Στο πρόσωπο του Βάτσλαβ Χάβελ ο ρόλος του Θεάτρου ως κατεξοχήν πολιτική πράξη βρήκε την απόλυτη έκφρασή του. Η πορεία του πολυβραβευμένου Τσέχου δραματουργού, που εκκίνησε από μια στάση αυστηρής κριτικής από το βήμα της σκηνής για τις παθογένειες του συστήματος, κορυφώθηκε με δύο θητείες στο ύπατο Πολιτειακό αξίωμα της χώρας του, αρχικά της Τσεχοσλοβακίας και κατόπιν της Δημοκρατίας της Τσεχίας.

Ωστόσο, ο Χάβελ στη συνείδηση του κοινού, εντός και εκτός Τσεχίας, θεωρείται εξίσου άνθρωπος του Θεάτρου και της πολιτικής. Τα πρώτα βήματά του, τη δεκαετία το 1960, ως φωτιστής και σύμβουλος ρεπερτορίου στο «Θέατρο επί του Κιγκλιδώματος», τον έφεραν κοντά στον ριζοσπάστη θεωρητικό, κριτικό και σκηνοθέτη Γιαν Γκρόσμαν, χάρη στον οποίο εμβάθυνε στο Παράλογο και σε θεματολογίες που απηχούν την καφκική παράδοση. Κύρια μέριμνα των έργων της πρώτης συγγραφικής του περιόδου είναι η κατάδειξη των μηχανισμών εκείνων που σκοπό έχουν την επιβολή του ελέγχου σε κάθε πτυχή της εργασιακής και κοινωνικής ζωής. Δομημένα με όρους παρτιτούρας και με μια γεωμετρική ανάπτυξη, τα πρώτα πονήματα του Χάβελ επενδύουν κατά κόρον στη λειτουργία της γλώσσας ως μέσου καλλιέργειας της μαζοποίησης («Μεμοράντουμ», «Αυξανόμενη δυνατότητα συγκέντρωσης»).

Στα τελευταία έργα του, κατά τη δεκαετία του 1980, («Largo desolato», «Απόπειρα», «Εξυγίανση»), ο σπουδαίος Τσέχος συγγραφέας φαίνεται να επενδύει σε ρόλους που είναι περισσότερο χαρακτήρες παρά τύποι. Σε κάθε περίπτωση, ως άνθρωπος δραστήριος καλλιτεχνικά και πολιτικά, ο Χάβελ διέτρεξε μια διαδρομή, όπου συνυπάρχει η αναγνώριση (η προερχόμενη κυρίως από το εξωτερικό) με αλλεπάλληλες δοκιμασίες λογοκρισίας και διώξεων, λόγω και της ενεργού συμμετοχής του στο κίνημα της Charte 77.

Στο «Μεμοράντουμ» (1965) ο Χάβελ στηλιτεύει με τρόπο καυστικό και σαρκαστικό τον γραφειοκρατικό παροξυσμό που επινοεί καταστροφικά τεχνάσματα, όπως την υιοθέτηση ψυχρών γλωσσικών κωδίκων χωρίς συναισθηματικό φορτίο και στοιχεία ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας. Με μια τεχνική πνευματώδη που συνυφαίνει το γκροτέσκ με τη σκοτεινή σάτιρα, και πολύ περισσότερο με όχημα τη δύναμη των ανήσυχων ιδεών του, ο Χάβελ είναι εμφανές ότι απευθύνεται σε ένα κοινό με έντονα πολιτικά αντανακλαστικά που δεν παραπέμπει απαραίτητα σε ένα ομογενοποιημένο τοπίο.

Η Αικατερίνη Παπαγεωργίου, προκειμένου να αποδώσει τις αυτοματικές και μηχανιστικές εκδηλώσεις των φιγούρων που παρουσιάζει ο Χάβελ, υπερθεματίζει σε στυλιζαρισμένα, μπουρλέσκ και φαρσικά μοτίβα και σε γκρουπαρίσματα, όλα ενδεδυμένα με μια αύρα ζόφου, αλλά και με μια αιχμηρή ιλαρότητα. Το όλο εγχείρημα λαμβάνει χώρα στη σκηνογραφική δημιουργία της Μυρτώς Σταμπούλου που αναπαριστά τον άχρωμο, ομοιόμορφο κόσμο της κρατικής μηχανής, δίνοντας παράλληλα και ένα στίγμα διαχρονίας. Τα κοστούμια της Ειρήνης Γεωργακίλα συμβάλλουν στο να μετουσιωθούν οι φυσικές παρουσίες σε δείγματα ανθρωπότυπων μιας ιεραρχίας, ενώ η κίνηση της Χρυσηίδας Λιατζιβίρη δημιουργεί ένα παιγνιώδες ρυθμικό περιβάλλον που δένει αγαστά με τη μουσική διάρθρωση του κειμένου. Οι φωτιστικές δημιουργίες του Αλέκου Αναστασίου παραπέμπουν σε δυστοπικές ατμόσφαιρες, τις οποίες «μεταφράζουν», με τον δικό τους τρόπο, οι περιγραφικοί ήχοι του Διαμαντή Αδαμαντίδη. Το σύνολο της ομάδας των ηθοποιών (Αλέξανδρος Βάρθης, Θανάσης Βλαβιανός, Τάσος Λέκκας, Αλεξάνδρα Μαρτίνη, Φάνης Μιλλεούνης, Ελίζα Σκολίδη, Ορέστης Χαλκιάς) δίνει ένα φρενήρες ρεσιτάλ ερμηνείας, με επίκεντρο την κίνηση και τη μεταμορφωτική δεινότητα, στο μεγαλύτερο μέρος με έλεγχο του μέτρου και χωρίς ιδιαίτερες φυγόκεντρες τάσεις που να παραπέμπουν σε υπερβολές ή αμηχανία.

Photo Credit: Ελίνα Γιουνανλή

Διαβάστε επίσης:

Μεμοράντουμ, του Βάτσλαβ Χάβελ από την ομάδα The Young Quill στο θέατρο Μπέλλος