Δοθέντων των «κατάλληλων» συνθηκών, όλοι έχουμε υπηρετήσει τη θητεία μας στην αμαρτία. Σ’ αυτήν που μετατρέπει τα ευκίνητα πρόσωπα σε μάσκες, τη ζωή σε έναν άχαρο χορό μεταμφιεσμένων και τις ανθρώπινες σχέσεις σε κάτι παραπλήσιο των εστιατορίων. Πόσοι, αλήθεια, αμέσως μόλις ολοκληρώσουμε το γεύμα μας, αρχίζουμε να ζαχαρώνουμε απροκάλυπτα τα πιάτα των άλλων; Πόσοι επιμένουμε να συγχέουμε το καθαρό μέτωπο με αυτό που πλύθηκε, και όχι με αυτό που δεν λερώθηκε;  Αν είμαστε όλοι γεννημένοι για έρωτα, τότε γιατί απλώς δεν αγαπούμε; Γιατί απατούμε όσους είναι κοντά μας; Γιατί πρώτα απαιτούμε και ύστερα επαιτούμε για λίγη τρυφερότητα όσων κρατιούνται μακριά; Γιατί ο Αδάμ δεν θέλησε το μήλο για το μήλο, αλλά το θέλησε επειδή ήταν απαγορευμένο; Τι είναι αυτό που μας έλκει στην απιστία; Μήπως το ότι το να αφοσιώνεσαι, συχνά σημαίνει να αλυσοδένεσαι με τον άλλον; Μονάχα μια γυναίκα έχει απάντηση εδώ. Μια γυναίκα σίγουρα πιο εφευρετική στα άνομα πάθη, από τον άντρα.

Η Έμμα πάντα ευχόταν να ξεφύγει από τη μιζέρια της γαλλικής επαρχίας που σαν άχνη ζάχαρη υπερκάλυπτε το μαλακό μπισκότο της ύπαρξής της. Αδημονούσε να το σκάσει από το αυστηρό της σχολικό περιβάλλον, και να ζήσει σαν τις πρωταγωνίστριες των μυθιστορημάτων που την συνέπαιρναν. Σαν εμφανίστηκε ο Κάρολος Μποβαρί μπροστά της, γιατρός στο επάγγελμα, πίστεψε πως επιτέλους η τύχη τής είχε χαμογελάσει. Βιάστηκε να τον παντρευτεί και να πείσει τον εαυτό της πως ο συγκεκριμένος άντρας θα τάιζε ες αεί με πολυτέλειες την άπληστη και φιλόδοξη φύση της. Ο γιατρός αν και της χάρισε απλόχερα την καρδιά του, δεν είχε αυτήν τη δυνατότητα. Όταν η Έμμα το αντιλήφθηκε, έκρινε πως έπρεπε να τιμωρήσει τη φτωχή τσέπη και μαζί τα λεπτά του αισθήματα. Με τις απιστίες της τού ροκάνιζε την ψυχή, τον ανδρικό του εγωισμό και την ευτυχία. Οι ξένοι πόθοι και οι ανεκδιήγητες σπατάλες που κατά καιρούς τριβέλιζαν το στεφάνι της, κατέκλυζαν το κορμί και το νου της. Αποτελούσαν τη μοναδική αλήθεια που της ανήκε, και το μυστικό που την αποξένωνε από όλους και από όλα. Η Έμμα δεν ήταν μήτε άγγελος, μήτε διάβολος. Ήταν μια γυναίκα που αποσκοπούσε μονάχα στην καλοπέρασή της. Δεν είχε καμία ανάγκη από την στοργή των φίλων, αλλά από την επιβεβαίωση μέσω των εραστών της. Αμφισβητούσε όποιον τής έκανε κέφι, αλλά ποτέ τον εαυτό της. Ήξερε την τιμή των πραγμάτων, αλλά αγνοούσε επιδεικτικά την αξία των ανθρώπων, και αν κάποιοι ισχυρίζονται πως οι γυναίκες μοιάζουν με τις μεταφράσεις, αυτή ήταν από εκείνες τις μεταφράσεις, των οποίων η ομορφιά τους έγκειται στο γεγονός ότι δεν αποδίδονται πιστά.

Η «Μαντάμ Μποβαρί» που αποτελεί την πλέον κυνική και συγχρόνως διαχρονική μοιχαλίδα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβρη του 1856 από τον Γκυστάβ Φλωμπέρ, και αμέσως τον οδήγησε ενώπιον της δικαιοσύνης λόγω του σκανδαλώδους για την εποχή, περιεχομένου της. Αυτός που μόλις στα τριάντα πέντε του διατάραξε στο παρθενικό του μυθιστόρημα τα ρομαντικά κύματα με τον ωμό ρεαλισμό του, θα έλεγε κανείς πως κοιτά τον κόσμο όπως θωρεί ο άντρας το γυμνό γυναικείο κορμί κατόπιν του έρωτα. Ξέρει πως για να δημιουργηθεί ένα δυνατό βιβλίο, προαπαιτούμενο είναι ένα δυνατό θέμα, κι αν λοιπόν είναι η γραφομηχανή το πολυβόλο του, την χρησιμοποιεί με την ψυχρή λογική του πληρωμένου φονιά. Ο δημιουργός των επίσης γνωστών «Σαλαμπώ» (1862) κι «Αισθηματική Αγωγή» (1869), που άρχισε να πλάθει τα συγγραφικά του σύμπαντα στην ηλικία των οκτώ, δεν φοβήθηκε τους δικαστές. Υπερασπίστηκε έργον και εαυτόν με σθένος καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως λογοτεχνία που δεν την αφορούν τα πάθη, η εκδίκηση, η φιλαργυρία και η φιληδονία, είναι στείρα. Ο Γάλλος μυθιστοριογράφος έφτασε ακόμα και να απαρνηθεί τον έρωτά του για την Λουίζ Κολέ, για το χατίρι της Μποβαρί. Αφιερώθηκε στην άπιστη ηρωίδα του εγκαταλείποντας τη γυναίκα που αφέθηκε στον έρωτά του σαν άβγαλτο σχολιαρόπαιδο. Σαν χάρτινη τσαλάκωσε στη χούφτα του τη γυναικεία καρδιά και την πέταξε στην φωτιά. Ωστόσο σαν έμπειρος τεχνίτης του λόγου, μετέτρεψε τα απολογητικά του γράμματα προς εκείνη, σε βάλσαμο των εγκαυμάτων του αποχωρισμού, και η Κολέ, αλλά κι οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, πέφτει σαν ώριμο φρούτο στην ανάγνωσή τους.

Ο Φλωμπέρ που γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1821 στη Ρουέν και πέθανε 8 Μαΐου 1880 ως περήφανος λογοτέχνης, καθισμένος στο γραφείο του στην Κρουασέ από εγκεφαλική αιμορραγία, έγραφε για καιρό στη Λουίζ. Την ποθούσε, την σκεφτόταν στην αγκαλιά του. Σαν άλλος Σίσυφος έσπρωχνε την πέτρα του χρόνου στο βουνό της ανίας μέχρι να την ξανασυναντήσει στο Παρίσι. Διάβαζε μετά μανίας τα άρθρα της στην προσπάθειά του να απαλύνει την γεωγραφική τους απόσταση, ως πατέρας τη διόρθωνε όπου εκείνη έσφαλλε παρασυρμένη από τον λογοτεχνικό της ενθουσιασμό, την συμβούλευε, και όλο τής έστελνε γραπτά φιλιά που δεν έλεγαν να φτάσουν ως τα αφυδατωμένα της χείλη. Ο πολυταξιδεμένος σε Ελλάδα, Λίβανο, Κορσική μα και Κωνσταντινούπολη και Αίγυπτο, Φλωμπέρ γνώρισε την Κολέ το 1846 στο ατελιέ του γλύπτη Τζέιμς Πραντιέ, ο οποίος επιμελείτο την προτομή της, και ο έρωτάς τους ήταν κεραυνοβόλος. Εκείνη ήταν 36, αυτός 25, μα μπρος στον έρωτα ήταν δυο δυσλεκτικά όντα που αδυνατούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Ο Φλωμπέρ, παρόλο που τής είχε αδυναμία προχωρούσε στα γράμματά του σε ένα είδος αισθηματικής εκκαθάρισης, και εκείνη στα δικά της φανέρωνε όλη την ανασφάλεια, τους φόβους και την έσχατη ανάγκη για συντροφικότητα, όπως όλοι σαν βρισκόμαστε ενώπιον μιας ανεκπλήρωτης αγάπης. Μιας αγάπης που θάβεται με τιμές ταριχευμένου νεκρού στην καρδιά μας και δεν αλλοιώνεται ποτέ.

