Ένας μύκητας το κακό που προέρχεται από το χέρι και την ψυχή του ανθρώπου. Κατακυριεύει τα πάντα και σαρώνει τον κόσμο. Φιμώνει τα στόματα που πρέπει να ουρλιάξουν και μετατρέπει το γλυκό τραγούδι της ζωής σε μια βραχύχρονη ματαίωση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας. Ξαπλώνει κάτω τις καρδιές προκειμένου να ποδοπατηθούν, και οι μέρες όσων υποφέρουν θυμίζουν κελιά στα οποία οι τοίχοι δεν είναι παρά καθρέφτες που διαστρεβλώνουν τα είδωλα του πόνου και της απόγνωσης. Κάπως έτσι ξεκινούν όλα. Από μιαν ύπουλη χειραγώγηση πίσω από κλειδωμένες πόρτες. Από μια βαθιά, σαν χαρακιά, προσβολή. Από την αντιστροφή μιας παλάμης που ήρθε και προσγειώθηκε καυτή σε ανυποψίαστα πρόσωπα. Από το γεγονός ότι η ταπείνωση κάποιων, αποτελεί τη στιγμιαία απόλαυση και υπεροχή κάποιων άλλων. Και ακριβώς έτσι γεννιούνται οι ιστορίες, στις οποίες πρωταγωνιστούν βασανιστές και βασανισμένοι. Μα αν η Λογοτεχνία είναι γυναίκα όπως θα πουν οι ρομαντικοί, είναι αυτή που μας αφυπνίζει πρώτη ενάντια στην κακοποίηση του θηλυκού γένους.

Είναι κάποια μέρη του κόσμου τόσο γαλήνια, που μπαίνει κανείς στην διαδικασία να αναρωτηθεί αν ο ήλιος παύει ποτέ να λάμπει στον ουρανό. Αν τον διαδέχεται το σκοτάδι, αν έρχονται μπόρες απρόσκλητες. Αν ενίοτε τα δέντρα στους δρόμους χορεύουν καθυποταγμένα στη μανία του ανέμου. Κι είναι και κάποια σπίτια με μεγάλους φροντισμένους κήπους, μυρωδιές φαγητού και γλυκισμάτων που ξεφεύγουν από τα σωθικά τους, και φωτεινά χρώματα στους τοίχους, που δεν σε προϊδεάζουν για την φρίκη που σαν ατάιστο φίδι κουλουριάζεται εντός τους. Σε ένα τέτοιο σπίτι ζουν η Μεγκ κι η αδελφή της, Σούζαν. Ή καλύτερα, στο σκοτεινό υπόγειό του. Η θεία τους, Ρουθ, υπνωτισμένη από την παράνοια και τον συναισθηματικό λήθαργο της ψυχής της, θα γίνει ο χειρότερός τους εφιάλτης. Σε ένα ήσυχο αμερικανικό προάστιο, δυο κορίτσια θα κακοποιηθούν με τον πιο βάναυσο τρόπο, θα ζήσουν ζωές σε σιωπηρή απελπισία. Θα πάρουν αγκαλιά τον τρόμο, θα δεχτούν το χάος, αλλά ακόμη κι εκείνο θα λυγίσει μπροστά στα βασανιστήρια, τα οποία θα υπομείνουν. Τσιγάρα που σβήνουν στο ανθρώπινο δέρμα, μαχαιριές που φτάνουν ως το κόκαλο, σπασμένα δόντια χυμένα στο κρύο δάπεδο, μώλωπες  και λιμνούλες αίματος που φτάνουν ως τις μύτες των αναγνωστικών παπουτσιών, μέχρι να δοθεί το τέλος, είναι όσα θα βρει κανείς στο βιβλίο του Τζακ Κέτσαμ, «Το κορίτσι της διπλανής πόρτας» (εκδόσεις Λογείον). Βασισμένο στην αληθινή ιστορία της δεκαεξάχρονης Σίλβια Λίκενς που κακοποιήθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στις 26 Οκτωβρίου 1965 βρέθηκε νεκρή στο υπόγειο του σπιτιού της, ο Κέτσαμ προσφέρει στον αναγνώστη μια έντονη, ή πιο σωστά τραυματική εμπειρία, στην οποία ο Θεός εκφράζεται μέσα από το καθετί ενώ ο διάβολος μόνο μέσα από τον άνθρωπο. Μέσα από την κακοποίηση μιας νεαρής κοπέλας, την αδυναμία της να ξεφύγει, και την σιωπή στην οποία όλοι συνεργούμε, ο συγγραφέας καταδεικνύει την κοινωνία με παρατεταμένο δάχτυλο. Όταν όλα θα έχουν τελειώσει, όταν το στομάχι θα έχει σφιχτεί από την παρατεταμένη φρικαλεότητα, τότε θα αντιληφθούμε πως ό,τι απαιτείται για το θρίαμβο του κακού, είναι κάποιοι «καλοί» άνθρωποι να μην κάνουν τίποτα. Αλήθεια, τι γνωρίζετε εσείς για όλα τα κορίτσια της διπλανής πόρτας;

