Είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστο ότι ο Λέοναρντ Κοέν, αυτός ο γνωστός σε όλους τραγουδιστής και τραγουδοποιός, ξεκίνησε την καριέρα του ως ποιητής. Ήδη το 1956, ο Κοέν δημοσίευσε, όσο ήταν ακόμα φοιτητής, την πρώτη του συλλογή ποιημάτων, σε ηλικία μόλις 22 ετών και δέκα ολόκληρα χρόνια πριν κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ. Η συλλογή περιείχε ποιήματα που έγραψε κυρίως από τα 15 μέχρι τα 20 χρόνια του. H δεύτερη ποιητική συλλογή του, δημοσιευμένη το 1961, διεύρυνε τη φήμη του ως ποιητή στους καναδικούς λογοτεχνικούς κύκλους. Έκτοτε, θα δημοσίευε αρκετές ακόμα ποιητικές συλλογές και τρία μυθιστορήματα.

«Η Φλόγα»

Όπως φαίνεται, μάλιστα, δε σταμάτησε να καταφεύγει στην ποίηση μέχρι το τέλος της ζωής του, όταν και ασχολήθηκε με τη σύνθεση αυτού που έμελλε να είναι το κύκνειο άσμα του: τη Φλόγα. Η Φλόγα είναι το απόσταγμα της ποιητικής του ενασχόλησης, ένα βιβλίο που ο ίδιος θα λέγαμε σχεδίασε πριν το θάνατό του διαλέγοντας ποια έργα του θα περιλαμβάνει αυτή η συλλογή αλλά και με ποια σειρά θα παρατεθούν. Το βιβλίο περιέχει ακόμη σχέδια του ίδιου του Κοέν ως εικονογράφηση των στίχων του. Δυστυχώς, πέθανε πριν προλάβει να δει το βιβλίο αυτό δημοσιευμένο. Ο γιος του, Άνταμ Κοέν, που συμμετείχε στην επιμέλεια, έγραψε για τον πατέρα του στο σύντομο πρόλογο της πρωτότυπης έκδοσης: «Μακάρι να είχε δει την ολοκλήρωσή του. Όχι γιατί θα ήταν καλύτερο βιβλίο αν το είχε φροντίσει ο ίδιος, αλλά επειδή ήταν αυτό που τον κρατούσε ζωντανό. Ο μοναδικός του σκοπός και η ανάσα του στο τέλος».

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου βρίσκουμε ποιήματά του, στο δεύτερο στίχους από τα τέσσερα τελευταία άλμπουμ του και στο τρίτο τα σημειωματάριά του. Αυτά τα τελευταία μάς βάζουν στην ουσία στο καλλιτεχνικό εργασtήριο του Κοέν, στον τρόπο που δούλευε με τις λέξεις και με τις σκέψεις του μέχρι που αυτές να πάρουν μορφή και να γίνουν, ίσως, στίχοι. Στα ελληνικά, Η Φλόγα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg σε υποδειγματική μετάφραση των κειμένων από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη.

Στο τέλος του βιβλίου, βρίσκουμε και το λόγο που είχε εκφωνήσει όταν του απονεμήθηκε το ισπανικό Βραβείο του Πρίγκιπα των Αστουριών. Στο λόγο αυτό αναφέρεται και στη γνωστή, βαθιά σύνδεσή του με την ποίηση του Λόρκα που τον βοήθησε να βρει ήδη από την εφηβεία του μια φωνή, σε αντίθεση με όλους τους Άγγλους ποιητές που είχε μελετήσει προηγουμένως: «Όχι, δεν αντέγραψα τη φωνή του· δεν τολμούσα. Αλλά μου επέτρεψε να βρω μια φωνή· που σημαίνει, να εντοπίσω έναν εαυτό που δεν είναι σταθερός, που παλεύει για την ίδια του την ύπαρξη.» Και πράγματι, αυτή η συνεχής πάλη και αναζήτηση του προσωπικού δρόμου είναι ολοφάνερη στους στίχους του Κοέν.

