Στη Νέα Ορλεάνη του 1947, τη γεμάτη έντονα χρώματα, μουσικές και διαφορετικές κουλτούρες, μας μεταφέρει το θρυλικό έργο του Τένεσι Ουίλιαμς, «Λεωφορείο ο Πόθος», που παρουσιάζεται στο θέατρο Άνεσις από τον Νοέμβριο.

Η Μπλανς Ντυμπουά είναι μια γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής με εκλεπτυσμένους τρόπους και ταυτόχρονα απόμακρη, ακατάδεκτη και υπερβολικά ευαίσθητη, η οποία αφού χάνει την περιουσία και το πατρικό σπίτι επισκέπτεται την αδερφή της Στέλλα αναζητώντας ένα καταφύγιο και θέλοντας να κάνει μια καινούρια αρχή. Έτσι, οι δύο αδερφές και ο σύζυγος της Στέλλας υποχρεώνονται σε μια αναγκαστική συγκατοίκηση που σιγά σιγά φέρνει στο φως κρυμμένα μυστικά, διαταράσσει τις ισορροπίες όλων και τελικά οδηγεί σε απανωτές συγκρούσεις και αναπόφευκτη καταστροφή.

Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, η Στέλλα φεύγει για να ξαναφτιάξει τη ζωή της ενώ η Μπλανς μένει πίσω μόνη της κι επωμίζεται όλο το βάρος των ευθυνών που ακολουθούν – τη μοναξιά, τη φτώχεια, τους συγγενείς. Η εικόνα που έχει χτίσει αρχίζει σταδιακά να καταρρέει όταν αποκαλύπτεται ότι για καιρό ζούσε σε κάποιο ξενοδοχείο όπου δεχόταν πολλούς αγνώστους ενώ την έδιωξαν κι από το σχολείο στο οποίο δίδασκε εξαιτίας της σχέσης με έναν μαθητή της. Κι όμως, πρόκειται για ένα πλάσμα που έχει συντριβεί από τη θλίψη κι έχει ανάγκη από καλοσύνη. Παραδέχεται ότι ποτέ δεν ήταν ανθεκτική κι αυτάρκης, πιστεύει ότι η αξία μιας κυρίας έγκειται στην ικανότητά της να διασκεδάζει έναν κύριο κι ότι οι ευαίσθητοι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να κερδίζουν την εύνοια των δυνατών, να είναι λαμπεροί και «να καμουφλάρουν το φως βάζοντας ένα χάρτινο αμπαζούρ πάνω του». Η ψυχολογία της είναι τόσο εύθραυστη που το γυμνό φως είναι εξίσου απωθητικό όσο και μια βάρβαρη πράξη. Από τότε που αυτό το φως έσβησε, δεν ξανάναψε ποτέ για εκείνη και μοναδική της παρηγοριά αποτέλεσαν το αλκοόλ και τα εφήμερα ανούσια φλερτ. Ο κεντρικός χαρακτήρας του Τένεσι Ουίλιαμς αποστρέφεται με πείσμα τον ρεαλισμό κι αναζητά τη μαγεία, διότι αυτό είναι το μόνο που μπορεί να χαρίσει στους ανθρώπους.

Η Κατερίνα Λέχου – Μπλανς στις σκηνές όπου η ηρωίδα παρουσιάζεται κάπως αφελής κινείται μάλλον σε χαμηλούς τόνους. Εκεί όμως που κυριαρχούν έντονα τα στοιχεία του ρομαντισμού και της δραματικότητας, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της παράστασης, δεν διστάζει να τσαλακώσει την εικόνα της καταφέρνοντας να μεταφέρει συγκίνηση κι έντονους συναισθηματικούς κραδασμούς. Χαρακτηριστική η σκηνή της εξιστόρησης του χαμένου της νεανικού έρωτα και των φρικτών τύψεων για τον χαμό του πρώτου της άντρα καθώς και οι τελευταίες απελπισμένες προσπάθειές της να σταθεί στο «ύψος των περιστάσεων» λίγο πριν υποκύψει οριστικά στην ακαταμάχητη γοητεία του Στάνλεϊ αλλά και στην απόλυτη παράνοια.

