Ο Ηλίας Φραγκάκης είναι ένας άνθρωπος του θεάτρου, μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος. Έχει μεταφράσει θεατρικά έργα, ποίηση και κείμενα θεωρίας του πολιτισμού από Αγγλικά, Βουλγαρικά, Γαλλικά και Ισπανικά ενώ η ενασχόλησή του με το θέατρο τον έχει οδηγήσει όχι μόνο στη σκηνοθεσία και στη διεύθυνση του ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου και του Δημοτικού θεάτρου Κερατσινίου αλλά και στην ίδρυση της εταιρείας θεάτρου Σχολείον της Νυκτός και του θεάτρου Χώρος. Στο πρώτο του πεζογραφικό έργο ο Φραγκάκης στήνει ένα αφηγηματικό σκηνικό στους δρόμους της Αθήνας στοχεύοντας να καταδείξει την πιο αθέατη πλευρά μιας πόλης που αποδομείται και σπαράζει κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά αλλά κυρίως πολιτισμικά, υπό την πίεση των ιστορικών συγκυριών που καταγράφουν τη νέα πραγματικότητα με έναν υπόκωφο ήχο αποσύνθεσης.

Ένα κάμπινγκ κάπου στα Βόρεια της Αττικής που «μυρίζει σκουριά, εγκατάλειψη και θάνατο», κοινωνικοί παρίες, άνθρωποι στο περιθώριο μιας κοινωνίας που μαστίζεται από την κρίση, και το πτώμα μιας γυναίκας γίνονται η αφορμή να ξεδιπλωθεί μια ιστορία που ενώ μοιάζει να έχει έναν αστυνομικό χαρακτήρα επί της ουσίας πρόκειται για μια πολιτική και κοινωνική ιστορία, γραμμένη με ευρηματικό τρόπο, καθώς η αφήγηση περνά μέσα από τα μάτια ενός γάτου, του Τίτου που διηγείται ουσιαστικά την ιστορία. 

Με λεπταίσθητη δόση ειρωνείας και χιούμορ που ενίοτε αφήνουν στο κείμενο μια γλυκόπικρη αίσθηση, ο Φραγκάκης υπογράφει την ιστορία μιας συνάντησης με το πεπρωμένο αυτής της πόλης, μια συνάντηση με την κοινωνική ανθρωπογεωγραφία της, όπως ορίζεται από τα νέα δεδομένα, από ασυνόδευτα προσφυγόπουλα και τον άνθρωπο που είναι υπεύθυνος για τη δομή που τα φιλοξενεί, την παιδική ηλικία αυτού του ανθρώπου, μια πόρνη που προσπαθεί να ελέγξει όσο μπορεί τη ζωή της, νεοναζί που λυμαίνονται την κοινωνία και θέλουν να κάνουν κακό σε σκουρόχρωμους άνδρες, αστυνομικούς με βίαιη συμπεριφορά. Όλοι τύποι μιας παρακμάζουσας πόλης, η οποία κρύβει καλά πίσω από την καλογυαλισμένη βιτρίνα της, συμπεριφορές μιας αθέατης όψης που διασαλεύουν τη φαινομενικά ήρεμη τάξη της.

Με περιγραφές ιδιαίτερα γλαφυρές, ενίοτε νατουραλιστικές, ιδιαίτερα όταν καταγράφει φρικωδίες των νεοναζί, περιγράφει την κρυμμένη αγριότητα πίσω από τα προσωπεία και τις μάσκες, την αθωότητα που χάθηκε, συνδέει τα γεγονότα, αναμειγνύει αλήθειες και μνήμες, βιώματα και εμπειρίες, παγιωμένες και στερεοτυπικές αντιλήψεις με την αντίφασή τους και καταγγέλλει την διάτορη αλλαγή που συντελείται γύρω μας αργά αλλά σταθερά και γι’ αυτό ανεπαίσθητα αλλά εν τέλει ολοκληρωτικά. Την αλλαγή που νομίζουμε ότι δεν συντελείται, εθελοτυφλούμε στην ύπαρξή της και τελικά μένουμε απαθείς μπροστά στο εφιαλτικό μέλλον που ετοιμάζει. Γι’ αυτό και το μυθιστόρημα αυτό είναι στην πυρηνική του ουσία ένα αμιγώς πολιτικό μυθιστόρημα με βαθιές προεκτάσεις που στοχεύει στον προβληματισμό και στην ανάδειξη των νέων κοινωνικών φαινομένων που μαστίζουν την εποχή. 

Μέσα από έναν ευφάνταστο τρόπο γραφής, με μια γλωσσική αισθητική που πετυχαίνει να μετατρέψει τη σκέψη όλων μας σε μυθοπλαστικό λόγο, με σημαντικές φράσεις λογοτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος στη ροή του λόγου που κρίνονται κι αυτές με τη σειρά τους και σπαρταριστούς, ολοζώντανους διαλόγους, ο συγγραφέας σκύβει πάνω από αυτήν την πόλη με αγάπη. Συμπάσχει μαζί της, ανησυχεί για την τύχη της, συμμερίζεται την ιστορία της. Άλλωστε:

«…] για να έχεις μια ιστορία να πεις, πρέπει να έχεις μια ζωή που αξίζει. Έστω και μια πεντάρα. Οι δειλοί, αυτοί που δεν ζουν, αυτοί που αφήνουν άλλους να πεθαίνουν, αυτοί που σιωπούν, δεν θα πουν καμία ιστορία. Ακριβώς γι’ αυτό: Πεθαίνουν κάθε μέρα.

Τα υπόλοιπα είναι σιωπή».

 Ένα δεξιοτεχνικό μυθιστόρημα που σκιαγραφεί την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών μιας χώρας που σβήνει πολιτισμικά και ηθικά, που μαστίζεται από φασιστικά μορφώματα και σπαράζεται από την απάθεια του σύγχρονου ανθρώπου που αξίζει να διαβαστεί από όλους.

Διαβάστε επίσης:

Ηλίας Φραγκάκης – Μαρίκες: Ένα βιβλίο όπου η Ιστορία συναντά τη μυθοπλασία