Ξεπερασμένη έως και ύποπτη στις μέρες μας για το τι είδους σφαιρικότητα επιθυμεί να κομίσει, η θεατρική ηθογραφία, εξακολουθεί, παρόλα αυτά, να ασκεί γοητεία ως μέσο αποτύπωσης πραγματικοτήτων μέσα σε ένα ολοένα περισσότερο κατισχύοντα συμφυρμό αποδόμησης, «αποκέντρωσης» και «διασποράς» νοημάτων και εξεικονίσεων, σε συνδυασμό με τη μεταδραματική έξαρση.

Υπάρχει μια ισχυρή πεποίθηση ότι η παλιά και γνώριμη ελληνική ηθογραφία, που επιχείρησε να μεταγράψει τις τεχνικές του bien faite έργου και να εμφυσήσει στη δραματουργία τόσο τις προερχόμενες από τη φιλοσοφία αρχές του ρεαλισμού όσο και εκείνες που εκπορεύονται από τη φυσική επιστήμη, με τις οποίες συνδέθηκε άρρηκτα η μέθοδος του νατουραλισμού, δεν κατάφερε να πραγματώσει στον απόλυτο βαθμό τους στόχους της. Παρά τα ελάχιστα άρτια δείγματα γραφής που μπορεί κανείς να αποθησαυρίσει από την εργογραφία του νεοελληνικού θεάτρου είναι κοινή η διαπίστωση ότι, παραδοσιακά, η πλάστιγγα έγερνε περισσότερο προς μια πανοραμική διαγραφή περιβαλλόντων παρά προς μια δυναμική καταβύθιση σε δομικά στοιχεία της σχέσης ατόμου-κοινωνίας. Ως εκ τούτου, οι κεντρικοί χαρακτήρες, πλην λιγοστών εξαιρέσεων, αποδεικνύονταν οι μεγάλοι ασθενείς του εν λόγω είδους, καθώς εμφανίζονταν ακινητοποιημένοι μέσα στην επιφάνεια των πραγμάτων, υποφέροντας από έλλειψη εσωτερικής ορμής.

Όταν μιλάμε για ρεαλιστικό, ηθογραφικό θέατρο σήμερα φροντίζουμε να παραγνωρίζουμε τα αρχετυπικά και καταστατικά χαρακτηριστικά του, όπως το κοινότοπο, το προσιτό και το αντικειμενικό, και να στρέφουμε την προσοχή στις αιτίες που προκαλούν τις εκδηλώσεις της πραγματικότητας. Μέσα σε αυτό το φάσμα θεώρησης καθίστανται επίκαιρες όσο ποτέ οι αρχές του ντετερμινισμού για τη σύζευξη αιτίας-αποτελέσματος που εύστοχα προσάρμοσε ο Ιππόλυτος Τάιν στην ανάλυση της λογοτεχνίας, μιλώντας για το τρίπτυχο «κληρονομικότητα-περιβάλλον-παρούσα στιγμή», μέσω των οποίων είναι δυνατό να κατανοηθεί ο κόσμος αλλά και η ηθική υπόσταση των ανθρώπων. Ένας επιπρόσθετος λόγος που δικαιολογεί τη μετατόπιση του ενδιαφέροντος στη συνύφανση ανάμεσα στα φαινόμενα και τους λόγους που τα δημιουργούν είναι η αλλαγή πλεύσης ως προς τις τεχνικές (κυρίως λόγω της επίδρασης της 7ης Τέχνης) που αντικαθιστά την προσήλωση σε μια γραμμική πλοκή με πιο εγκάρσιες κινήσεις. Επιπλέον, η κινηματογραφική διάρθρωση σύγχρονων έργων προϋποθέτει μια αναλογικότητα στην ποιότητα και στην ποσότητα του λόγου και, την ίδια στιγμή, μια οικονομία στο πώς ανασυστήνεται με εναλλακτικούς όρους η κοινή εμπειρία.

