Το “είναι” και το “κατοικείν”

Η έκθεση Η Ελάχιστη Δομή, περιστρέφεται γύρω από το ζήτημα της κατοίκησης, ως έκφρασης και υπόστασης της κοινωνικής ζωής κι ως έμπρακτης οικειοποίησης του χώρου∙ εκκινεί από έναν προβληματισμό που εκφράστηκε ήδη από τα χρόνια του Ρομαντισμού, οπότε υπογραμμίστηκε η σημασία του φυσικού στοιχείου για τον άνθρωπο. Το ζήτημα αυτό δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί μια σειρά μελετητών από το φάσμα της φιλοσοφίας και της αρχιτεκτονικής μέχρι και σήμερα.

 

Στο επίκεντρο της έκθεσης βρίσκεται η καλύβα του Χάιντεγκερ στο Μέλανα Δρυμό, σαν τόπος που τροφοδότησε τη συστηματοποίηση της σκέψης του φιλοσόφου σε σχέση με το χώρο και την κατοικία[1]. Εκεί, ο φιλόσοφος τόνισε την άμεση σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και του χώρου διαβίωσης ως του πεδίου ύπαρξης εντός του κόσμου. Ως σημείο εκκίνησης ορίζεται το γεγονός αυτό, αναδεικνύοντας την αρχετυπική μορφή της κατοικίας και τους τρόπους που εκείνη ως δομή καθεαυτή ή ακόμη κι ως φαντασιακή κατάσταση επανέρχεται και επανερμηνεύεται στο σύγχρονο πλαίσιο. Άλλωστε η εστία συχνά αντιμετωπίζεται ως ένα στοιχείο που ακολουθεί και “πιστοποιεί” την εξέλιξη και βρίσκεται σε συνεχή διαμόρφωση, καθορίζει και καθορίζεται από την καθημερινή ζωή.

 

Το αρχέτυπο της καλύβας, είναι κάθε άλλο παρά εσωστρεφές: ανοικτό προς τα έξω, προϋποθέτει μια διαφορετική ένταξη στον περιβάλλοντα χώρο, όχι με όρους επιβολής επ’ αυτού, αλλά συνύπαρξης. Αποτελεί ένα στοιχειώδες, απολύτως απαραίτητο περίβλημα που υπάρχει κατά έναν παράδοξο τρόπο ως η πρώτη εικόνα που έχει κανείς για την κατοικία και παραμένει ως ψήγμα εντός του. Ο τίτλος της έκθεσης, λοιπόν, “η ελάχιστη δομή”, παραπέμπει σε αυτό ακριβώς: το απογυμνωμένο από περιττά στοιχεία πλαίσιο που συνθέτει την οικία- καλύβα, της οποίας ο χρηστικός ρόλος επιτελείται μέσα από την απλότητα.

 

Πρόκειται για μια ομαδική έκθεση, όπου οι συμμετέχοντες εκθέτουν από ζωγραφική, φωτογραφία, εγκαταστάσεις, κατασκευές, γλυπτά, μέχρι αρχιτεκτονικές μελέτες. Η εικαστική απόδοση του θεωρητικού πλαισίου  διαμορφώνεται μέσα από αυτόν τον “πλουραλισμό”, με την έννοια της ελάχιστης δομής να προσεγγίζεται άλλοτε από την κυριολεκτική, κι άλλοτε από τη μεταφορική της πλευρά. Σχηματικά, η προσέγγιση των έργων θα μπορούσε να δομηθεί σε κάποιους κεντρικούς άξονες, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο συνθέτουν τα επίπεδα- στάδια της αφήγησης.

 

Αρχικά, βλέπει κανείς “απτά” παραδείγματα αυτής της ελάχιστης δομής, με την εγκατάσταση της Μάρως Φασουλή να κάνει νύξη για το χειρισμό του υλικού από μια αρχιτεκτονική που δε χρησιμοποιεί το θεμέλιο, αλλά την τεχνική της αντιστήριξης. Εδώ βρίσκεται το έργο του Αλέξανδρου Παπαθανασίου, όπου δύο στοιχεία που χαρακτηρίζονται από την ελάχιστη υλικότητά τους, ένα μπαλόνι και μια λεπτή ξύλινη βέργα, αλληλεπιδρούν παράγοντας ένα νέο αποτέλεσμα.

