“Τι είχαν πάθει οι άνθρωποι; Αυτό ήταν που ήθελε να μάθει ο Μόρις Χερν. Με τον ερχομό του νέου αιώνα, ο κόσμος είχε βυθιστεί σε μια πρόστυχη σύγχυση, σε μια καταχνιά. Πέθαινε από χυδαιότητα. Αυτή ήταν η εμπεριστατωμένη γνώμη του. Εκτός του γαμησιού, τράβαγε και μαλακία έως και τρεις φορές την ημέρα”.

Ο Κέβιν Μπάρι μας χαρίζει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα ισάξιο των συγγραφέων προγόνων του. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που τοποθετεί στο κέντρο και στο επίκεντρο της προσοχής μας τον περιπλανώμενο στις σκέψεις του και στις αναμνήσεις του άνθρωπο. Το βιβλίο είναι ένα ταξίδι στη ζωή των πρωταγωνιστών του, του δίδυμου των παλιόφιλων Μόρις και Τσάρλι, οι οποίοι περιμένουν πως κάτι θα γίνει, κάτι θα αλλάξει στη ζωή τους, στη ρημαγμένη τους ζωή για να είμαστε πιο ακριβείς.

Δύο χαμένοι άνθρωποι της ζωής αναζητούν ένα νέο μέλλον

Η Ιρλανδία έχει πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, είναι μια χώρα με πλούσια παράδοση τόσο στη λογοτεχνία όσο και στο θέατρο και θα μπορούσε κανείς να ομολογήσει πως αν και Βόρειοι μοιάζουν πολύ με ανθρώπους του Νότου ως προς την εξωστρέφεια, την φιλικότητα και τη ζωντάνια που εκπέμπουν. Η Ιρλανδία είναι από τις χώρες εκείνες που έχουν χαρίσει στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα προσωπικότητες όπως ο Τζέιμς Τζόις, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Σάμουελ Μπέκετ, ο Τζόρτζ Μουρ αλλά και οι πιο σύγχρονοι Τζον Μπάνβιλ, Αν Γκρίφιν, Colm Toibin, Άννα Μπερνς και Μάϊκ Μακόρμακ. Σε αυτό το πλαίσιο και σε αυτό το αθάνατο πνεύμα, κινείται και ο νεότερος Κέβιν Μπάρι και μας ξεδιπλώνει με μοναδικό τρόπο τη δική του αντίληψη για την άστατη ανθρώπινη φύση και ξέρει και πάντα μας εκπλήσσει τόσο θετικά όσο και αρνητικά.

Όλοι οι συγγραφείς που προανέφερα έχουν ως κοινή τους συνισταμένη το επίκεντρο τους στην ανάλυση του ανθρώπινου χαρακτήρα, τα τρωτά σημεία και τις αδυναμίες του σύγχρονου ανθρώπου έτσι όπως διαμορφώνονται και μέσα από τις κοινωνικές ζυμώσεις κάθε εποχής. Αυτά τα στοιχεία και αυτά τα δεδομένα πραγματεύεται και ο Κέβιν Μπάρι σε μια προσπάθειά του να κατανοήσει με βάση το παρελθόν τον σύγχρονο άνθρωπο, τον Ιρλανδό που πέρασε δύσκολα χρόνια με την κρίση στην πλάτη του γιατί αναμφίβολα το κοινωνικό αποτύπωμα σε μια κοινωνία δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο. Η Ιρλανδία τα τελευταία χρόνια χτυπήθηκε καίρια από πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα, τα οποία ξεπέρασε με πολύ κόπο και ισχυρό τίμημα και αυτό ως δεδομένο δεν είναι αμελητέο.

