Η ιστορία της λογοτεχνίας είναι η ιστορία των κοινωνικών και ιστορικών γεγονότων ιδωμένα μέσα από το πρίσμα μικρών ή μεγάλων επεισοδίων των ανθρώπων που την απαρτίζουν. Οι άνθρωποι είναι η ίδια η λογοτεχνική πηγή και αυτό που μας σαγηνεύει είναι η πολλές φορές ταύτισή μας με τους χαρακτήρες ενός ή περισσοτέρων πρωταγωνιστών. Οι ιστορίες που μας εκμυστηρεύονται οι λογοτέχνες και συγγραφείς είναι προσωπογραφίες ανθρώπων που, αν και πολλάκις φανταστικοί, μπορούν και ζουν ανάμεσά μας γιατί οι συγγραφείς είναι οι ίδιοι μέλη της κοινωνίας, άρα εκείνοι είναι εμείς, από εμάς εμπνέονται. Η κοινωνία και η επιστήμη της ιστορίας ανέκαθεν υπήρξαν το αντλιοστάσιο, η πηγή από την οποία οι αφηγητές ιστοριών αντλούσαν πληροφορίες για να χτίσουν το δικό τους συγγραφικό οικοδόμημα άρα βρίσκονταν σε άμεση επικοινωνία και επαφή με όσα συνέβαιναν στην κοινωνία.

Στα χνάρια ενός νέου που κάνει τα πρώτα βήματα στη ζωή μέσα σε μια ιστορική δίνη

Ο Γιώργος Συμπάρδης αυτό έχει επιχειρήσει στα βιβλία του, αυτά που μέχρι τώρα μας έχουν κρατήσει συντροφιά, αυτό επιχειρεί και πάλι εδώ με ακόμα περισσότερη ένταση, με μεγαλύτερη προσήλωση στον εγγενή ρόλο της λογοτεχνίας που είναι να αφουγκράζεται σθεναρά τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία με όχημα την ιστορία. Αφηγηματικά εξαίρετος και καίριος, μας κάνει κοινωνούς της ιστορίας ενηλικίωσης ενός φοιτητή που βιώνει από πρώτο χέρι αυτή τη μετάβαση από την εφηβική στην ενήλικη ζωή σε μια κρίσιμη ιστορική περίοδο για την χώρα, αυτή της επταετούς θλιβερής και τόσο επώδυνης δικτατορίας. Είμαστε εξάλλου κοντά στην συμπλήρωση πενήντα χρόνων φέτος από εκείνη την τόσο ηρωική αλλά και αιματηρή 17η Νοεμβρίου του 1973, χρονιά ορόσημο για την επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα.

Ο Συμπάρδης με άμεσο και δεξιοτεχνικό τρόπο, με σκηνοθετική ματιά καθώς τα πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται είναι αρκετά, μας προσκαλεί να παρακολουθήσουμε τη ροή της σχέσης του ηρωά του τόσο με την ομοφυλοφιλική κοινότητα την οποία συναναστρέφεται όσο και με τον κόσμο της εργασίας στον οποίο αναγκαστικά θα μπει. Η περιπλάνησή του όμως σε αυτόν τον νέο κόσμο που ανοίγεται μπροστά του τον φέρνει ενίοτε σε ρήξη με τον πατέρα του καθώς η οικονομική κατάσταση του πατέρα του επηρεάζει και τον ίδιο. Από την άλλη, θα γνωρίσει και τη Μιμή, μια νεαρή κοπέλα συντηρητική με την οποία όμως επιθυμεί να συνάψει σχέση εκείνη όμως αντιστέκεται προκαλώντας μια αμηχανία στη σχέση τους και αντιδρώντας περίεργα όταν είναι μαζί.

