Καθεμία είναι από μόνη της μια ανθρωπότητα, μια παγκόσμια ιστορία. Πιθανότατα, και ένα ωραίο βιβλίο, αλλά όχι πολύ χρήσιμο για κάποιον που δεν ξέρει να διαβάζει. Συχνά επιδίδεται σε «ερωτικά» καβγαδάκια με τον Κόσμο, και αυτό επειδή είναι στη φύση της να στέκεται στην αρχή, την μέση και το τέλος όλων των πραγμάτων. Γηράσκει αεί αναθεωρούσα, και υπακούει στον κανόνα τού «δεν υπάρχουν όμορφες επιφάνειες χωρίς ένα τρομακτικό βάθος». Με άλλα λόγια, δεν δέχεται τους όρους που της προσφέρει η ζωή και επιβάλλει τους δικούς της από αρχαιοτάτων χρόνων. Όσο για τον έρωτα, υπάρχουν παντού και πάντα άνθρωποι που την κάνουν να περιμένει, αλλά και άνθρωποι που τους κάνει εκείνη να περιμένουν. Και όσο για την τέχνη, πάλι της γυναίκας το ανικανοποίητο αίσθημα αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση για την οποιαδήποτε πρόοδο, και σε εποχές παγκόσμιου ψεύδους, η αλήθεια της είναι μια πράξη αμιγώς επαναστατική. Μία τέτοια γυναίκα ήταν η Κική Δημουλά, της οποίας η πρόσφατη απώλεια, μας πείθει ότι οι διανοούμενοι, οι καλλιεργημένοι αλλά και οι απλώς μορφωμένοι, ανεβαίνουν με τις σκάλες, ενώ οι ποιητές είναι πουλιά. Ως παραδείσιο πουλί έφυγε και αυτή για άλλους τόπους. Για κάπου, όπου ήδη είναι γνωστό πως το έργο της γεννήθηκε με την ίδια ακριβώς φυσικότητα των φύλλων πάνω στα δέντρα. Αυτή ήταν η Κική Δημουλά. Και πώς παραλείπει κανείς την αναφορά του στο όνομά της όταν τιμά αξιοπρεπώς την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, στις 8 Μαρτίου;

Η Βασιλική Ράδου, όπως είναι το πατρικό της όνομα, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 6 Ιουνίου 1931, και παντρεύτηκε το 1952 τον Άθω Δημουλά, με τον οποίον και απέκτησε ένα γιο, το Δημήτρη και μία κόρη, την ‘Ελση. Παρόλο που εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα της Ελλάδος από το 1949 ως το 1973, δεν άρμοζε εντέλει στο πνευματικό σκαρί της να χαραμιστεί πίσω από ένα γραφείο. Άλλωστε, το να βρεις το σωστό επάγγελμα μοιάζει με το να βρίσκεις την ψυχή σου πάνω σε τούτον τον κόσμο, και μονάχα τότε αντιλαμβάνεσαι πως όλα όσα χρειάζεσαι για να αφιερωθείς παθιασμένα στην κλίση σου, είναι μια καρδιά για να αποφασίζει, ένα μυαλό για να σχεδιάζει κι ένα χέρι για να εκτελεί. Το 1952, αποφασισμένη πάση θυσία να γοητεύσει τον ήδη ποιητή Άθω Δημουλά, τολμά ντεμπούτο στα Γράμματα με το ποιητικό της απάνθισμα «Ποιήματα». Μόλις στα 19 της, καταφέρνει και στρέφει πάνω της τόσο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, όσο και το δικό του

Έκτοτε, γράφει ασταμάτητα. Αχόρταγα. Και πάντα με μια βεβαιότητα πως η ποίηση είναι η ζωγραφική των ενδότερων σκέψεων, και πως μέσω εκείνης η καρδιά μιλάει στην καρδιά. Με ποιητικές συλλογές όπως «Έρεβος» (1956), «Ερήμην» (1958), «Επί τα ίχνη» (1963), «Το λίγο του κόσμου» (1971) για την οποία και τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, «Το τελευταίο σώμα μου» (1981), «Χαίρε ποτέ» (1988), για την οποία έμελλε να αποσπάσει το Κρατικό Βραβείο Ποίησης, «Η εφηβεία της λήθης» (1994), η οποία τής χάρισε το Βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη, «Ενός λεπτού μαζί», «Ποιήματα – συγκεντρωτική έκδοση» (1998), «Ήχος απομακρύνσεων» (2001), «Χλόη θερμοκηπίου» (2005) μα και «Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως» (2007) και «Τα εύρετρα» (2010), η Κική Δημουλά που έκλεισε τα μάτια της στις 20 Φλεβάρη 2020, μπορεί να πει κανείς πως προίκισε συναισθηματικώς τους αναγνώστες της ανά τον κόσμο στο έπακρο.

