Δεν πρόκειται για ένα συνηθισμένο βιβλίο που θα ξεκινήσουμε, θα διαβάσουμε με ευκολία και θα κλείσουμε χωρίς να θυμόμαστε τι διαβάσαμε. Δεν είναι μια ενιαία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, δεν είναι ένα μυθιστόρημα αλλά ένα χρονικό. Ο αναγνώστης θα εισέλθει σε έναν κόσμο όπου η μνήμη είναι πρωταγωνίστρια και η ανάμνηση αυτής είναι κεντρικός πυλώνας της αφήγησης, μιας αφήγησης άναρχης – μα ποιος είπε πως οι αναμνήσεις έχουν συγκεκριμένη ροή και άρα λογική και αλληλουχία, πως είναι ερμηνεύσιμες; Βρισκόμαστε σε ένα άλλο παράλληλο σύμπαν όπου πρωταγωνιστεί το παρόν και κυρίως το παρελθόν από όπου και αντλούνται όλες αυτές οι πολύτιμες και τόσο αναγκαίες πληροφορίες για να χτιστεί το χρονικό αυτό. Το χρονοντούλαπο της ιστορίας, το οποίο χρησιμοποιεί η μνήμη έχει ανοίξει από τη Μαρία Στεπάνοβα (Maria Stepanova) για ένα ταξίδι μελετημένο και άρτια σχεδιασμένο, γιατί χωρίς μνήμη δεν υπάρχει πορεία στο τώρα και το αύριο.

Ιχνηλατώντας το παρελθόν και την έννοια της μνήμης που εκπορεύεται από την ανάγκη του ανθρώπου να μην ξεχάσει

Μπορούμε εξάλλου να αναρωτηθούμε πώς θα ήταν ένας κόσμος όπου θα ήμασταν υποχρεωμένοι να ξεχνάμε ό,τι μας δυσαρεστεί να θυμόμαστε και να θυμόμαστε μόνο τις καλές και θετικές αναμνήσεις και πώς θα αντιμετωπίζαμε αλήθεια το ενδεχόμενο οι καταγεγραμμένες αναμνήσεις μας, τα λόγια μας και οι λέξεις μας να μην μπορούν να ειπωθούν γιατί τότε θα έβρισκαν τους διώκτες τους και δεν θα ήμασταν σε θέση παρά να τις φυγαδεύουμε σε καταφύγια μνήμης; Οι μνήμες είναι εδώ για να μας υπενθυμίζουν τι ζήσαμε, πώς το ζήσαμε και πού το ζήσαμε. Η Στεπάνοβα ως άλλος Άρθουρ Έβανς ανασκαλεύει και οδηγείται βαθιά σε στοές ιστορικής μνήμης, εκεί όπου γράφονται οι μελανές σελίδες, εκεί όπου οι άνθρωποι έχουν να αφηγηθούν τα όσα πέρασαν, τα κυρίως δραματικά που σημάδεψαν τη ζωή τους.

Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να κρύβουμε τα βιβλία μας, τις σημειώσεις μας, τα γραπτά μας, ό,τι παραγωγή λόγου λαμβάνει χώρα για να μην υπάρξουν πληγές στις συνειδήσεις αυτών που θα τα βρουν; Οι σελίδες του χρονικού είναι γεμάτες από επεισόδια, γράμματα, στιγμές και ημερομηνίες, από γεγονότα και συμβάντα που κλόνισαν την Ευρώπη, από εμπειρίες καταγεγραμμένες που κάποτε απευθύνονταν σε ζώντες μα τώρα έχουν αποκτήσει ιστορική σημασία και αποτελούν τεκμήρια πως κάποτε συνέβησαν γεγονότα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ο Γιόζεφ Ροτ θα δηλώσει συγκλονισμένος από τα γεγονότα της ναζιστικής λαίλαπας προς τον επιστήθιο φίλο του Στέφαν Τσβάιχ: «Είναι καιρός να φεύγουμε. Θα καίνε τα βιβλία μας εννοώντας εμάς τους ίδιους. Όποιος λέγεται Βάσσερμαν, Ροτ, Ντέμπλιν, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε για να ριχτούν μόνο τα βιβλία στην πυρά». Η Γιόκο Ογκάουα στο δικό της βιβλίο αναφέρει την δήλωση του Γερμανού συγγραφέα Χάινριχ Χάινε πως «οι άνθρωποι που αρχίζουν να καίνε βιβλία καταλήγουν να καίνε ανθρώπους».

