Ο Γιάννης Ζουγανέλης έχει καταπιαστεί με πολλά πράγματα. Ταινίες, μουσική, θεατρικές παραστάσεις, τηλεοπτική σάτιρα κοκ. Παρόλα αυτά, αν κοιτάξει κάποιος το βιογραφικό του πιο αναλυτικά, θα εντυπωσιαστεί από τις συμμετοχές και τις σπουδαίες διακρίσεις που έχει στο ενεργητικό του και δεν αφορούν αποκλειστικά την τέχνη. Λίγοι γνωρίζουν ότι είναι επίτιμος καθηγητής της ακαδημίας του Μονάχου ή ότι έχει βραβευτεί από τον ΟΗΕ για τη διδασκαλία σε παιδιά με αναπηρία.

Αυτό το διάστημα τον βρίσκουμε να υποδύεται τον «Βλέπυρο» στις «Εκκλησιάζουσες» (σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου) που περιοδεύει ανά την Ελλάδα, σε μία τρίτη συνάντηση με κείμενα του Αριστοφάνη πάνω στη σκηνή. Στη συνέντευξη που μας παραχωρεί, κάνει λόγο για την πολιτική διάσταση του έργου σε συνάρτηση με το σήμερα, μιλάει για τις δυσκολίες της τέχνης αυτήν την εποχή και θυμάται τις αξιοθαύμαστες συνεργασίες που είχε όλα τα χρόνια της καριέρας του.

Συνέντευξη: Αναστασία Ρίζου

Cul. N.: Φέτος περιοδεύετε με την πασίγνωστη κωμωδία «Εκκλησιάζουσες» σε όλη την Ελλάδα. Τελικά, κατά τη γνώμη σας, τι είναι αυτό που κάνει πάντα τόσο επίκαιρα τα κείμενα του Αριστοφάνη, η πολιτική σάτιρα ή και κάποια «συστατικά» ακόμα;

 

Γιάννης Ζουγανέλης: Το ότι εμείς είμαστε πολύ πίσω. Οι άνθρωποι δεν έχουν προοδεύσει ιδεολογικά, έχουμε παρασυρθεί από τον ατομισμό. Μπήκαμε σε άλλες αρχές, άλλες ψευτοηθικές και αυτά όλα μείνανε αιώνια αξεπέραστα και άλυτα. Τα προβλήματα δηλαδή της δημοκρατίας, της συνύπαρξης, της έλλειψης αλληλεγγύης, της προόδου. Είμαστε χειρότερα φαλλοκράτες από το παρελθόν, χειρότερα πατριαρχικοί. Η δημοκρατία έχει μπερδευτεί με την αυθαιρεσία, ο καθένας μπορεί να μιλάει επί παντός επιστητού χωρίς να έχει τον έλεγχο, το σεβασμό και τη γνώση. Ο μεγάλος αντιεξουσιαστικός ποιητής Αριστοφάνης στη συγκεκριμένη κωμωδία, δίνει ένα μύθο που παίρνουν την εξουσία οι γυναίκες οι οποίες είναι οικονόμες στο σπίτι τους (δηλαδή στα του οίκου τους έχουν νόμους) για να αντιδράσουν απέναντι σε όλη την παρακμή που βιώνει η δημοκρατία μετά τον πελοποννησιακό πόλεμο. Ο κόσμος μπορεί να ψυχαγωγηθεί και να σκεφτεί, διαπιστώνοντας πόσο πίσω είμαστε. Εγώ προσωπικά δεν πιστεύω καθόλου στην επικαιρική τέχνη. Πιστεύω στην διαχρονικότητα. Και φυσικά η διαχρονικότητα του Αριστοφάνη, επαφίεται σε όσα σας είπα παραπάνω.

Cul. N.: Ποια στοιχεία της υπόθεσης θα λέγατε πως δένουν απόλυτα με την δύσκολη περίοδο που περνάει η χώρα;

 

Γ. Ζ.: Επειδή ο Αριστοφάνης στηρίζεται στην Πολιτεία του Πλάτωνα, όπου μιλάει για ισονομία, για έλλειψη ιδιοκτησίας και συνόρων, έχει ανάλογες προεκτάσεις. Αυτό που βλέπω εγώ ότι ταιριάζει πάρα πολύ, είναι η δύναμη του πολίτη. Ο πολίτης έχει τεράστια δύναμη, ισχυρότερη του πολιτικού. Επίσης πως υπάρχουν άνθρωποι χαμαιλέοντες, όπως ο Βλέπυρος που υποδύομαι, οι οποίοι θέλουν να τα έχουν καλά με όλους και δίνουν τα πάντα να είναι μέσα σε κάθε κατάσταση ώστε να ωφεληθούν. Συμβαίνει άλλωστε και τώρα. Ο κόσμος χάνεται και υπάρχουν μερικοί που βρίσκονται ακόμη στην ψευτοευδαιμονία. Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κανείς να τα ταιριάξει. Όπως επίσης η αυθαιρεσία της εξουσίας. Και για αυτό διερωτώμαι αν αυτά τα 2.500 χρόνια έχουμε πάει καθόλου μπροστά.

