Η συγγραφέας αφηγείται σε αυτό το βιβλίο τους έρωτες που έλαβαν χώρα σε μία περίοδο ιδιαίτερα άστατη τόσο ιστορικά όσο και πολιτικά. Πιο συγκεκριμένα, μας παραθέτει πληροφορίες σχετικά με τους έρωτες ανθρώπων που είχαν πιστέψει στον κομμουνισμό και είχαν ασπαστεί τις ιδέες του και για τις οποίες δυστυχώς εκδιώχτηκαν και κυνηγήθηκαν. Αναφορά στον ποιητή Ναζίμ Χικμέτ και την σύντροφό του Μινεβέρ, την Αργυρώ Πολυχρονάκη και τον Νίκο Κοκοβλή, την Σίλβια Μπέρμαν και τον Ρόμπερτ Τόμσον. Πρόκειται για τρεις διαφορετικές ιστορίες που όμως τις συνδέει η κοινή συνισταμένη της αγάπης και του έρωτα των συντρόφων που δεν είχαν την ηρεμία και την γαλήνη μιας κανονικής σχέσης. Και οι τρεις γυναίκες του βιβλίου, αφοσιωμένες και αγωνίστριες και οι ίδιες σε μία εποχή σκληρή για αυτές είδαν τους άντρες τους να καταπιέζονται, να φυλακίζονται, να διασύρονται ακόμα και μετά τον θάνατό τους.

Έρωτες στα όρια της επιβίωσης, έρωτες δίχως αύριο

Οι γυναίκες μένοντας πίσω πια στη ζωή με την ανάμνηση των συντρόφων τους πάλεψαν για να κρατηθεί και να διατηρηθεί ζωντανή η μνήμη τους, η δράση τους, να μην λησμονηθούν και να αποτελέσουν μέρος της ιστορίας. Όλες οι περιγραφές της συγγραφέως συγκλίνουν στο γεγονός πως η περίοδος του Ψυχρού πολέμου που έλαβε χώρα ύστερα από το πέρας του πολέμου εκδηλώθηκε με διαφορετικό τρόπο σε κάθε χώρα, στην Ελλάδα εμφύλιος και διώξεις των αριστερών από τους νικητές, στην Τουρκία εσωτερικές διενέξεις από το δ όγμα Μεντερές και κυνηγητό, στην Αμερική ο μακαρθισμός που για τουλάχιστον 20 χρόνια αποτελούσ φόβητρο για τους κομμουνιστές.

Ο Χάρης Γολέμης στον πρόλογο του βιβλίου αναφέρει σχετικά με την συγγραφέα: “Αυτό που συγκινεί εδώ τη συγγραφέα δεν είναι ένας παθιασμένος έρωτας, αλλά μια ισότιμη, τρυφερή ερωτική σχέση δύο ανθρώπων που, μέσα σε αμέτρητες δυσκολίες και έχοντας ως κύριο μέλημά τους να διατηρήσουν με κάθε κόστος την αδιαπραγμάτευτη κομμουνιστική τους αξιοπρέπεια συνεχίζοντας τον αγώνα, πασχίζουν να συμβιβάσουν τις προσωπικές τους επιθυμίες με τις υποχρεώσεις τους απέναντι στο κίνημα, και μέχρι κάποια στιγμή και στο κόμμα”. Η Καστελίνα καταδεικνύει την καθολική πίστη των πρωταγωνιστών σε μία ιδεολογία, σε ένα πιστεύω κομματικό που συνόδευε αυτούς τους ανθρώπους αταλάντευτα μέχρι το τέλος της ζωής τους και ό,τι πιέσεις και αν δέχτηκαν δεν απαρνήθηκαν την ιδιότητα και ταυτότητά τους, άσχετα αν το κόμμα και το όλο σύστημα δεν τους προστάτευσε όταν τελικά χρειάστηκε γιατί πολύ απλά τους εκμεταλλευόταν ως μοχλό και εργαλείο προπαγάνδας. Και αυτό βέβαια είναι μία άλλη ιστορία.