Ο Τάσος Ιορδανίδης, αν και χρειάζεται να προσθέσει λίγο περισσότερη εσωτερικότητα στις στιγμές της φαινομενικής ηρεμίας του, είναι αληθινός στον ρόλο του αγροίκου, καχύποπτου και σε στιγμές σχεδόν πρωτόγονου Στάνλεϊ Κοβάλσκι που το μοναδικό του μότο στη ζωή είναι «να είσαι χαλαρός». Περπατά, μιλά και καπνίζει με υπέρμετρη αυτοπεποίθηση στη σκηνή πετυχαίνοντας να πείσει στα απότομα ξεσπάσματά του.

Η Τζωρτζίνα Παλαιοθοδώρου ως Στέλλα δίνει μια αξιοπρόσεκτη και ρεαλιστική ερμηνεία. Εξαρτημένη από τον σχεδόν αρρωστημένο έρωτά της για τον Στάνλεϊ, είναι διχασμένη ανάμεσα στην αδερφή της και τον σύζυγό της. Αν και δίνει την εντύπωση ότι εκείνος την ελέγχει απόλυτα, η Στέλλα δεν χάνει ευκαιρία να του πετάει κατάμουτρα αλήθειες και να την υπερασπίζεται μπροστά του.

Τέλος, ο Μιτς είναι ο πιο ανθρώπινος κι ευαίσθητος χαρακτήρας της υπόλοιπης αντροπαρέας με αδυναμία στην άρρωστη μητέρα του που αργοπεθαίνει και με τη θέληση να βρει έναν αγνό έρωτα. Ο Δημήτρης Καπετανάκος πλάθει εύστοχα τον ντροπαλό άντρα που προς στιγμήν φαίνεται σαν να ανακάλυψε επιτέλους το άλλο του μισό στο πρόσωπο της Μπλανς. Το παρελθόν όμως είναι εκεί, στοιχειώνει και αυτή την παραλίγο σχέση και παραμονεύει για να την αποτελειώσει.

Η σκηνοθεσία του Λεβάν Τσουλάτζε δίνει ορθώς έμφαση στην ανάδειξη της ψυχοσύνθεσης των πρωταγωνιστών του. Όμορφο και πρωτότυπο το εύρημα της μουσικής που βασανίζει συνεχώς τη Μπλανς από τη βραδιά της αυτοκτονίας του πρώτου της συζύγου Άλαν και που διακόπτεται απότομα όταν περνά το τρένο αναγκάζοντάς τη να επανέρχεται βίαια στην πραγματικότητα. Στα πλην η χρήση των κινητών τηλεφώνων που μάλλον δεν εντάσσονται ομαλά στο όλο κλίμα του έργου καθώς και οι κάπως απότομες συναισθηματικές εκρήξεις του πρώτου μέρους που δεν κορυφώνονται κλιμακωτά αφήνοντας την αίσθηση του βεβιασμένου. Ωστόσο, στη συνέχεια ακολουθούν πιο φυσική ροή και η αίσθηση αυτή εξαφανίζεται.

Ο Θάνος Μικρούτσικος ντύνει ταιριαστά την παράσταση  με τη νοσταλγική μουσική του, ενώ ξεχωρίζει και η διασκευή του Creep των Radiohead. Τα σκηνικά ανήκουν στον Σταύρο Λίτινα και παρ’ όλο που εκ πρώτης όψεως δεν φαίνονται κάτι ιδιαίτερο, είναι λειτουργικά και σε συνδυασμό με τον εμπνευσμένο φωτισμό του Στάθη Αναστασίου μας χαρίζουν υπέροχες σκηνές, ιδιαίτερα όσες διαπνέονται από έντονο ρομαντισμό.

Το έργο αυτό κατατάσσεται στα κορυφαία του παγκόσμιου ρεπερτορίου και στους χαρακτήρες των ηρώων του αποτυπώνονται αρκετά στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του ίδιου του συγγραφέα καθώς και της οικογένειάς του (κατάθλιψη, ομοφυλοφιλία, νευρικές διαταραχές, αλκοόλ). Παρά λοιπόν τις όποιες ατέλειες μιας πραγματικά δύσκολης στο θεατρικό της ανέβασμα παράστασης, πρόκειται για μια αξιόλογη και καλοδουλεμένη σε όλα τα επίπεδα προσπάθεια που δεν θα απογοητεύσει τον θεατή.

Το θέατρο Άνεσις παρουσιάζει το αριστουργηματικό έργο- θρύλο του Τένεσι Ουίλιαμς, Λεωφορείο ο Πόθος, σε σκηνοθεσία του Λεβάν Τσουλάτζε. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