Δεν είναι πάντα ορατό, αλλά τα πράγματα έχουν ως εξής: κάθε ερωτευμένος είναι ένας μικρός Κολόμβος. Όταν ξεκινάει, δεν ξέρει πού πηγαίνει. Κι όταν φτάνει, δεν ξέρει πού βρίσκεται. Κι ιδανικά, θα έπρεπε να έχει τρία στόματα. Ένα για τα λόγια της αγάπης, ένα για τα λόγια της σιωπής κι ένα για τα φιλιά που δε μπορούν και δεν πρέπει για κανέναν λόγο να περιμένουν. Κι όλα τούτα, πες, είναι άγια ακόμα και κατανυκτικά όταν τα συναισθήματα βρίσκουν μια κάποια σοβαρή ανταπόκριση. Τι συμβαίνει όμως όταν πέφτουν πάνω σε τοίχο με τα χίλια; Τότε μόνο συνειδητοποιούμε ότι είναι σε όλους γραφτό να αγαπήσουν, αλλά όχι και να αγαπηθούν. Κι ότι είναι τιμωρία να ποθείς σφόδρα κάποιον που όμως η μοίρα δεν τον προορίζει για σένα.

Η κόρη ενός ακροβάτη του δρόμου που έμελλε να αφήσει το χρυσό αχνάρι της στο παγκόσμιο πεντάγραμμο, «τιμωρήθηκε» τοιουτοτρόπως. Η Παριζιάνα που αντίκρισε το φως του κόσμου στις 19 Δεκεμβρίου 1915 κάτω από μια ισχνή λάμπα υγραερίου, υπέστη στην ηλικία των τεσσάρων ολική τύφλωση για τρία χρόνια, έζησε για ένα σύντομο διάστημα πλάι στη γιαγιά της που ήταν ιδιοκτήτρια οίκου ανοχής στη Νορμανδία, και στα 15 της θα γοήτευε κιόλας το κοινό με εκείνη τη βαθιά, δραματική και πολλά υποσχόμενη φωνή της, γνώρισε το Δημήτρη Χορν στις 18 Σεπτεμβρίου 1946. Στη sold out εμφάνισή της στο θέατρο Κοτοπούλη. «Συγχαρητήρια από καρδιάς, Εντίτ. Ήσουν καθηλωτική», της είπε τείνοντάς της ευγενικά το  χέρι στο τέλος της βραδιάς. Τη χαρισματική Εντίτ Πιάφ που την αποθέωνε όλος ο κόσμος σε κάθε της βήμα μια κι ένα χρόνο νωρίτερα είχε κυκλοφορήσει το La vie en rose σημειώνοντας τεράστια επιτυχία, δεν την ενόχλησε ο ενικός. Αντιθέτως, βρήκε το θάρρος μαζί με τα αδέξια γαλλικά του 25χρονου τότε ηθοποιού, άκρως ελκυστικά. Κι ίσως αυτά να την έκαναν να τον ερωτευτεί ακαριαία. Σε συνδυασμό σαφώς με τα ηλεκτρικά του μάτια και την επιμονή να τα καρφώνει στα δικά της.

Εκείνη στα 31 της, χάνεται στο χαμόγελο του βαφτισιμιού της Κυβέλης Αδριανού μες σε ένα μόνο βράδυ. Παραλύει κυριολεκτικά στους αβρούς τρόπους ενός άνδρα που ήταν ήδη παντρεμένος. Δέχεται βροχή κοπλιμέντων από τον ηθοποιό που θα έγραφε τη δική του ιστορία στο θέατρο και τον κινηματογράφο με επιτυχίες όπως «Η φωνή της καρδιάς» (1943),

«Χειροκροτήματα» (1944), «Μεθύστακας» (1950), «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1954), «Κάλπικη λίρα» (1955), «Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956), «Μια ζωή την έχουμε» (1958), «Αλίμονο στους νέους» (1961), κλπ, και του υπόσχεται μεταξύ σοβαρού κι αστείου να του γράφει που και που από την Πόλη του Φωτός.