 

Σε ένα μεταφορικό επίπεδο, εκεί που τα όρια του κόσμου και του είναι συμπίπτουν, βρίσκεται το ανθρωπόμορφο γλυπτό του Ζήση Κοτιώνη που τελεί χρέη σώματος και χώρου μαζί, ένα περίβλημα- καλούπι σώματος που απελευθερώνει την έκφραση του ενοίκου του (εγκατάσταση του Γιώργου Γυπαράκη) και το έργο της Χριστίνας Σγουρομύτη όπου σώμα και κατοικία αναπτύσσονται μαζί και συνυπάρχουν διαρκώς (όπως συμβαίνει και στο έργο των Extra- Conjugale).

 

Περνώντας στη λειτουργία της καλύβας ως χωρικού πεδίου, μια σειρά έργων ερμηνεύει την ποικιλία στις όψεις και τις εκδοχές του τί προσφέρει. Σαν τόπος, αλλά και σαν βλέμμα στον κόσμο, τροφοδοτεί την ενατένιση την ενδοσκόπηση και την παρατήρηση. Έτσι, ο Γιάννης Δελαγραμμάτικας την παρουσιάζει μέσα από τις φωτογραφίες σαν κυριολεκτικό τόπο- ορμητήριο αντιστασιακής δράσης. Ο Κώστας Χριστόπουλος μοιάζει να την προσεγγίζει ως μεταίχμιο, με την κατασκευή του από ξύλινο δάπεδο και κερί να λειτουργεί ως κατώφλι προστασίας. Με παρόμοιο τρόπο, ο Νίκος Σεπετζόγλου την παρομοιάζει με ένα σκάφανδρο σωτηρίας. Σε μια άλλη προσέγγιση, στο Canal for Breathing, η Νάνα Σαχίνη επενδύει το γλυπτό της με βρώσιμα υλικά, παραπέμποντας στις αισθήσεις εκείνες που ανακαλούν έντονα τις μνήμες και λειτουργούν πολλές φορές σαν καταφύγιο. Σε άλλα παραδείγματα, υπάρχει η καλύβα ως επιθυμία (Λεωνίδας Παπαλαμπρόπουλος), ως απομόνωση (Ιωάννα Στρατόγλου) κι ως απόσυρση (Συμεών). Ακόμη, βλέπουμε το χώρο να αποκτά νέα διάσταση στην ευφυή κατασκευή του Γιάννη Ισιδώρου: ένα κλουβί όπου ο ένοικός του -ένα χάμστερ- εν αγνοία του “παράγει” φιλοσοφική σκέψη μέσα από την κίνησή του σε αυτό.

 

Στη συνέχεια, συναντά κανείς έργα που πραγματεύονται το χώρο από την πλευρά της δυναμικής επιρροής του στο βλέμμα, όπως στα επιτοίχια του Ανδρέα Λυμπεράτου με την πλωτή κατοικία και του Θεόδωρου Ζαφειρόπουλου όπου αποδίδεται, μέσα από μοντάζ, μια νέα εικόνα του περιβάλλοντος και της Φωτεινής Παπαχατζή που μέσα από τη διαδραστική βίντεο-προβολή, συνδυάζει την προβολή ενός απέραντου τοπίου με τις ρήσεις φιλοσόφων. Σε μια διαφοροποιημένη εκδοχή του παραπάνω, εμφανίζεται η κατοικία ως τόπος παρατήρησης του “άλλου”, του “έξω” μέσα από τις χαραμάδες και τα ανοίγματα (Αζάντ των Μαρία Λιανού, Πάνου Ξενάκη, Αλέξανδρου Χριστοφίνη και Co-authoring της Βασιλικής-Μαρίας Πλαβού) κι ως πεδίο εξωστρέφειας και διαρκούς αναζήτησης (Folly της Ειρήνης Μπαχλιτζανάκη).

