Δεν είναι τυχαίο αυτό που λέγεται συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, πως δηλαδή είναι χίλιες φορές καλύτερο να αθωώσεις έναν ένοχο παρά να καταδικάσεις έναν αθώο και μάλιστα να του στερήσεις την ίδια του τη ζωή βασιζόμενος σε λάθος συμπεράσματα, σε εσφαλμένες αβέβαιες αποδείξεις, να σπιλώσεις την υπόληψη και την αξιοπρέπειά του στερώντας του την ελευθερία του για κάτι που δεν φταίει. Και ακόμα περισσότερο να τον οδηγήσεις στον θάνατο με αβάσιμα ενοχοποιητικά στοιχεία όταν ο ίδιος δηλώνει αθώος και πάλι αθώος. Δεν έχει σημασία βέβαια τι ισχυρίζεται ο ίδιος στην προκειμένη περίπτωση, αν και ο ένοχος κάποια στιγμή λυγίζει και αποδέχεται την ενοχή του ύστερα από πιέσεις από τους ενάγοντες και το πλήθος. Αυτό που μετράει είναι αναμφίβολα πως όλα συγκλίνουν στο γεγονός πως ο ίδιος δεν ήταν ο κατηγορούμενος που όλοι δίκαια αναζητούν μα τελικά εκείνος που απουσία κατηγορουμένου επωμίστηκε το έγκλημα, παραπλανημένος και κατατρεγμένος από εκείνους που είχαν λόγο να τον στοχοποιήσουν.

Η θέση ενός αθώου στο στόχαστρο σημαίνει την πλήρη αδυναμία απόδοσης δικαιοσύνης

Ο λόγος για τον Μαχμούτ Ματάν, τον Σομαλό που είχε την ατυχία να βρεθεί στο λάθος σημείο την λάθος στιγμή και έγινε με μεγάλη ευκολία ο αποδιοπομπαίος τράγος, εκείνος που οδηγήθηκε στην φυλακή ως ο κύριος ύποπτος του στυγερού εγκλήματος μιας κοπέλας, ενός εγκλήματος που φυσικά ποτέ δεν διέπραξε. Είναι πολλές φορές τέτοιες οι συγκυρίες και οι συνθήκες που διαμορφώνονται που ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει το επίκεντρο του κόσμου για τους λάθος λόγους. Στην γειτονιά και την πόλη του Κάρντιφ στην Σκωτία, η κυκλοφορία και η παρουσία Σομαλών ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο κατά τη δεκαετία του 1950 όταν και πολλοί ξένοι από την Αφρική είχαν κατακλύσει την χώρα για ένα καλύτερο αύριο, για ένα μέλλον πιο ευοίωνο καθώς στις χώρες τους η πολιτική και κοινωνική κατάσταση βρισκόταν στα αζήτητα και άρα αναζητούσαν καλύτερη τύχη τόσο για εκείνους όσο και για τις οικογένειές τους.

Οι έγχρωμοι πολίτες που δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητοί στην χώρα και την πόλη, κάποιοι από αυτούς όντως ήταν εγκληματικά στοιχεία, γίνονταν συχνά στόχων ρατσιστικών σχολίων και άλλων συμπεριφορών που δεν τιμούν επ’ ουδενί το ανθρώπινο γένος και όλα αυτά γιατί γεννήθηκαν με λάθος χρώμα. Ωστόσο, μην λησμονούμε πως είναι η εποχή εκείνη, η δεκαετία του ’50 δηλαδή, που θα σημάνει την αρχή της επιθετικής και φυλετικής διάκρισης προς τους μαύρους τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε χώρες της Ευρώπης. Τα κινήματα κατά των μαύρων πολλά και οι δολοφονίες μαύρων ακόμα περισσότερες, το κλίμα ετοιμάζεται για όσα θα συμβούν τη δεκαετία του ’60 με την δολοφονία Κένεντυ και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Τα όσα εκτυλίσσονται στο μυθιστόρημα, που μακάρι να ήταν μυθοπλασία, είναι ένας μικρόκοσμος των όσων συμβαίνουν στον “πολιτισμένο” δυτικό κόσμο.