Αυτό που καταφέρνει ο συγγραφέας είναι μια ζωντανή κινηματογραφική διείσδυση στη ζωή του πρωταγωνιστή του καθώς περιγράφει την πρώτη και κρίσιμη χρονιά της δικτατορίας με επίκεντρο την ιστορική πλατεία Κλαυθμώνος. Είναι εκεί όπου στήνεται το θέατρο των εξελίξεων με το θέμα των βασανιστηρίων και των φυλακίσεων να έχουν δυστυχώς την τιμητική τους. Ασφαλίτες βρίσκονται να παρακολουθούν κάθε κίνηση, ο κίνδυνος παραμονεύει σε κάθε κίνηση και όλα αυτά σε μια πλατεία ιστορική και εμβληματική, εκεί όπου κάποτε ήταν η κύρια και πρώτη βασιλική οικία της Αμαλίας και του Όθωνα, εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά των δημοσίων υπαλλήλων που δεν είχαν προσληφθεί. “Αν ήταν ίδιος ο λόγος της σύλληψης και των άλλων ανθρώπων δίπλα μου, αν ίσως και ο τόπος, εννοώ το κηπάριο της πλατείας Κλαυθμώνος απ’ όπου με είχαν περιμαζέψει, ήταν ίδιος, δεν ήξερα. Προσπαθούσα να μαντέψω. Ένας τους έδειξε ενδιαφέρον και με ρώτησε για το σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο παντελόνι που φορούσα, αλλά και ένας από τους δεσμοφύλακες λίγο αργότερα με ρώτησε μέσα από τα κάγκελα για το αναλόγου χρώματος πουκάμισό μου…”.

Το σοκ και ο τρόμος για έναν νέο που προσπαθεί να βρει τα πατήματά του στη νέα εποχή της ζωής του δημιουργούν κενά και γεννούν ερωτήματα. Είναι αυτή η νέα ζωή που ανοίγεται μπροστά του μα τα συμβάντα είναι καταιγιστικά και άκρως συνταρακτικά, προκαλείται ένα ρήγμα και αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί. Αυτή η χρονιά υπήρξε για τον ίδιο κάτι ιδιαίτερα κομβικό και μάλιστα με όλο το χρονικό τόσων γεγονότων που ξεδιπλώνονται μέσα από τις περιγραφές του Συμπάρδη, ο φοιτητής περιμένει μια κάποια λύτρωση όταν ακούει για αντιδράσεις στο καθεστώς ενώ στοχάζεται. “Περπατώντας έφτασα μια μέρα στην Ομόνοια, στον κόσμο που μου ανοιγόταν, χωρίς κανείς να μου μιλάει, χωρίς να με βλέπει ͘ και που τον απολάμβανα, γιατί αυτού του είδους το θάρρος περίσσευε. Αλλά μέχρι αυτού του σημείου και για όσο γυρόφερνα την πλατεία, γιατί για να κατέβω την οδό Αθηνάς και να φτάσω στο Νέον χρειάστηκε να το σκεφτώ και η απόφαση πήρε χρόνο”.

Βρίσκεται σε μια πόλη όπου όλα φαίνονται ξένα και εχθρικά υπό τον φόβο μιας νέας φυλάκισης ή ενός κατά λάθος παραστρατήματος, τότε που όλα παρακολουθούνται από το μάτι του νόμου και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να μιλήσει ή να κατακρίνει το καθεστώς. Οι νέες πολιτικές επιταγές αναστατώνουν άρδην τη ζωή του και οι σπουδές που είναι προγραμματισμένες κρέμονται από μια κλωστή, το ίδιο και οι σχέσεις και όλα τα σχέδια δοκιμάζονται και βρίσκονται υπό αμφισβήτηση γιατί το αίσθημα ελευθερίας και ανεξαρτησίας υπόκειται πια σε νέους αυστηρούς κανόνες. Το μάθημα της Πλατείας Κλαυθμώνος έρχεται να ταυτιστεί με το κλάμα και την οδύνη από την οποία και πήρε το νέο όνομά της η πλατεία για άλλους βέβαια λόγους. Ο Συμπάρδης χαρίζει στον αναγνώστη μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν και εμείς ως θεατές του έργου του ευχόμαστε η αφήγηση να μην τελειώσει ποτέ.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Τελειώνει ποτέ η παιδική μας ηλικία; Υπήρξαμε ποτέ παιδιά – από τις μακρόσυρτες εκείνες ημέρες – για μια έστω ημέρα, παιδιά απονήρευτα; Όσο με αφορά απαντώ αρνητικά”

“Προτιμούσα μια δουλειά αόρατου υπαλλήλου, εσωτερική, για την οποία έψαξα ολούθε στην περιοχή”

Διαβάστε επίσης:

Γιώργος Συμπάρδης – Πλατεία Κλαυθμώνος: Ένα λογοτεχνικό βιβλίο για την ενηλικίωση κατά τη Χούντα