«Οι καθρέφτες λένε πάντα την αλήθεια στην πραγματική ζωή, μόνο στα παραμύθια ταυτίζονται με τις επιθυμίες αυτών που καθρεφτίζονται μέσα τους, ανάγκη επιβεβαίωσης ή άκρατος ναρκισσισμός; Ωστόσο, ο δικός της καθρέφτης μη εθισμένος σε ψέματα και κολακείες θα της πει γι’ ακόμη μια φορά την αλήθεια συνεπικουρούμενος από απτές αποδείξεις που δεν επιδέχονται αμφισβητήσεις».

Με αυτή τη συλλογή διηγημάτων η Κώστια Κοντολέων στήνει έναν πραγματικό καθρέφτη μπροστά στην κοινωνία και την αναγκάζει να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια, εντοπίζοντας εκεί όλη την παθογένεια της, την ανάγκη διαχείρισης του τραύματος, τον σπαραγμό της έμφυλης εκμετάλλευσης, την απώλεια της αθωότητας, τη συνθλιβή της γυναικείας παιδικότητας, τη δύναμη της μνήμης να φυλλομετρά τις αναμνήσεις και να ανακαλύπτει στιγμές του παρελθόντος και πιθανώς τη λύτρωση μέσα από την προσωπική και συλλογική ωρίμανσή της. 

Η συλλογή περιλαμβάνει είκοσι, μικρής έκτασης, διηγήματα, τα οποία συναπαρτίζουν ένα ενιαίο σύνολο για τη χρησιμότητα της προσωπικής και συλλογικής ενδοσκόπησης που οδηγεί εντέλει στην αυτογνωσία, αφού πρώτα εξαναγκάσει το υποκείμενο να διανύσει μια πορεία οδυνηρή, που, όπως γράφει η ίδια «λειτουργεί σαν τυφλή ανασκαφή στα έγκατα του υποσυνείδητου». Μια ανασκαφή που όσο περισσότερο η συγγραφέας επιδίδεται σε αυτή και διεισδύει στις πιο λεπταίσθητες ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων της τόσο φέρνει στο φως τραυματικές εμπειρίες, η διαχείριση των οποίων θα αποδώσει τις σωστές διαστάσεις στις μνήμες και θα οδηγήσει στη μη λήθη. Άλλωστε, αυτό είναι το ζητούμενο, ενίοτε και η εκδίκηση, όπως συμβαίνει στο τελευταίο διήγημα της συλλογής, πάντοτε η συναίσθηση της πραγματικότητας αποτελεί το πρωταρχικό βήμα για τη διασφάλιση της προσωπικής πλέον γαλήνης. 

Οι ήρωες της Κώστιας Κοντολέων αναμετρούνται με το παρελθόν, για να περάσουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Τοποθετούν σε συγκεκριμένες βάσεις τα δεσμά τους και τα σπάνε κοιτώντας κατάματα στον καθρέφτη, αντικρίζοντας εκεί τους εφιάλτες των παιδικών τους χρόνων, τους δράκους που συντάραξαν το κορμί τους και βίασαν την ψυχή τους, τις αδυναμίες τους αλλά και τις ευθύνες του περιβάλλοντός τους. Τότε μόνο βρίσκουν τη φωνή τους αλλά και τη δύναμη να γκρεμίσουν εκείνους οι οποίοι δόμησαν το παρελθόν αυτό. Ανακαλύπτουν τα αίτια και τα αιτιατά της δικής τους κατάρρευσης, για να ανασηκωθούν μόνο όταν επινοήσουν μια νέα πραγματικότητα, μακριά από ψευδή δεκανίκια και επινοημένες αλήθειες. Καθώς μέσα από αυτή την κατάρριψη επέρχεται η αυτοθεραπεία. Αναδύεται ο εσώτερος πληγωμένος εαυτός και αναζητά, επιτέλους, την κάθαρση, τη σωτηρία μέσα από τον καθαρμό της αθωότητας που χάθηκε, κάποτε μάλιστα ακαριαία. 