Στο βιβλίο Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια (εκδόσεις Μελάνι), στο οποίο η Εύη Μαραγκού έχει συλλέξει και μεταφράσει αποσπάσματα από συνεντεύξεις του Κοέν ποικίλης θεματολογίας, η Μυρσίνη Γκανά σημειώνει στον πρόλογο: «Αν παρατηρήσει κανείς τους στίχους πολύ γνωστών τραγουδιών του Κοέν, θα απορήσει με το βάθος της θρησκευτικότητάς τους αλλά και με τις “ιεροσυλίες” που διαπράττει ο ποιητής τους, μπλέκοντας διαρκώς το ανθρώπινο με το θείο, το θρησκευτικό αίσθημα με το σεξ, γράφοντας ένα δικό του ευαγγέλιο, της ήττας και του έρωτα». Πράγματι, εντυπωσιάζει ο τρόπος που συνυπάρχουν στους στίχους του το πάθος με την πνευματικότητα, οι γήινες απολαύσεις και επιθυμίες με τις μεταφυσικές ανησυχίες:

«Κατά τον ιδρωμένο, παθιασμένο, βρόμικο εναγκαλισμό, με όλη την υπέροχη δύναμή του που καταλύει τον χρόνο, κατά τη διάρκεια αυτού του εναγκαλισμού δεν υπάρχει καμία διαφορά, κανένας διαχωρισμός ανάμεσα στο πνευματικό και στο βέβηλο» είναι τα λόγια του ίδιου όπως αναφέρονται στο βιβλίο «Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια».

Και γνωρίζοντας τον Κοέν μέσα από τους γεμάτους τέτοιες αντιθέσεις στίχους του, δεν προκαλεί έκπληξη το ότι, ύστερα από βαθιά μελέτη της Βίβλου και της φιλοσοφίας των θρησκειών, έζησε για πέντε χρόνια σε μοναστήρι βουδιστών ως μοναχός, για να επιστρέψει ύστερα πάλι στα εγκόσμια και τη μουσική του. Τα όρια μεταξύ κοσμικού και ιερού είναι συνεχώς θολωμένα, όπως άλλωστε είναι και η ίδια η ζωή. Η ομορφιά όμως είναι πανταχού παρούσα στους στίχους αυτού του αθεράπευτα ρομαντικού τροβαδούρου και εραστή του έρωτα που βιώνει βαθιά μέσα του το συναίσθημα ακόμα κι όταν ο αποδέκτης αυτού του συναισθήματος είναι αβέβαιος.

Η μελαγχολία και οι φρικαλεότητες της ανθρώπινης ιστορίας, οι προσωπικές διαψεύσεις και ματαιώσεις, οι αποχωρισμοί και οι προδοσίες, δε λείπουν από τη θεματική του Κοέν – το αντίθετο. Όμως κι αυτά ντύνονται με ένα λυρισμό, αλλά και ένα υποδόριο χιούμορ, που κλείνει εντέλει το μάτι στην αισιόδοξη πλευρά της ζωής, θυμίζοντάς μας πως πάντα με κάποιο τρόπο υπάρχει ομορφιά μέσα σε αυτές τις ατελεύτητες αντιθέσεις της ζωής. “There is a crack, a crack in everything/That’s how the light gets in” μας θυμίζει στο τραγούδι του Anthem. Άλλοτε πάλι, αν και σπανιότερα, κάνει διακριτικές αναφορές στην πολιτική και σχολιάζει την εξουσία όπως στα First we take Manhattan, The Future και Democracy.

Η Ύδρα

Δε θα μπορούσαμε φυσικά να μην αναφερθούμε σε μια κομβική περίοδο της ζωής του Κοέν – τα χρόνια εκείνα που έζησε στην Ύδρα, όπου, στα 26 του, αγόρασε ένα σπίτι με 1.500 δολάρια και τελικά πέρασε σχεδόν όλη τη δεκαετία του 1960 . Όσο ζούσε και έγραφε εκεί, ο Κοέν δημοσίευσε την τρίτη ποιητική του συλλογή, Flowers of Hitler, και τα μυθιστορήματα The Favourite Game και Beautiful Lovers. Στην ποίηση και τις σημειώσεις του βρίσκουμε πολλές αναφορές στο τοπίο της Ύδρας, όπως για παράδειγμα στο παρακάτω απόσπασμα από τα σημειώματα που έχει συμπεριλάβει στη Φλόγα:

Ω, Θέε μου, άλλαξε τ’ όνομά σου
μέσα στην καρδιά μου
κι οι καρέκλες
άλλοτε ψάθινες
τώρα από κίτρινο και κόκκινο
πλαστικό φτιαγμένες
και οι Μπλε Επιφάνειες
των τσίγκινων τραπεζιών στο αίθριο
είναι φρεσκοβαμμένες.