Το έργο

Με τον συγκεφαλαιωτικό τίτλο «Επαρχία» ο Μιχάλης Βιρβιδάκης παραθέτει μια πινακοθήκη αντιηρώων που στο συλλογικό υποσυνείδητο ταυτίζονται με ένα λούμπεν lifestyle ή ακόμα και με μια σύγχρονη εκδοχή του ελληνικού φολκλόρ. Ο συγγραφέας προσδίδει μια ναΐφ απόχρωση στα πρόσωπά του, εμφυσώντας τους ένα υπερχειλίζον φαντασιακό παραλήρημα, γεγονός που γεννά μια ελλειμματική πρόσληψη των διαστάσεων της πραγματικότητας. Σε κάθε περίπτωση, δεν παύει να παραμένει αισθητό ένα εύθραυστο όριο ανάμεσα σε οτιδήποτε ο συγγραφέας αποδίδει ως χαρακτηριστικό εντοπιότητας και στην υπόνοια ότι τα ίδια πρόσωπα και οι ίδιες ενέργειες ενέχουν κάτι το οικουμενικό. Το βασικότερο, όμως, σημείο τριβής εντοπίζεται στη δυσαρμονία ανάμεσα στην αφαιρετική τεχνική των μονταρισμένων σκηνών και σε ένα ναρκισσευόμενο βερμπαλισμό που θέτει σε επισφάλεια το σκηνικό χρόνο, και ίσως ακόμα στην παρουσίαση των μονολόγων ως αποκομμένες οντότητες, που καλούνται να συμπληρώσουν εκτοπισμένες από τους πλατειασμούς πληροφορίες. Στο δε ζήτημα της γενικότερης οικονομίας θα μπορούσε να προστεθεί η διογκωμένη δραματοποίηση που παγιώνει το πόνημα ως μια εκβιασμένα συμπεριληπτική, και με δημοσιογραφική λογική, σταχυολόγηση κοινωνικών προβλημάτων.

Ωστόσο, το μεγάλο στοίχημα ενός χειραφετημένου από τις αγκυλώσεις της εξονυχιστικής παραστατικότητας ρεαλιστικού θεάτρου, ακόμα και με στοιχεία in-yer-face, είναι ο φωτισμός των αιτίων που δικαιολογούν τα φαινόμενα. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν καθίστανται σαφή τα ενδότερα του υπαρξιακού βέρτιγκο των προσώπων. Θα περίμενε κανείς, αντί για μια αναδίπλωση σε οικείους ψυχολογικούς θυλάκους, μια προβολή του χάσματος που χωρίζει τις κλειστές επαρχιακές κοινωνίες από δυναμικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Ως εκ τούτου, είναι πρόδηλη η πλειοδοσία στην περιγραφή της κατάστασης, συνθήκη από μόνη της ανίσχυρη να παράξει πάλλουσες δραματικές συγκρούσεις.

Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες

Η σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα δημιούργησε ένα πλέγμα συνοχής ανάμεσα στις σκηνές, διαμορφώνοντας παράλληλα την καλύτερη δυνατή ρυθμική σε ένα ανισοβαρές κείμενο. Οι ερμηνείες δεν είχαν άλλη επιλογή από τα υπηρετήσουν έναν πυκνό και λεπτομερειακό λόγο, γεγονός που ενίοτε τους στερούσε ερμηνευτικά εργαλεία. Εντούτοις, η σκηνή πατέρα-γιου (Νίκος Αρβανίτης-Δημήτρης Αποστολόπουλος) καταγράφεται ως μια μεστή κλιμάκωση που εκλύει ισχυρή ενέργεια. Η συνολική παρουσία του Τάσου Λέκκα (Ίγκι) έδωσε ένα στίγμα γραφικής όσο και συμπαθητικής ιδιοσυγκρασίας, πίσω από την οποία υπολανθάνει ένα δράμα, που, όμως, διαγράφεται ατελές. Ο Ορέστης Τζιόβας άδραξε το ρόλο του αστυνομικού με ερμηνευτική αυτοπεποίθηση, καθιστώντας τον σκηνικά ανάγλυφο. Τέλος, με μια βραδυφλεγή εσωτερική δυναμική η παρουσία της Γρηγορίας Μεθενίτη (Όλα), με μια αύρα αμηχανίας εκείνη του Απόστολου Καμιτσάκη (Γαβρίλης) και με μια έντιμη ρεαλιστική γραμμή η απόδοση της Δήμητρας Βήττα (Βούλα).

Διαβάστε επίσης:

Επαρχία, του Μιχάλη Βιρβιδάκη στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Γιώργος Σκεύας: Τα πρόσωπα της «Επαρχίας» φλερτάρουν με τον κίνδυνο, ζουν διαρκώς στην κόψη του ξυραφιού