Η συγγραφέας βάζει στο χαρτί τα δεδομένα της κοινωνικής αποδόμησης και καταγράφει τη μοναξιά που γίνεται εφαλτήριο ασύμμετρων παιχνιδιών με τη ζωή των άλλων, τη αδήριτη και αιώνια ανάγκη για δικαίωση, για ταυτοτική συνειδητότητα, για εξιλέωση.

 Στο πρώτο διήγημα της συλλογής με τον τίτλο Ασύμμετρο παιχνίδι μιλά για αχόρταγες φαντασιώσεις μιας ιδιότυπης φυλακής που οδηγούν στην ψύχωση και εν τέλει στο σπάσιμο των απροσδιόριστων προσωπικών ορίων. Για να ακολουθήσει το εξαιρετικό διήγημα  Το Δείπνο, όπου εκεί στήνει ένα άυλο σκηνικό και κατατεμαχίζει τις μνήμες, αποδίδει ευθύνες, επιδίδεται σε έναν απολογισμό ζωής, για να διαχειριστεί το τραύμα της παιδικής ηλικίας, στον βαθμό που μπορεί, επειδή συχνά η ζωή τυλίγεται σε ένα λευκό τούλινο φόρεμα και τα τούλινα φορέματα καίγονται όμορφα. Λιώνουν στην πυρά της υπόγειας παρακμής που διαπερνά την ίδια τη ζωή και τις αισθήσεις. Στο διήγημα Η επόμενη ημέρα, το μικρότερο σε έκταση αλλά μεγάλο σε βάθος, η μνήμη ηγεμονεύει το παρελθόν όταν η φθορά οδηγεί τον άνθρωπο προς την άυλη διάσταση του θανάτου και η επόμενη μέρα σε μια έκπτωτη πλέον πραγματικότητα, με τον χρόνο μοναδικό και αδέκαστο κριτή της ζωής.