Cul. N.: Εσείς έχετε ξανασυναντηθεί με αριστοφανικά έργα στο σανίδι. Τι σας συναρπάζει προσωπικά σε αυτά και ποια στοιχεία των ηρώων είναι κοντά στο δικό σας καλλιτεχνικό ταπεραμέντο;

 

Γ. Ζ.: Στην υποκριτική πρέπει να φεύγεις από τον εαυτό σου και να μπαίνεις στην ιδιοσυγκρασία που υποδύεσαι. Στα τρία έργα του Αριστοφάνη που έχω παίξει, υποδύθηκα κάποιους τύπους με τους οποίους δεν έχω σχέση. Ούτε ταπεραμέντο υπάρχει, ούτε ταλέντο. Το ταλέντο είναι η αφορμή για να μπει κανείς στη γνώση και να ασκήσει τα μέσα του. Αλλά συγκινούμαι που ο κόσμος επιλέγει την επικοινωνία μέσα από την τέχνη και ανταποκρίνεται. Η συγκεκριμένη δε παράσταση που σκηνοθέτησε ο Μπέζος είναι μια απλή παράσταση με το μεγαλείο της απλότητας. Δεν έχει δηθενιά και υπηρετεί το κείμενο του Αριστοφάνη μεταφρασμένο από τον Βολανάκη.

Cul. N.: Διανύουμε ημέρες μεγάλης κρίσης και αυτό πλήττει κατά πολύ τον πολιτιστικό τομέα. Πόσο προετοιμασμένος είστε για το ενδεχόμενο μια παραγωγή να μην έχει την προβλεπόμενη εμπορική επιτυχία που της αναλογεί; Η ερώτηση δεν αφορά μόνο τις «Εκκλησιάζουσες», μα και κάθε καλλιτεχνικό τόλμημα το επόμενο διάστημα.

 

Γ. Ζ.: Κατ’ αρχήν ό,τι εμπορικό δε σημαίνει ότι είναι καλό. Δεν υπάρχει εμπορικό και μη εμπορικό θέατρο. Το θέατρο είναι ένα. Υπάρχουν έργα που σκίζουν και δεν υπάρχει πολιτιστική συνεισφορά. Υπάρχουν όμως και νέοι θίασοι που κάνουν εξαιρετική δουλειά και έρευνα και δεν τους βλέπει κανέναν. Ελεγχόμαστε όλοι. Για το αν το Εθνικό Θέατρο πχ, προάγει την ελληνική κουλτούρα. Γιατί κάποιοι πιστεύουν περισσότερο σε ένα ανέβασμα κρατικών θεάτρων παρά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αυτά είναι μυθεύματα. Εγώ προσωπικά είμαι προετοιμασμένος και για την αποτυχία και την επιτυχία. Αλλά ο πραγματικός πολιτισμός έχει ρίσκο. Και θέλει επιμονή. Ο καλλιτέχνης πρέπει να παρασύρει με την αισθητική, το λόγο και την έκφραση. Δεν υπάρχουν ελίτ στην τέχνη. Αυτοχρίζονται κάποιοι ελίτ που δεν μπόρεσαν να προσελκύσουν το λαό και το παίζουν ανώτεροι. Όσον αφορά το ρίσκο, έκανα πολιτικό τραγούδι τα τελευταία χρόνια και δεν έπαιξε πουθενά. Ο κόσμος ανακαλύπτει την τέχνη και έτσι προχωράμε παρακάτω. Παίρνουμε θέση, δεν είμαστε διπλωμάτες. Η τέχνη θέλει ρίσκο.

Cul. N.: Μουσικός, ηθοποιός, performer, τραγουδιστής μα από την άλλη και… αρχιτέκτονας με πτυχίο. Με τι γεμίζετε περισσότερο ως άνθρωπος, μιας και ο κόσμος σας έχει απολαύσει κατά καιρούς είτε μέσα από τις μουσικές συνθέσεις είτε σε ποικίλα θεατρικά θεάματα;

 

Γ. Ζ.: Φρόντισα στη ζωή μου να γεμίσω πάντα ο ίδιος Ελλάδα, μέσω των σπουδών στον ελληνικό πολιτισμό. Είμαι άνθρωπος της φιλομάθειας. Έχω δύο υποστάσεις. Μουσικός και ηθοποιός. Έχω πασχίσει και εργαστεί για να κατασταλάξω. Ακόμα νιώθω ότι έχω να κάνω πράγματα. Τώρα μπαίνω σε νέες λογικές. Επικαλούμαι ό,τι πιο δυνατό έχει απομείνει μέσα μου, ώστε να μην επαναπαύομαι. Μπορώ να εκφραστώ και με το θέατρο και με τη μουσική. Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια φοβήθηκα τον ρόλο του θιασάρχη που είχα παλιότερα, κυρίως στο θέατρο Μινώα με μία τριλογία, το «Έλα ντε», το «Συγγνώμη που με πάτησες» και το «Καζίνο η Ελλάς» γιατί αγχώθηκα με την ευθύνη του βιοπορισμού άλλων ανθρώπων. Τώρα  παρασύρομαι από την ανάγκη του κόσμου να γελάσει από μένα και μερικές φορές η μία υπόστασή μου δεν παίρνει σοβαρά την άλλη.