Το βράδυ της δολοφονίας ο Ματάν κινήθηκε για άλλους λόγους στην περιοχή όπου έλαβε χώρα το έγκλημα και εθεάθη από κάποιους μάρτυρες. Στα πρακτικά της δίκης γίνεται λόγος για το πρόσωπό του αλλά δεν υπάρχουν παρά μαρτυρίες και όχι τρανές αποδείξεις για την συμμετοχή του και δράση του στο έγκλημα. Είναι εύκολο από ό,τι φαίνεται να κατηγορηθεί κάποιος από το να επικρατήσει η ψυχραιμία και με λογική να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για διαλεύκανση της υπόθεσης. Ο Μαχμούτ Ματάν μέσα από την φυλακή όπου κρατείται και με το έγκλημα φορτωμένο στην έγχρωμη πλάτη του περιμένει με υπομονή και επιμονή ένα φως που θα σημάνει το τέλος της δοκιμασίας αυτής. Κάθε μέρα για εκείνον μπορεί να είναι λυτρωτική και κάθε επίσκεψη του δικηγόρου του η απαρχή για ένα ευχάριστο νέο απελευθέρωσής του ενώ οι επισκέψεις της γυναίκας του δίνουν κουράγιο. Όλες οι ενέργειες όμως πέφτουν στο κενό και η κρεμάλα πια είναι το επισφράγισμα μιας πληγωμένης θέμιδας που αδιαφορεί για την αθωότητα.

«Αυτοί οι άνθρωποι του είχαν πάρει πάρα πολλά. Την ελευθερία του, την αξιοπρέπειά του, την αθωότητά του και τώρα έχανε και το όνομά του, που θα ακουγόταν όπως του Άρτσι, του αθλιότερου των αθλίων. Ήταν πολύ πράος μέχρι τώρα και νόμισαν ότι τους έπαιρνε να του κάνουν αυτό το πράγμα. Αν του είχε απομείνει έστω και ένα ίχνος ανδρισμού, έπρεπε να σπάσει την πόρτα, να διαλύσει το κελί τούβλο το τούβλο, να ουρλιάξει, να τα κάνει όλα λίμπα», γράφει χαρακτηριστικά η Ναντίφα Μοχάμεντ για να περιγράψει την απόγνωση, την απελπισία και το δράμα που ζούσε ο Ματάν. Η αλήθεια είναι πως του είχαν πάρει ό,τι του είχε απομείνει και τώρα έμελλε να του πάρουν και την αναπνοή οδηγώντας τον στην αγχόνη σαν αυτό να ήταν το τελευταίο στάδιο εξαγνισμού του.

Είναι κρίμα που το συγκεκριμένο βιβλίο δεν έλαβε κάποιο από τα βραβεία για τα οποία προτάθηκε διότι τόσο η αφήγηση της Μοχάμεντ όσο και το ίδιο το χρονικό της πραγματικής αυτής ιστορίας είναι πραγματικά συγκλονιστικά. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται η ιστορία που συνοδεύει τα όσα επακολούθησαν του θανάτου του Ματάν που δυστυχώς θανατώθηκε αναίτια. Αποδεικνύεται μια σειρά λάθος εικασιών και μια αλληλουχία εσκεμμένων κατηγοριών από την ίδια την αστυνομία που κατέδειξαν εκείνον ως τον άγριο δολοφόνο ενώ γνώριζαν καλά πως δεν ήταν. Μια σωρεία δηλαδή τραγικών αποφάσεων και πρωτοβουλιών κόστισαν στον Μαχμούτ Ματάν τη ζωή του και στέρησαν από τα παιδιά του και την γυναίκα του τον πατέρα και σύζυγο. Πρόκειται όμως πάνω από όλα για μια ήττα της ίδιας της δικαιοσύνης και του κράτους δικαίου, η ίδια η δικαιοσύνη βρίσκεται στο εδώλιο και όχι εκείνος τελικά.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

«Από τη φύση του ο Μαχμούτ δεν είναι μελαγχολικός άνθρωπος, πάντα ξυπνούσε το πρωί με την επιθυμία να περάσει όσο το δυνατόν πιο ευχάριστα τη μέρα του και δεν πρέπει να αφήσει να του αλλάξει αυτό η φυλακή»

«Ξυπνάει και κοιμάται με μια αίσθηση απόλυτης υποταγής, δεν χρειάζεται πια να το ψάχνει πουθενά και το συναίσθημα διαρκεί ενώ περνάνε οι μέρες»

Διαβάστε επίσης: 

Η δίκη του Ματάν: Το ιστορικό μυθιστόρημα της Ναντίφα Μοχάμεντ με την οξεία κοινωνική παρατήρηση