Ή τι γνωρίζετε για όσα συμβαίνουν μίλια μακριά μας και βρίθουν από αδικία, νόμους της κόλασης και παραδειγματικές τιμωρίες σε ανύπαρκτα εγκλήματα; Τι γνωρίζετε για τις γυναίκες που βιάζονται και ληθοβολούνται γι’ αυτό; Η Νουρ είναι μία τέτοια γυναίκα. Το σώμα της σαρώθηκε από ανεπιθύμητες ορέξεις, η ψυχή της σχίστηκε σαν λεπτό ύφασμα κι η ζωή της μια κλεψύδρα που αδειάζει λεπτό το λεπτό προκειμένου να σωθεί η ανδρική τιμή και το χωριό της στα βάθη της ερήμου από την προσβολή των ηθών. Στο πλάι της μόνο μια Γαλλίδα που αφουγκράζεται τους χτύπους της ρημαγμένης της καρδιάς και γυρεύει σανίδα σωτηρίας για δικό της λογαριασμό. Απέναντί της ο μουλάς, κι οι πέτρες που περιμένουν να σκάσουν ως οβίδες πάνω στη δήθεν αμαρτία και ντροπή της. Μέσα της, το πιθανότερο, ο καρπός του βασανιστή της, και γύρω της ένας κόσμος που δε νιώθει, δεν κατανοεί και το κυριότερο, δε λυπάται. Η Βένους Κουρί Γκατά με το συγκλονιστικό βιβλίο της «7 Πέτρες για τη μοιχαλίδα» (εκδόσεις Λιβάνη), μεταφέρει τον αναγνώστη κάπου όπου ο πολιτισμός θεωρείται ξένο σώμα και οι γυναίκες είναι σκεύη ηδονής προς ανακύκλωση. Η κακοποίηση δεν τιμωρείται, αλλά αντιθέτως επιβραβεύεται και το θύμα απομονώνεται στη χώρα της οδύνης να σβήσει από την δίψα μιας ζωής που οι άλλοι τού καθορίζουν με ψυχρή λογική. Θα μπορέσει ο φύλακας άγγελος της Νουρ να τη γλιτώσει από το σαδιστικό τέλος που οι άλλοι τής προορίζουν; Το μόνο σίγουρο είναι πως για ‘κείνη, όπως και για τόσες κακοποιημένες ψυχές, το να ζεις, πολλές φορές, είναι από μόνο του μια θαρραλέα πράξη.

Μια θαρραλέα πράξη επιτέλεσε την Τρίτη, στις 9 Οκτωβρίου 2012 στα δεκαπέντε της χρόνια κι η Μαλάλα Γιουσαφζάι που τόλμησε να διεκδικήσει το δικαίωμά της στην εκπαίδευση, όταν οι Ταλιμπάν κατέλαβαν την εξουσία στην κοιλάδα Σουάτ στο Πακιστάν. Το κορίτσι πυροβολήθηκε στο κεφάλι τη στιγμή που ετοιμαζόταν να αποβιβαστεί από το σχολικό λεωφορείο. Για μια στιγμή, όλοι πίστεψαν πως ήταν νεκρή. Το αίμα της μούσκεψε το δρόμο, τα ρούχα και τα χέρια των περαστικών. Η θλίψη της οικογένειάς της μεγάλη ενώ το πιο σκληρό από όλα, ήταν εκείνο το μαύρο ενδεχόμενο πως δεν θα κατάφερνε να κρατηθεί στη ζωή. Έδωσε γενναία μάχη για να τα καταφέρει, και επέζησε σαν από θαύμα. Τα βάσανα της μικρής δεν τελειώνουν στον τραυματισμό της, ούτε και στη δεσποτική απαγόρευση, την οποία όφειλε να υπακούσει. Η οικογένειά της κυνηγημένη από τον όμβρο των Ταλιμπάν ξεριζώνεται από τον τόπο της για να σωθεί και μάχεται ενάντια στην κακοποίηση, αλλά και την τρομοκρατία. Παλεύει για το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή, στην εκπαίδευση, στις ίσες ευκαιρίες, μα και την γυναικεία ανεξαρτησία. Η Μαλάλα Γιουσαφζάι που υπογράφει το βιβλίο «Με λένε Μαλάλα» (εκδόσεις Πατάκη), κι πονεμένο, αλλά παγκόσμιο σύμβολο ειρήνης έρχεται να μας θυμήσει μέσα από την τρομακτική περιπέτειά της ότι αν ο φόβος είναι αντίδραση, το θάρρος είναι απόφαση και πως μόνο αφού έχουμε χάσει τα πάντα, είμαστε ικανοί για τα πάντα. Η Μαλάλα που απέσπασε το Νόμπελ Ειρήνης το 2014, υπερασπίστηκε με κίνδυνο τα δικαίωματα του ανθρώπου, καθώς η ανεξαρτησία δεν είναι το γέμισμα ενός κουβά, μα το άναμα μιας φλόγας, σε αντίθεση με την κακοποίηση που μοιάζει πιο πολύ με την άρνηση του τυράννου να δει τον εαυτό του μέσα στους άλλους.

Με αφορμή την 25η Νοεμβρίου που με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, έχει ανακηρυχθεί από το 1999 ως Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών, η Τέχνη του Λόγου έχει παραμερίσει για λίγο μόνο τη μυθοπλασία κι ερευνά τις αληθινές ιστορίες. Εκείνες που μας αποκαλύπτονται μόνο όταν το φως διώχνει το σκοτάδι, μόνο όταν η αγάπη τολμά να αποδεκατίσει το μίσος. Για τις κλειστές πόρτες, για τους ζοφερούς λυγμούς, για κάθε κραυγή που αποσιωπούν όσοι κυκλοφορούν στους δρόμους χωρίς καρδιά, μία είναι η λύση: όλα αντιμετωπίζονται όταν δε σωπαίνεις. Όλα παίρνουν ζωή όταν δεν αδιαφορείς. Όλα σού αξίζουν, και πιο πολύ η ελευθερία. Κι η ευτυχία που μέσω αυτής, ρέει στο αίμα σου.


Διαβάστε επίσης: 

Με λένε Μαλάλα – Malala Yousafzai & Christina Lamb