Τα χρόνια αυτά της παραμονής του εκεί, αλλά και γενικότερα τη ζωή και την τέχνη του, σημάδεψε η σχέση του με τη Μαριάν Ιλέν, με την οποία έζησε μαζί στο νησί αρκετά χρόνια. Αγαπήθηκαν βαθιά και επηρέασαν ανυπολόγιστα ο ένας τον άλλον, ακόμα κι αν τα χρόνια που ακολούθησαν τους βρήκαν χώρια. Γι’αυτήν άλλωστε γράφτηκε το εμβληματικό So Long Marianne αλλά και το Bird on the Wire. Όταν το 2016, ο Λέοναρντ ενημερώθηκε ότι η Μαριάν πεθαίνει, της έστειλε μέσα σε δύο ώρες το παρακάτω email:

«Αγαπημένη μου Μαριάν, είμαι λίγο πίσω σου, αρκετά κοντά όμως για να σου κρατήσω το χέρι. Αυτό το παλιό γερασμένο σώμα παραδίνεται, όπως ακριβώς και το δικό σου. Ποτέ δεν κατάφερα να ξεχάσω την αγάπη σου και την ομορφιά σου. Αυτό όμως ήδη το γνωρίζεις. Δεν χρειάζεται να πω τίποτα παραπάνω. Καλό ταξίδι παλιά μου φίλη. Θα σε δω στο τέλος του δρόμου. Ατελείωτη αγάπη και αιώνια ευγνωμοσύνη. Ο δικός σου Λέοναρντ.»

Το γράμμα το διάβασε στη Μαριάν ένας φίλος της δύο μέρες πριν πεθάνει και, όπως λέμε, η Μαριάν άπλωσε το χέρι της να πιάσει το χέρι του κάποτε αγαπημένου της.

Ο Κοέν θα έφευγε από τη ζωή τρεις μήνες και εννέα μέρες αργότερα από τη Μαριάν, στις 7 Νοεμβρίου 2016. Λίγο πριν, είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος του You Want it Darker – στον οποίο συνομιλούσε πια ανοιχτά με το Θεό και το θάνατο. Ο ίδιος έφυγε, η ποίησή του όμως συνεχίζει να ακούγεται σε σπίτια, μπαρ, αυτοκίνητα, και να παίζει σε ταινίες. Γι’αυτό κι εμείς τη μέρα εκείνη τού είπαμε “Traveling light/It’s au revoir”, αλλά δεν είναι «αντίο», γιατί οι ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ.

Ο Λέοναρντ είχε ανοίξει το λόγο του κατά τη βράβευσή του με τα εξής λόγια: «Η ποίηση έρχεται από ένα μέρος που ουδείς διοικεί και ουδείς κατακτά. Και έτσι αισθάνομαι κάπως σαν τσαρλατάνος που δέχομαι ένα βραβείο για μια δραστηριότητα που σ’αυτήν δεν είμαι αυθεντία. Με άλλα λόγια, αν ήξερα από που έρχονται τα καλά τραγούδια, θα πήγαινα εκεί πιο συχνά.» (Η Φλόγα)

Τι κι αν δεν είναι κανείς αυθεντία στην ποίηση; Σημασία έχει να μπορεί να ακουμπήσει εκεί τις δύσκολες ώρες. Και ο Κοέν όχι μόνο ακούμπησε ο ίδιος, αλλά πρόσφερε και προσφέρει αποκούμπι και σε χιλιάδες άλλους ακόμα. Με δικά του λόγια πάλι:

«Θρησκεία, δάσκαλοι, γυναίκες, ναρκωτικά, περιπλάνηση, φήμη, λεφτά… Τίποτα από αυτά δεν μου χαρίζει το high και την ανακούφιση από τα βάσανα, όσο το να μαυρίζω τις λευκές σελίδες, όσο το γράψιμο» («Ο Λέοναρντ Κοέν με δικά του λόγια», εκδόσεις Μελάνι).

Half the Perfect World

Every night she’d come to me
I’d cook for her, I’d pour her tea
She was in her thirties then
Had made some money, lived with men

We’d lay us down to give and get
Beneath the white mosquito net
And since no counting had begun
We lived a thousand years in one

The candles burned
The moon went down
The polished hill
The milky town
Transparent, weightless, luminous
Uncovering the two of us
On that fundamental ground
Where love’s unwilled, unleashed,
Unbound
And half the perfect world is found

Πληροφορίες και φωτογραφίες από: leonardcohen.com | The Guardian | Lifo | Provocateur | Mηχανή του Χρόνου | Wikipedia | pod.gr