Και τέτοιου είδους υποσχέσεις πάντα τηρούνται κι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.  Ειδικά από μια γυναίκα που αγαπάει. Η Εντίτ Πιάφ που κατά γενική ομολογία διήγε μια ζωή σκληρή και κάπως άδικη καθώς έχασε την κόρη της από μηνιγγίτιδα, ενεπλάκη σε δύο πολύ σοβαρά τροχαία και εθίστηκε στη μορφίνη και το αλκόολ, κι έφυγε από τη ζωή μόλις στα 48 της από κίρρωση στις 10 Οκτωβρίου 1963, την ίδια μέρα με τον καλό της φίλο Ζαν Κοκτώ, την κράτησε τη δική της υπόσχεση. Κι αυτό γιατί στην επαφή της με τον Δημήτρη Χορν ή αλλιώς τον Τάκη της, κατάλαβε πως μια φορά γεννηθήκαμε άνθρωποι και πρέπει να αξιοποιήσουμε αυτή τη μοναδική φορά αγαπώντας. Πως τις μεγάλες πράξεις στο ερωτικό παιχνίδι οφείλεις να τις τολμάς χωρίς πολλή σκέψη και φόβο γιατί ο συνδυασμός αυτών των δύο μπορεί μέχρι και να σβήσει τη φλόγα της τόλμης. Και πως η ευτυχία είναι φτιαγμένη για να μοιράζεται και δεν έχει σημασία αν την κλέβεις σα μπουκιά από το στόμα κάποιου άλλου.

Η ερμηνεύτρια του εμβληματικού «Non, Je Ne Regrette Rien», όπως ομολογεί και ο τίτλος του τραγουδιού της (1956), δε μετάνιωσε που έστειλε στον Τάκη της αυτά τα λόγια: «Σ’αγαπώ όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν άλλον. Τάκη, μη μου πληγώσεις την καρδιά! Εάν δεν έρθεις εσύ στο Παρίσι, θα έρθω εγώ στην Αθήνα και φυσικά πρέπει να έρθεις στη μαγική Νέα Υόρκη χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Νομίζω ότι θα μπορούσα να σε κάνω πάρα πολύ ευτυχισμένο, και επίσης πιστεύω πως σε καταλαβαίνω καλά. Και μάντεψε αγαπημένε, είμαι ικανή να τα παρατήσω όλα για σένα. Να τα τινάξω όλα στον αέρα για την αγάπη σου. Εσύ θα το έκανες, άραγε;» Κανείς δεν ξέρει αν πήρε απάντηση σε αυτή της την επιστολή η Πιάφ, μια και άλλοι λένε πως ο Χορν δεν απάντησε ποτέ, και άλλοι πως σίγουρα τής είχε δώσει πολλά περισσότερα δικαιώματα από μια νύχτα γνωριμίας στην Αθήνα του 1946.

Αν πάντως ο Δημήτρης Χορν που αργότερα θα χανόταν στη δίνη του έρωτα για την Ελλη Λαμπέτη, δεν απάντησε στο γράμμα της Πιάφ αλλά και σε όσα ακολούθησαν, σημαίνει πως δεν υπάρχει πιο σαφής και ταπεινωτική απάντηση από την απόλυτη σιωπή και πως απ’ τη σιωπή δεν υπάρχει πιο ισχυρό επιχείρημα για να αντικρούσεις. Στην περίπτωση αυτή, εάν η Πιάφ επέμεινε λίγο παραπάνω στην προσπάθειά της να κερδίσει την καρδιά του και να την περάσει σαν μενταγιόν στο λαιμό της, αυτό σκιαγραφεί μια γυναίκα που ξέρει καλά ότι όταν πρέπει να κάνεις μια κίνηση στον έρωτα, ο κατάλληλος χρόνος είναι πάντα το αμέσως τώρα, ότι αυτός που δεν προσπαθεί για τίποτα, δεν χρειάζεται ελπίδα αλλά ούτε και όνειρα, και ότι η δύναμη ενός ερωτευμένου ανθρώπου είναι ίση με τη δύναμη δέκα ανθρώπων κι αυτό γιατί η καρδιά του είναι βαρύτερη λόγω των ιερών συναισθημάτων που περιέχει. Εκείνο που ίσως δεν ήξερε, κι αποτελεί τελικά κανόνα δίχως εξαίρεση στους ανεκπλήρωτους έρωτες είναι ότι η σιωπή δεν κάνει λάθη, μονάχα επιλογές, ότι όποιον σε θέλει, τίποτα δεν είναι ικανό να τον κρατήσει μακριά σου, κι όποιον δε σε θέλει, τίποτα δεν τον κρατάει κοντά σου, κι ότι εκείνες οι αγάπες που θυμίζουν αναπάντητα τηλεφωνήματα, μάλλον τέθηκαν σε σκληρή εφαρμογή για να επιβεβαιώσουν την ανθρώπινη μοναξιά.

*Édith Piaf, ορθή απόδοση ονόματος: Εντίτ Πιάφ