Μέσα από τις ερωτικές ιστορίες που καταγράφονται εδώ, οι πρωταγωνιστές του βιβλίου θυμίζουν στους νεότερους και ξαναθυμίζουν στους παλαιότερους τις κρίσιμες στιγμές της παγκόσμιας ιστορίας, όταν οι πολιτικές διενέξεις βρισκόντουσαν στο ζενίθ και απασχολούσαν την καθημερινή ζωή. Τόσο ο Χικμέτ, όσο ο Κοκοβλής και ο Τόμσον βίωσαν ο καθένας στη χώρα του μία μοχθηρή όσο και βίαιη αντιμετώπιση και βρίσκονταν κυριολεκτικά ανάμεσα στα όρια ζωής και θανάτου και χάρη σε πολλούς συντρόφους και φίλους μπόρεσαν να ζήσουν. Οι γυναίκες τους και σύντροφοί τους υπήρξαν πάντα στο πλευρό τους και πολλές φορές και οι ίδιες οι γυναίκες βιώσαν κακές συμπεριφορές αφού εκείνες ήταν ο καθρέφτης τους και σε εκείνες οφείλουν και το γεγονός πως μέσα από γράμματα, στίχους ή άλλα εκφραστικά μέσα μπόρεσαν να τους κρατήσουν για λίγο ακόμα κοντά τους.

Η Καστελίνα γράφει χαρακτηριστικά και γλαφυρά για τον σπουδαίο Χικμέτ: “Οι στίχοι του είναι τολμηροί, φωτισμένοι από τις παραβολές του, τις οποίες αντλεί από τον κόσμο των μηχανών, των εργοστασίων των σιδηροδρόμων, των γεφυρών. Όπως ο Μπάιρον, με τη σκοτεινή ομορφιά και τη ρομαντική απαισιοδοξία, υπήρξε το σύμβολο του 19ου αιώνα, έτσι και ο Ναζίμ Χικμέτ, με τα φωτεινά γαλανά του μάτια και με την αισιόδοξη οπτική του για τον κόσμο και για την ανθρωπότητα που τον κατοικεί, είναι το σύμβολο του 20ού αιώνα”. Τόσο ο Χικμέτ όσο και οι άλλοι δύο, δηλαδή ο Κοκοβλής και ο Τόμσον, είχαν τον δικό τους αγωνιστικό παλμό και την φλόγα που έκαιγε συνέχεια και ποτέ δεν έπαψε να τους δίνει ελπίδα πως αυτό που πίστευαν θα γινόταν οικουμενική πραγματικότητα. Πολέμησαν για αυτό που υπερασπίζονταν και ας μην ανταμείφθηκαν όπως θα τους άξιζε, ο Κοκοβλής είχε πολεμήσει ενάντια στους Ναζί και για αυτήν του την προσφορά όπως και πολλοί άλλοι και ουδέν αναγνωρίστηκε.

Ιστορικά και μετά ιστορικά βέβαια δυστυχώς, τα γεγονότα τους διέψευσαν, οι ιδεολογίες έγιναν φούσκες που τις παρέσυρε ο αέρας αλλά για εκείνη την στιγμή ο κομμουνισμός και όσα για αυτούς πρέσβευε ήταν το Α και το Ω, υπήρξε η πεμπτουσία της ύπαρξής τους και της εν γένει φιλοσοφίας τους, ένας μονόδρομος για τον κόσμο που ήθελαν να δουν να αλλάζει και ευτυχώς για αυτούς δεν έζησαν για να δουν όλο αυτό που είχαν πλάσει με ζήλο στο μυαλό τους να κατακρημνίζεται σαν χάρτινος πύργος. Η ιστορία σε κάθε περίπτωση είναι αμείλικτη και αδιαπραγμάτευτη και δίνει με τον δικό της μοναδικό τρόπο τις απαντήσεις που χρειάζονται ύστερα από χρόνια και κρίνει επί των γεγονότων τους εκάστοτε πρωταγωνιστές.

Αποσπάσματα του βιβλίου

Ο έρωτάς τους φαντάζει εφηβικός: Άναψε με μια ματιά κι έπειτα επωάστηκε για πάρα πολύ καιρό, καθώς δεν είχαν το θάρρος να τον εξομολογηθούν ούτε στον ίδιο τους τον εαυτό, πόσο μάλλον να τον εκδηλώσουν.

Τώρα, στο σπίτι μας, θα ζούμε και σαν ζευγάρι. Η σχέση μας αναπτύχθηκε στα χρόνια της παρανομίας – μετά τη λήξη του ένοπλου αγώνα – αλλά έμενε απλή σχέση. Τότε μας ένωνε περισσότερο το καθήκον του αγώνα και η κοινή μας τύχη.

Διαβάστε επίσης:

Λουτσιάνα Καστελίνα – Έρωτες κομμουνιστών