Cul. N.: Αν κάποιος παρατηρήσει αναλυτικά την πορεία σας, θα εντυπωσιαστεί από διακρίσεις, βραβεύσεις και απροσδόκητες συμμετοχές. Θα θέλατε να μας πείτε κάποιους «σταθμούς» που ξεχωρίζετε ή θυμάστε έντονα, από όλα αυτά τα χρόνια της προσωπικής σας καριέρας;

 

Γ. Ζ.: Έχω πολλούς «σταθμούς». Πρώτα απ’ όλα είναι η οικογένεια που δημιουργεί το έναυσμα για να μπεις στη ζωή. Είμαι τυχερός που είχα τέτοιους γονείς για να δοκιμαστώ σε μικρή ηλικία. Είμαι τυχερός που γνώρισα τι σημαίνει φασισμός διότι βίωσα τη χούντα και μπορώ να ξέρω τι συνεπάγεται η έλλειψη δημοκρατίας. Βασικός σταθμός επίσης ήταν η αρχιτεκτονική. Είχα γενικά πολύ καλές συνεργασίες. Πρώτα απ’ όλα με τον Δημήτρη Ποταμίτη που κατάλαβα τι σημαίνει έρευνα, τέχνη και επιτυχία αληθινή. Μετά, στον κινηματογράφο έκανα πολλά πράγματα αλλά ξεχωρίζω την συνεργασία με τον Τσιώλη στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Οι σπουδές στην ακαδημία του Μονάχου ήταν καθοριστικές γιατί έκανα μουσική και όπερα και από την όπερα προέκυψε η υποκριτική. Στον Νίκο Μαμαγκάκη επίσης οφείλω πάρα πολλά. Συνεργάστηκα και γνώρισα από κοντά τον Βάρναλη, τον Ελύτη, τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο, τον Γιώργο Μαρκόπουλο… Είναι σημαντικά όλα όσα έμαθα, αφού είχαν εφαρμογή στη ζωή. Ακόμα και σήμερα όμως, νιώθω ότι είμαι σε σταθμό.

Cul. N.: Μετά τις «Εκκλησιάζουσες» τι πρέπει να περιμένουμε από εσάς;

 

Γ. Ζ.: Το χειμώνα θα κάνουμε το «Βίκτωρ-Βικτώρια» στο «Πάνθεον». Ένα ωραίο έργο μιούζικαλ, με πρωταγωνίστρια την Παπούλια. Εγώ θα κάνω το ρόλο ενός ομοφυλόφιλου που έχει μεγάλη πλάκα και ο Στάνκογλου θα υποδυθεί έναν γκάγκστερ. Παράλληλα ετοιμάζω νέα τραγούδια, ετοιμάζω πράγματα πάνω στη διαδραστική τέχνη που με απασχολεί πολύ. Είμαι σε εγρήγορση, μα όχι σε βιασύνη. Όνειρό μου είναι επίσης να δημιουργήσω κάποια στιγμή κάτι, που να έχει σχέση με τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα, σε μία μορφή που κόσμος θα τους αντιληφθεί, ώστε να καταλάβει τι χάνει που δεν τους γνωρίζει.

Cul. N.: Κλείνοντας, θα ήθελα να μας πείτε μία δική σας εκτίμηση για το μέλλον. Υπάρχει κάποια υποτυπώδης έστω, αισιοδοξία;

Γ. Ζ.: Αναλογιστείτε μια γερή σφεντόνα μαζί με το λάστιχο, που συμβολίζει το παρόν. Αν τοποθετήσουμε μία πέτρα και το τραβήξουμε προς τα πίσω, όσο πιο πολύ πίσω πάει, δηλαδή στο παρελθόν, τόσο πιο έντονη θα είναι η εκσφενδόνιση μπροστά, στο μέλλον. Πιστεύω ότι για να έχουμε μέλλον, πρέπει να δρούμε και να θέλουμε να διδαχθούμε από όσα ήδη ζήσαμε. Επίσης θεωρώ ότι πρέπει να αλλάζουμε και να μην εμπιστευόμαστε τυφλά τίποτα και κανέναν.

 


Οι «Εκκλησιάζουσες» του Αριστοφάνη, σε μετάφραση Μίνωα Βολανάκη και σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, περιοδεύουν το φετινό καλοκαίρι σε όλη την Ελλάδα. Περισσότερες πληροφορίες.