«Όσο περισσότερο ένας μοντέρνος κόσμος στρέφει το βλέμμα του στα “παλιά τα χρόνια”, τόσο περισσότερο αυτά απομακρύνονται, επιστρέφοντας αργά και σταθερά στα θολά βάθη, όπου τίποτε πια δεν μπορεί να διαλευκανθεί. Η αδυναμία της ακριβούς γνώσης για τα πράγματα είναι το αλατόνερο που προστατεύει το παρελθόν από τις παραβιάσεις μας. Αλλά αυτό μας βολεύει: οι ιδιοκτήτες του σπιτιού δεν βγήκαν αλλά έφυγαν και κανείς δεν θα δει πώς μοιραζόμαστε τα λιγοστά πράγματά τους» θα γράψει η Στεπάνοβα με έμφαση σε αυτή την αντίθεση μεταξύ μνήμης ή λήθης, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει τον ίδιο τον χρόνο και τα κύματα που αφήνει πίσω του στην ανθρώπινη επιχείρηση να αναδείξει γεγονότα.

Ανακαλώντας στη μνήμη συγγραφείς και βιβλία που πραγματεύονται την έννοια της μνήμης, η συγγραφέας μας παίρνει από το χέρι για να μας ξεναγήσει στον ίδιο τον χρόνο, τον πανδαμάτορα που έλεγε και ο Οδυσσέας Ελύτης, ένας χρόνος που είναι φάρμακο και θεραπεία μαζί αλλά και κατά μία έννοια φυλακή γιατί δύσκολα ξεφεύγουμε από αυτόν. Χρειάζεται χρόνος για να ξεχάσεις αλλά χρειάζεται και επιμονή για να θυμηθείς να μην ξεχάσεις όσα έγιναν σε χρόνο παρελθόντα και ακολουθούν ξύνοντας πληγές και άσχημες αναμνήσεις. Ο χρόνος βέβαια επουλώνει όλα τα δραματικά γεγονότα του Ολοκαυτώματος για παράδειγμα, στο οποίο η συγγραφέας αναφέρεται διεξοδικά αλλά ποιος θα ήταν σε θέση ώστε να ξεχάσει όλο αυτό το σκηνικό απανθρωπιάς που έγινε λάβα και πήρε στο διάβα του αθώες ψυχές; Δεν σβήνονται έτσι εύκολα τα χνάρια των ανθρώπων όπως η θάλασσα σβήνει τη μνήμη της άμμου.

Το έργο αυτό της Στεπάνοβα αντλεί προφανώς πηγές από πολλούς συγγραφείς πολλούς εκ των οποίων μνημονεύει από μόνη της στο βιβλίο. Ξεδιπλώνει έτσι και η ίδια την ανάγκη να αναφερθεί σε αυτούς που την οδήγησαν να γράψει αυτό το σπουδαίο χρονικό. Μια άλλη εξέχουσα συγγραφέας είχε πράξει το ίδιο λίγες δεκαετίες νωρίτερα και δεν είναι άλλη από την Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, την Νομπελίστα συγγραφέα που στο δικό της Χρονικό του μέλλοντος για το Τσερνόμπιλ είχε περιγράψει την φρίκη του σκληρού παρελθόντος, εκεί όπου χτυπάει η καρδιά της ανάγκης για μνήμη, εμπνευσμένη και αυτή με τη σειρά της από το βιβλίο του Πρίμο Λέβι, Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος. Καθίσταται έτσι σαφές πως οι αναμνήσεις είναι εκείνες οι εμπειρίες που κοσμούν τη ζωή και μας θυμίζουν πως κάποτε πέρασαν από κάποια σημεία άνθρωποι, ακόμα και αν το έπραξαν με λάθος τρόπο, η ιστορία το καταγράφει και η μνήμη έρχεται να το επεξεργαστεί.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Η ανάμνηση της μνήμης»:

«Ο επιτάφιος γίνεται το πρώτο είδος γραπτής ποίησης, ένα είδος συμβολαίου μεταξύ ζωντανών και νεκρών, ένα σύμφωνο αμοιβαίας σωτηρίας»

«Η μνήμη παραδίνεται, η ιστορία γράφεται. Η μνήμη επικεντρώνεται στο δίκαιο, ενώ η ιστορία στην ακριβή καταγραφή. Η μνήμη έχει ηθική, η ιστορία κάνει υπολογισμούς και επιβάλλει διορθώσεις»

Διαβάστε επίσης: 

Μαρία Στεπάνοβα: Το βιβλίο της «Η ανάμνηση της μνήμης – Ένα χρονικό» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν