Η επιβίωση ενός δημιουργού στην Σοβιετική Ένωση υπήρξε για όλον τον εικοστό αιώνα ένα αίνιγμα και ένας γρίφος, ένας γόρδιος δεσμός για τον οποίο δεν υπήρχε εργαλείο για να τον κόψει. Οι κάθε είδους δημιουργοί είτε αυτοί αποκαλούνταν ζωγράφοι, μουσικοί, ποιητές, συγγραφείς αντιμετώπιζαν ένα περιβάλλον τουλάχιστον εχθρικό και απειλητικό, ακόμα και άκρως επικίνδυνο για την ίδια τους την ακεραιότητα, ένα καθεστώς αμείλικτο. Ο Γκρεβεγιάκ παρουσιάζει ένα μυθιστόρημα που αφηγείται αυτήν ακριβώς την αδυναμία των δημιουργών αυτών να ξεδιπλώσουν την καλλιτεχνική τους παραγωγή με ασφάλεια και δίχως κίνδυνο της ζωής τους αλλά και το εγχείρημα κάποιων ηρωικών προσώπων να φωνάξουν την αλήθεια. Οι δύο πρωταγωνιστές είναι οι μάρτυρες που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί πολύ δεξιοτεχνικά για να εξιστορήσει τα τεκταινόμενα σε μια χώρα δέσμια της πολιτικής ιδεολογίας και του αυστηρού καθεστώτος που την κυβερνούσε για σχεδόν όλο τον 20ο αιώνα.

Αναζητώντας ίχνη αντίστασης σε ένα αδυσώπητο καθεστώς

Οι αναφορές του Γκρεβεγιάκ σε τόσα πολλά βιβλία και συγγραφείς αναδεικνύουν την συγγραφική του δεινότητα διότι έχει κατορθώσει να προσφέρει ένα πολιτικό, κοινωνικό, ιστορικό μυθιστόρημα που έχει όμως τόσες λογοτεχνικές υπομνήσεις και τέτοιον πλούτο αναφορών σε πρόσωπα της εποχής που ο αναγνώστης δεν έχει παρά να συνεχίσει την μελέτη του και μετά το πέρας της ανάγνωσης αυτού του εξαιρετικού μυθιστορήματος. Η μετάφραση δε της Στέλας Ζουμπουλάκη αποκαλύπτει και την ομορφιά της γλώσσας και του ύφους που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας και μας την μεταφέρει στα ελληνικά με μοναδικό τρόπο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που μας πηγαίνει πίσω σε χρόνια δύσκολα, σε χρόνους χαλεπούς, σε μια εποχή όπου η άποψή σου είναι η ζωή σου ή ο θάνατός του και το έργο σου είναι ικανό να σε καταδικάσει όχι μόνο στην απομόνωση αλλά στον βασανισμό και τελικά σε ένα μοιραίο τέλος. Τέτοιο τέλος είχαν πολλοί από αυτούς που αναφέρονται και δεν γλίτωσαν την εξόντωσή τους.

Πολλοί δημιουργοί αντιστάθηκαν σθεναρά στην κομμουνιστική λαίλαπα ειδικά του Στάλιν αλλά και των δομών, οι οποίες συνέχισαν να λειτουργούν και μετά τον θάνατό του το 1954. Είχαν γίνει συνήθεια και κανονικότητα, μια τυπική καθημερινότητα οι απειλές που δέχονταν τόσο για την ζωή τους όσο και για το έργο τους άνθρωποι σαν τον μετέπειτα νομπελίστα Σολζενίτσιν για τον οποίο γίνεται ειδική μνεία από τον συγγραφέα. Ωστόσο και ενάντια στους ανέμους της καταπίεσης και παρά την συνεχή επίθεση στο πρόσωπό τους, οι άνθρωποι αυτοί στάθηκαν στο ύψος του αναστήματός τους απαρνούμενοι την υποταγή σε ανθρωπόμορφα τέρατα. Αυτοί οι ανώνυμοι και επώνυμοι δυνάστες του συστήματος είναι αυτοί που ξεγύμνωναν την παιδεία τους, τις εμπνεύσεις τους, τη δυνατότητά τους ουσιαστικά να δημιουργήσουν δίχως περιορισμούς και πλαίσια λογοκρισίας απλά και μόνο γιατί την θεωρούσαν εξαιρετικά επικίνδυνη για τον δικό τους ανελέητο αγώνα ενάντια στο διαφορετικό.