Στο βιβλίο «Γράμματα στη Λουίζ Κολέ», ο έρωτας των δύο λογοτεχνών δίνει κατευθυντήριες γραμμές στον αναγνώστη όσον αφορά στην ποιότητα και στην αντοχή του. Όσο το ένα γράμμα φέρνει το άλλο κι η επιθυμία φουντώνει, κανείς αντιλαμβάνεται ότι ένας άντρας που δεν εξόργισε μια γυναίκα στη ζωή του, έχει αποτύχει παταγωδώς, και ότι οι γυναίκες από την άλλη είτε αρνούνται είτε δίνουν, απολαμβάνουν να βλέπουν τους άντρες να τις παρακαλούν. Στην ουσία αδιαφορούν για το τι σκέφτονται οι άλλοι γι’ αυτές. Θέλουν μόνο να είναι σίγουρες πως το αντικείμενο του πόθου τους σκέφτεται όπως οι ίδιες, και εκφράζει αυτές τις σκέψεις με τη βαριά φωνή και τα μεγαλόπνοα λόγια του. Η επιστολική αγάπη του Φλωμπέρ και της Κολέ δε διαφέρει από όσες μας σημαδεύουν και θα συνεχίσουν να το κάνουν. Φανερώνει πως εάν μια γυναίκα θέλει να είναι ευτυχισμένη με έναν άντρα, πρέπει να τον καταλαβαίνει πολύ και να τον αγαπά λίγο, και πως αν ένας άντρας θέλει να είναι και αυτός ευτυχισμένος μαζί της, πρέπει να την αγαπά στον υπερθετικό βαθμό και να παραμερίζει την οποιαδήποτε κατανόηση της ιδιοσυγκρασίας της.

Ο Γκυστάβ Φλωμπέρ, πάντως είτε μέσα από την ψυχρή, απόμακρη κι άτυχη ηρωίδα του, είτε μέσα από την κρύα, έρημη και γκρίζα ερωτική του ζωή, μας δίνει κάτι για να τον θυμόμαστε. Τον διαβάζουμε για να ζήσουμε μια δεύτερη πραγματικότητα που η ίδια η ύπαρξή μας μάς αρνείται, και μας τονίζει ότι κλασικά είναι τα βιβλία εκείνα που δεν έχουν ολοκληρώσει όσα έχουν να πουν. Ο ίδιος δε φοβάται μήπως το έργο προκαλέσει αντιδράσεις, αλλά μήπως δεν το κάνει, ενώ με γνώμονα την ευτυχία που είναι φτιαγμένη για να μοιράζεται, μας υπενθυμίζει, σε περίπτωση που το ξεχνάμε, ότι η γυναίκα είναι το κυρίαρχο φύλο και ότι οι άντρες οφείλουν να αποδείξουν ποικιλοτρόπως πως αξίζουν την προσοχή της. Ο συφιλιδικός Φλωμπέρ ξέρει πως στο μίσος και στον έρωτα, δεν υπάρχει πιο βάρβαρο πλάσμα από τη γυναίκα αλλά ως φαίνεται, χρησιμοποιεί το μυαλό του ώστε να χειριστεί τις ερωμένες του, και την παρρησία της καρδιάς του για να χειριστεί τις λογοτεχνικές του κόρες.


Η ανάγνωση αφορά τα έργα:

«Μαντάμ Μποβαρί» – Εκδόσεις Μίνωας (Μετάφραση: Βασιλική Κοκκίνου)

«Γράμματα στη Λουίζ Κολέ» – Εκδόσεις Ύψιλον