του οποίου κυλάει έμμεσα στον θεατή που ζει το τέλος της. Η Φρίντα έφυγε μια μέρα του Ιουλίου το 1954 και ταξίδεψε στον ζωγραφικό της παράδεισο, εκεί όπου έμελλε να την συναντήσει λίγο αργότερα, το 1957 και για πάντα ο δικός της Ντιέγκο.

Η συγγραφέας με πλήρη καταγραφή γεγονότων, λεπτομερειών και βέβαια πολλών έργων της που είναι αδύνατο να παραθέσω εδώ, μας εξασφαλίζει μία συνάντηση με την Φρίντα και μας εντάσσει στον κόσμο της, αυτόν τον οποίο η ίδια έπλασε με το πάθος της για ζωή. Δεν εγκατέλειψε ποτέ την προσπάθεια να ζήσει και προσωπικά νιώθω σεβασμό και δέος απέναντι σε αυτήν την γυναίκα που ήταν και παιδί και μάνα μαζί.

Ο όρος «αδάμαστη» στα ελληνικά αντικατοπτρίζει πλήρως το τι σημαίνει Φρίντα και η βιογραφία αυτή έρχεται να συνδεθεί και να συμπληρώσει αν όχι να παρακαθίσει δίπλα στην ταινία μέσα από την οποία την γνώρισε καλύτερα το ελληνικό κοινό πριν από κάποια χρόνια. Η Φρίντα ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο και μια γυναίκα μύθος και εμείς τυχεροί που μαθαίνουμε για αυτήν μέσα από αυτό το καλό βιβλίο.

«Ούτε ο Ντεραίν, ούτε εσύ, ούτε εγώ, κανένας μας δεν μπορεί να φτιάξει ένα κεφάλι όπως το φτιάχνει η Φρίντα» Πάμπλο Πικάσο (γράμμα στον Ριμπέρα, 1939)