Αυτό το διαφορετικό σε κάθε πτυχή της ζωής θα μπορούσε αναμφίβολα και ανά πάσα στιγμή να ξυπνήσει τον “υπόδουλο” και πολιτιστικά σκλαβωμένο λαό, έναν λαό που βυθιζόταν όλο και περισσότερο στο σκοτάδι της τυφλής προπαγάνδας μένοντας πίσω σε ακούσματα, αναγνώσματα και θεάματα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο πρωταγωνιστές του βιβλίου, ο Κατούτσκοφ και ο Γκολτσένσκο, είναι και οι κινητήριοι μοχλοί, οι ατμομηχανές του Γκρεβεγιάκ με στόχο την προσπάθεια και την επιχείρηση αποκάλυψης των ειδεχθών εγκλημάτων και των βάναυσων πολιτικών κατά των καλλιτεχνών. Από εδώ και στο εξής θα υπήρχαν μόνο δύο είδη δημιουργών: οι φοβισμένοι ζωντανοί και οι νεκροί. “Το να είσαι δειλός δεν ήταν εύκολο. Το να είσαι ήρωας ήταν ευκολότερο” είχε πει κάποτε και ο επίσης μαχόμενος για την μουσική του Σοστακόβιτς.

Είναι απίστευτα αποκαλυπτική η αφήγηση της ζωής των καλλιτεχνών αυτών και τρομακτικά εξουθενωτική η πάγια τακτική να κατασκοπεύονται σε κάθε βήμα της καθημερινότητάς τους ενώ παράλληλα να τους καθίσταται σαφές πως η όποια κίνησή του θα υπόκειται στην μηχανή ελέγχου του κομματικού συστήματος. Από την μία έρμαια των φόβων τους σε κάθε στιγμή του βίου τους λόγω αυτού του κυνηγητού και από την άλλη ορμώμενοι από την ανάγκη για ελευθερία και ανεξαρτησία από κάθε είδους πολιτικό ζυγό, κάποιοι αυτοεξορίστηκαν στην ίδια τους την χώρα σε μία ζωή φυλακισμένου και ζωντανού νεκρού. Το παράδειγμα του Σολζενίτσιν είναι δε χαρακτηριστικό αφού από το εξωτερικό όπου είχε διαφύγει προέβαλε τη δική του αντίσταση σε κάθε πρόκληση χωρίς συμβιβασμούς για να σώσει τα γραπτά του από τους αδηφάγους καταπατητές.

“Η ΕΣΣΔ συνηθισμένη να λέει ψέματα είχε ξεχάσει εδώ και καιρό να λέει την αλήθεια. Η ΕΣΣΔ είχε τη λογοκρισία στο πετσί της. Και ακόμα κι όταν έλεγε την αλήθεια, η ΕΣΣΔ ήταν ύποπτη: ήταν πολλά τα χρόνια πλέον που φώναζε σαν τον ψεύτη βοσκό. Στα τέλη του Ιανουαρίου του 1979, τρεις Αρμένιοι εθνικιστές ταυτοποιήθηκαν ως οι ένοχοι των επιθέσεων, μέσω αμφιβόλων διαδικασιών, και εκτελέστηκαν”. Οι μέθοδοι εξολόθρευσης του διαφορετικού περιγράφονται με ιδιαίτερα ωμό και σκληρό τρόπο από τον συγγραφέα, ωστόσο δεν είναι παρά μόνο κάποια επεισόδια από την ασυδοσία, την ανεξέλεγκτη φρίκη και τον εξευτελισμό στον οποίο παραδόθηκαν αυτοί οι άνθρωποι, η υπόστασή τους και η αξιοπρέπειά τους έγιναν οδοστρωτήρας από το πέρασμα του μηχανισμού λογοκρισίας όλων των ηγετών που διαδέχτηκαν τον φονικό Στάλιν, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο αλλά το καρκίνωμα της ανελευθερίας είχε για καλά ποτίσει τον καρπό της ανεξαρτησίας του λόγου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Γιατί τι αποκαλύπτει, κατά βάθος, η όψη ενός ανθρώπου, αν όχι αυτό που θέλουμε να δούμε σε αυτόν, αν όχι αυτό που προβάλλουμε πάνω του, αν όχι την ίδια μας την αντανάκλαση σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη;”

“…κανείς πια δεν σεβόταν τους αντιφρονούντες συγγραφείς: δεν τους εκτελούσαν πια. Αλλά τους απομόνωναν, τους εξαθλίωναν. Τους εξόριζαν”

Διαβάστε επίσης:

Κόκκινες ψυχές: Το βιβλίο του Πωλ Γκρεβεγιάκ από τις Εκδόσεις Πόλις