 

Παράλληλα, εντοπίζεται μια οπτική που παραπέμπει στο υπόλειμμα αυτής της αρχετυπικής δομής στο παρόν, μέσα από μια “ερειπωμένη” απόδοση∙ μια μακέτα υπό κατάρρευση (Δημήτρης Εφέογλου), γλυπτά από ξύλο που παραπέμπουν μορφολογικά σε φωλιά (Δημήτρης Αμελαδιώτης), το ίχνος και το απομεινάρι της (Κωστής Σωτηρίου). Σε αυτά, μπορεί να προστεθεί η λεκτική άρθρωση της απώλειας (Αντώνης Κατσούρης), όπως και τα γλυπτά του Κωστή Βελώνη, που μέσα από την “ατέλεια” της μορφής τους δηλώνουν την ύπαρξή τους.

 

Ακόμη, ανιχνεύεται στην έκθεση μια ακόμη πτυχή- αυτή της “επιβίωσης” της καλύβας μέσα στο αστικό στοιχείο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Χρήστος Παπούλιας εκθέτει μια μη- ολοκληρωμένη μελέτη μιας σύγχρονης καλύβας, η οποία εναρμονίζεται με το τοπίο που την περικλείει. Η πτυχή της επίμονης επαναφοράς της ρίζας διαφαίνεται στα σχέδια από μελάνι του Γιάννη Γρηγοριάδη, που λειτουργούν σαν ιδιότυποι χάρτες που απεικονίζουν γεωγραφικούς συνδυασμούς. Αντίστοιχα, στις φωτογραφίες του Πάνου Δραγώνα και της Βαρβάρας Χριστοπούλου, απεικονίζεται η εισβολή ενός ξύλινου παρατηρητηρίου στον ορίζοντα της πόλης. Από την άλλη, ο Κώστας Ρουσσάκης, με την κατασκευή που παραπέμπει σε κουνιστή πολυθρόνα, ενσωματώνει την παράμετρο της επικοινωνίας σε εκείνη της απομόνωσης. Στην περίπτωση της εγκατάστασης των Εύας Παπαμαργαρίτη και Δήμητρας Βογιατζάκη δημιουργείται ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας, μέσα στο οποίο η καλύβα μοιάζει σαν καταφύγιο. Τέλος, με μια πρωτότυπη διαδραστική συσκευή, το Hint Generator, ο Γιάννης Αρβανίτης κι ο Δημήτρης Μπαλτάς, με έναυσμα τη λιτότητα της μορφής, αναδεικνύουν τις νέες διαστάσεις που μπορεί να πάρει αυτή, σαν πυξίδα προσανατολισμού μέσα στις καθημερινές πρακτικές που χαρακτηρίζονται από τη διαδικτυακή κουλτούρα.

 

Σαν γενική εικόνα της έκθεσης, τα έργα που παρουσιάζονται, καταφέρνουν να “αρθρώσουν διάλογο” με την προβληματική αυτή που ορίζεται από το θέμα, αν και σε κάποιες περιπτώσεις, ίσως να μην αποφεύγεται η περιγραφική απόδοση. Υπάρχουν αρκετά ευφάνταστα παραδείγματα, που κατορθώνουν να δημιουργήσουν μια ενότητα συνόλου, με την ποικιλία των μέσων να ευνοεί την αφήγηση. Σε αυτό, έρχεται να προστεθεί η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα θεματική, η οποία, τροφοδοτεί μια σειρά εκφάνσεων που αφορούν το παρόν, με ένα θεωρητικό πλαίσιο άρτια δουλεμένο και ανάλογα δομημένο. Με αυτόν τον τρόπο, αναδύονται συμβολικές προεκτάσεις, όχι ως επιταγή επιστροφής στη φυσική ζωή, αλλά ως προβληματική για την καθολικότητα του φαινομένου της επίμονης παρουσίας κι αναζήτησης αυτής της ελάχιστης δομής.

 


[1] Αναφορά στην κατεξοχήν διάλεξη γύρω από τη σχέση ανθρώπου- χώρου: Μάρτιν Χάιντεγκερ, Κτίζειν, Κατοικείν, Σκέπτεσθαι, (Ντάρμασταντ, Γερμανία, Αύγουστος 1951).

 

*Έως τις 13 Νοεμβρίου, στον εκθεσιακό χώρο του Ρομάντσο, Η Ελάχιστη Δομή μια έκθεση εικαστικών και αρχιτεκτόνων θα επιχειρήσει να διερευνήσει το αμφιλεγόμενο ίχνος της καλύβας. Επιμέλεια έκθεσης: Αποστόλης Αρτινός. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