Και για μια ολόκληρη ζωή. Η γυναίκα που  το 2001 τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών για το σύνολο του έργου της και το ίδιο έτος τής απονεμήθηκε ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής απ’ τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, έγραφε έχοντας συνειδητοποιήσει από νωρίς πως οι ιδέες είναι σαν τα καρφιά. Όσο τις χτυπάς, τόσο βαθύτερα μπαίνουν. Ήξερε καλά πως  στην ποίηση η απαισιοδοξία είναι θέμα διάθεσης κι η αισιοδοξία θέμα θέλησης, πως αυτή δεν είναι παρά ο τρόπος να αρπάζεις τη ζωή από το λαιμό, και πως αφορά σε όλους όσοι ζουν με τα ελαττώματά τους κι επιζούν χάρη στα προτερήματά τους. Η ακαδημαϊκός και βραβευμένη όσο καμία άλλη Ελληνίδα ποιήτρια, ανήκε στους καλλιτέχνες που λένε εκείνο το κομμάτι της αλήθειας που είναι κρυμμένο στον πάτο κάθε ψέματος. Κι έγραφε ως το τέλος. Έγραφε γιατί είχε να τονίσει όλα αυτά που ενίοτε αγνοούμε, και κρεμούσε χιλιάδες ερωτηματικά σε εκείνα που κάποιοι θεωρούν δεδομένα.

Έγραφε για να θυμόμαστε μέσα από τους στίχους της ότι  ο μοναδικός τρόπος για να βάλουμε οριστικό φρένο στη μοναξιά ενός ανθρώπου, είναι να τη μοιραστούμε μαζί του. Ότι δεν μπορείς να κόψεις στα μέτρα σου τις καταστάσεις που μέλλει να σου τύχουν στη ζωή, μα σίγουρα μπορείς να κόψεις στα μέτρα σου τη νοοτροποία που θα τις αντιμετωπίσεις. Ότι όσο εξιδανικεύεις τους άλλους, τόσο εκείνοι δεν θα ανταποκρίνονται σαν από πείσμα στις προσδοκίες σου και θα σε απογοητεύουν. Και ότι στον έρωτα κυρίως, οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σ’ αυτούς που αρχίζουν να δίνουν χωρίς υπόσχεση, και στο τέλος τα δίνουν όλα, και σ’ αυτούς που αρχίζουν υποσχόμενοι τα πάντα και τελικά δε δίνουν τίποτα. Η Κική Δημουλά, κοντολογίς, γνώριζε πως το ποιητικό σύμπαν είναι γεμάτο με φωνές που καλούν από αστέρι σε αστέρι σε μυριάδες γλώσσες. Και συμμετείχε στη συζήτηση με το σπαθί της. Συμμετείχε γιατί τα λόγια χτίζουν γέφυρες σε ανεξερεύνητες περιοχές, γιατί το κοινό είναι σαν πιάνο, και ανέκαθεν ήξερε ποια πλήκτρα να αγγίξει, και γιατί τα πράγματα που μπορείς να κάνεις τελικά με τους ανθρώπους είναι τρία: να τους αγαπάς, να υποφέρεις γι αυτούς και να τους κάνεις λογοτεχνία.

Δικαίως λοιπόν, η Κική Δημουλά γίνεται θέμα του παρόντος αφιερώματος για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας. Είναι άλλωστε, αυτή που επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο πως όταν ο Θεός δημιούργησε τον άνδρα, συμβουλεύτηκε το νου Του και όταν δημιούργησε τη γυναίκα, συμβουλεύτηκε την καρδιά Του. Είναι αυτή που μας πείθει ότι η ιδιοφυΐα των πιο σπουδαίων γυναικών είναι πάντα η ικανότητά τους να εκφράζουν κάτι βαθυστόχαστο με απλό τρόπο. Έτσι, ας κρατήσουμε μία σκέψη για τις 8 Μαρτίου, μα και για κάθε μέρα: καμία γυναίκα, διάσημη ή μη, δε θα διασταυρωθεί με το πεπρωμένο μας χωρίς να αφήσει πάνω του ανεξίτηλα σημάδια. Αυτή είναι η δύναμή τους. Αυτό και το μυστικό τους και ο σκοπός της ύπαρξής τους.