Εξάλλου, αυτή είναι και η πεμπτουσία της αφηγηματικής του δεξιοτεχνίας πέρα από την πλοκή με την οποία ντύνει την ιστορία του, δηλαδή η ερμηνεία της ανθρώπινης φύσης στο σήμερα μέσα από ένα δικό του πολύ προσωπικό πρίσμα και με οδηγό τις εμπειρίες ζωής. Ο Μπάρι γνωρίζει καλά πώς να χειριστεί τη γλώσσα και πώς να ακροβατήσει ανάμεσα σε ένα ύφος που αρμόζει στους χαρακτήρες που μας περιγράφει ενώ ταυτόχρονα ξετυλίγει και την στοχαστική του ματιά στα πράγματα. Ο Ορφέας Απέργης που διεκπεραίωσε με επιτυχία τη μετάφραση του βιβλίου αναφέρει ως προς τη γλώσσα στο σύντομο αλλά τόσο διαφωτιστικό του επίμετρο: “Ο Μπάρι κάνει με τη γλώσσα, κατά το κοινώς λεγόμενον, παπάδες. Μεγάλη η γλωσσική δεξιοτεχνία του. Όμως τίποτα από αυτά που κάνει, τις παρακινδυνευμένες γλωσσικές ακροβασίες του, κανένα από όλα τα salti mortali δεν μένει μετέωρο. Για λίγο αιωρείται στον αέρα της γλωσσικής του άνεσης η κάθε παράξενη κι απότολμη φιγούρα του, το κάθε figure of speech, κι έπειτα γρήγορα έρχεται να επικαθίσει πάνω στο αμβλυμένο μας γλωσσικό – ακουστικό και οπτικό – κριτήριο[…]”

Οι δύο φίλοι έχουν αναμφίβολα ένα βρώμικο παρελθόν, είναι άνθρωποι λαϊκοί και απλοί, είναι άνθρωποι του υποκόσμου και έχουν τυλιχτεί στην αμαρτία, ωστόσο έχουν δικαίωμα και αυτοί σε μια δεύτερη ευκαιρία, μια ευκαιρία να επανακάμψουν και να επαναπροσδιορίσουν αυτή την ρημαγμένη από τον χρόνο ζωή. Και αυτό το περίφημο πλοίο για Ταγγέρη που αναμένουν με τόση ανυπομονησία ενδεχομένως να είναι για αυτούς μία λύτρωση και μια απελευθέρωση όπως ήταν κάποτε η εξωτική Ταϊτή για τον Γκωγκέν. Όλο το μυθιστόρημα είναι μια αναμονή μπεκετική όπως πολύ εύστοχα αναφέρει και ο μεταφραστής, είναι ένα νέο παράθυρο που θέλουν να ανοίξουν για να κλείσουν παλιές πληγές μέσα τους, να ξαναβρούνε τους εαυτούς τους και να ξαναγεννηθούν με κάποιον τρόπο. “…φίλε κοίτα να συνέλθεις. Ζωή ή θάνατος, κάθε μέρα φέρνει τα δικά της, και δεν μπορούμε να της πάμε κόντρα με τίποτα”.

Το πλοίο για Ταγγέρη που οι δύο φίλοι περιμένουν στην προκυμαία του λιμανιού θυμίζει πολύ σαν εικόνα εκείνον τον πίνακα του Ζερικό που βρίσκεται στο Λούβρο και λέγεται Η σχεδία της Μέδουσας όπου Μέδουσα υπήρξε το πλοίο που βυθίστηκε και οι πάνω στη σχεδία ναυαγοί περίμεναν το πλοίο που θα τους έσωζε από τα κύματα της ταραγμένης θάλασσας. Έτσι και εδώ, με τη διαφορά πως οι δύο φίλοι πατάνε στεριά και επιθυμούν διακαώς να βρεθούν στην άλλη άκρη, σε μιαν άλλη στεριά, θέλουν να πλεύσουν μακριά και να αφήσουν πίσω τους ό,τι τους τραυμάτισε ψυχολογικά. Ο Μπάρι έχει καταφέρει να μας αιχμαλωτίσει στην αφήγησή του και το μόνο που περιμένουμε είναι το επόμενο μυθιστόρημά του για να ταξιδέψουμε και πάλι.

Αποσπάσματα από το βιβλίο

“Τι θα κάνουμε όμως με τους εαυτούς μας, Μόρις;/Αυτό είναι το θέμα. Ιδού η απορία/Τι διάολο είμαστε;/Α, είμαστε ένας πανάρχαιος τύπος ανθρώπου, είπε αυτός. Είμαστε έμποροι.”

“…Το φέριμποτ έβγαζε έναν κεφάτο μουσικό ήχο, σαν εμβατήριο. Πήγαινε προς Ταγγέρη χωρίς σχέδιο. Η νύχτα σβέλτη και κατάμαυρη γύρω του.”

Διαβάστε επίσης:

Νυχτερινό Πλοίο για Ταγγέρη: Το βιβλίο του Κέβιν Μπάρι από τις εκδόσεις Gutenberg