Η δουλειά του πατέρα είναι το διήγημα που αγγίζει από τη μια το παρελθόν και συνοψίζει στην καταληκτική του φράση το μέλλον της νέας εποχής που έρχεται. Κι ενώ μοιάζει να εστιάζει σε πνιγηρές μνήμες ενός ορφανού παιδιού αναδεικνύει ταυτόχρονα τις αμφιβολίες και τους δισταγμούς της κοινωνίας για τη νέα τάξη πραγμάτων και τα αποτελέσματά της στις επόμενες γενιές που θα κληθούν να την ενστερνιστούν. Στο ευρηματικό διήγημα Η μετακόμιση το βλέμμα διατρέχει ό,τι εγκαταλείπει, τους τοίχους του σπιτιού, τις γκραβούρες της οικογενειακής συλλογής, το σχολικό τετράδιο, ξεθωριασμένα γράμματα, ακυρωμένες υποσχέσεις και η Κοντολέων στήνει το σκηνικό ενός ιδιότυπου, «αρχέγονου θυσιαστηρίου και κρεμά τα «σφάγια των πολλαπλών αναμνήσεων», όπως γράφει. Για να περάσει στο επόμενο με τον τίτλο Η πασαρέλα του πηλού και να συνοψίσει εκεί τη δύναμη του παράδοξου, όταν ο άνθρωπος επιστρέφει στη μήτρα της ζωής, το χώμα, ενδύεται τη λάσπη και ταυτόχρονα απεκδύεται το φύλο, τα χαρακτηριστικά του, την κοινωνική και ταξική του θέση, την ταυτότητα, τον φόβο, την αιδημοσύνη. Στο Η φοβερή προστασία του ψυχικού και σωματικού βιασμού καταθέτει υπαινικτικά τον συμβολισμό του πουλιού με την παιδική αγνότητα που χάνεται με το μοτίβο του κακού λύκου, μιας αγέλης λύκων καλύτερα, και της κοκκινοσκουφίτσας να υποδηλώνει ξεκάθαρα τη βιαιότητα των πρώτων ακούσιων αγγιγμάτων. Στο «Θα μείνω!», μόνο λέει η τρυφερότητα επιστρέφει περιγράφοντας την πρώτη δυνατή συγκίνηση μιας ανατρεπτικής γνωριμίας που θα αλλάξει τη ζωή δυο ανθρώπων για πάντα για να ακολουθήσουν το εξαιρετικό διήγημα Η Ίμα στις αυλές της ανέχειας με τη μοναξιά και την ανάγκη να ζήσει κανείς το όνειρο να πνίγονται στην ανέχεια μιας αυλής και τους ήχους της Ίμας Σουμάκ να δημιουργεί ψευδαισθήσεις και το Κούκλες με τον καλά ενορχηστρωμένο διάλογο με απρόσκλητες μνήμες και τον εσώτερο εαυτό της ηρωίδας που οδηγεί στη λύτρωση. Μια, δυο, τρεις φωνές τιτλοφορείται το επόμενο διήγημα και εκεί η αφήγηση μεταφέρεται διαδοχικά από την Άννα, τη χαμένη κόρη στην πυρκαγιά του σινεμά της Λήμνου, στον πατέρα της, τον Δημητρό που βιώνει τη μέγιστη απώλεια για να περάσει στον Μάνο, τον γιο του Δημητρού από τον επόμενο γάμο του. Ακούμε έτσι τους τρεις πρωταγωνιστές της ιστορίας αυτής να διηγούνται τη δική τους εκδοχή για τον πόνο μπροστά στον βίαιο θάνατο και τις συνέπειές του. Στο Να ζεις και να πεθαίνεις στη Ville d’ Avray, τα όνειρα κάποτε τελειώνουν και τη θέση τους παίρνουν οι εφιάλτες. Ο θείος Σάκης με την παλιά ακρωτηριασμένη φωτογραφία που επιμένει να τη δεις για να σου θυμίσει ότι τα ψαλίδια κάποτε ανοίγουν δρόμους στη λήθη. Η πρώιμη σεξουαλική ταυτότητα αποτυπωμένη σε ένα παλιό λεύκωμα σαν αυτά που είχαν οι νέοι μιας άλλης εποχής με τις ερωτήσεις «τι εστί έρως; Τι εστί φιλία; Τι εστί αγάπη και κάποιες από αυτές να μένουν αναπάντητες και τις φριχτές Συναλλαγές με τον Ευριβιάδη να τάζει κούκλες και καραμέλες σε ένα παιδί και να το βιάζει. Κι επειδή Φοβάται η μητρική αγκαλιά να γίνεται το καταφύγιο από τους παιδιάστικους φόβους και η απώλειά της να σηματοδοτεί τον εγκλεισμό της παιδικής ψυχής στους παντοτινούς εφιάλτες. Οι τροβαδούροι της λαϊκής με το τραγούδι τους στη μέση ενός αστικού τοπίου και οι αθώες φωτογραφίες να επαναφέρουν το μοτίβο της επώδυνης ενηλικίωσης. Η συλλογή κλείνει με το διήγημα Η εκδίκηση που, όπως και στο Δείπνο, η Κοντολέων επιδίδεται σε μια ηχηρή απόδοση ευθυνών στους υπαίτιους τελικά της οδυνηρής προσαρμογής ενός παιδιού στον κόσμο των μεγάλων.

Η Κοντολέων υπογράφει είκοσι σπαρακτικά διηγήματα για βλέμματα που αφηγούνται αλήθειες, εξομολογήσεις που δεν έγιναν, ανάσες που κάηκαν, αγγίγματα που θα έπρεπε να απαλύνουν τη ζωή αλλά πόνεσαν, μυρωδιές από καμένες σάρκες ονείρων που στοίχειωσαν τον νου, ιδρώτες που έσταξαν στο μέτωπο της αδιαφορίας και σχέσεις που μάτωσαν το κορμί και την ψυχή της αθωότητας. Και το κάνει με την ίδια γλωσσική αισθητική που χαρακτηρίζει όλο της το έργο. Με μια εκφραστική τρυφερότητα ακόμα και όταν περιγράφει το πιο σκληρό γεγονός, την πιο αιχμηρή αλήθεια, την ψαλιδιά εκείνη που ανοίγει δρόμους στη λήθη αντιπαλεύοντας την πιο επώδυνη μνήμη.

Διαβάστε επίσης:

Κώστια Κοντολέων – Η Ίμα στη Ville d’Avray: Ένα βιβλίο με είκοσι διηγήματα