Επιπλέον μας αναλύει την ιδιαίτερη σχέση της με τον τόπο που μεγάλωσε, τις μνήμες της παιδικότητας που κλωθογυρίζουν με εμμονή στη ζωή μας και την κάθαρση που η ψυχή αναζητά.

«Στη σιωπή και στη μοναξιά μπορείς να δεις και ν’ ακούσεις τα αληθινά»


– Η ωραία της νύχτας, το τελευταίο σας μυθιστόρημα, καταπιάνεται με ένα όχι και τόσο εύκολο θέμα: τον φόνο. Τι σας ενέπνευσε να ασχοληθείτε με κάτι τόσο έντονα δραματικό;

Ένας εν θερμώ πραγματικός φόνος, αλλά πιο πολύ η επανάληψή του. Στην ίδια ηλικία με την νεώτερη ηρωίδα μου, η γιαγιά της, πενήντα τρία χρόνια πριν, είχε κάψει τον άντρα της. Αυτή η επανάληψη λες της αιώνιας στιγμής είναι η συγγραφική εμμονή μου και ο προσωπικός εφιάλτης μου από το πρώτο μου, ουσιαστικά, μυθιστόρημα το «Αναζητώντας τη Μαρία». Όπως καταλαβαίνετε, μόλις συνέβη εκείνο το καλοκαίρι, η ιστορία διεκδίκησε την ύπαρξή της. Εξάλλου το περιστατικό με τη γιαγιά ήταν ήδη δυο κεφάλαια στο μυθιστόρημα που έγραφα. Αλλά πέρα από το μοιραίο της επανάληψης, αυτό που ήθελα να διαπιστώσω είναι η ζωή με αυτό το συμβάν και μετά απ’ αυτό το συμβάν. Το καθαρτήριό του. Η μεταμέλεια που ανήκει σε όλους. Η μοίρα των γυναικών που χρειάζεται να φτάσουν ως τα άκρα καμία φορά. Αλλά και η βαριά σκιά ενός τόπου, του τόπου μου. Η αναζήτηση ενός τρόπου ζωής που να θυμίζει τα πετεινά του ουρανού, η επίγεια Εδέμ κι αν υπάρχει, η φύση που όλα τα γιατρεύει και τα κατανοεί. Ε, είμαι και του δραματικού…

– Η ευρηματική πλοκή συνδέει στον μίτο της τρεις γυναίκες (γιαγιά, εγγονή και μια συγγραφέα), διαβάζοντάς το ένιωσα πως είναι αρκετά βιωματικό ως και αυτοαναφορικό σε αρκετά σημεία. Υπάρχουν καλά ‘κρυμμένες’ αλήθειες μήπως μέσα στο βιβλίο σας;

Στην αρχή έλεγα και ξανάλεγα ότι είναι το λιγότερο αυτοαναφορικό. Από την άποψη ότι επιτέλους μ’ αφορούσαν οι άλλοι και ο τόπος. Γεγονός είναι ότι στην αφηγήτρια έχω δώσει πολλά, βέβαια ούτε ορφανή είμαι, ούτε πήρα των ομματιών μου. Ο κήπος, κάπως έτσι ήταν ο κήπος των παιδικών μου χρόνων. Κεντήστρα σπουδαία υπήρξε και η δική μου μαμά. Δηλαδή θα έλεγα ότι είμαι η αφηγήτριά μου στα εξωτερικά αλλά οι φόνισσές μου στην εσωτερική τους φουρτούνα. Ακόμα και στις διεξόδους, σε σώζει ένας κήπος! Και η ιστορία του τόπου μπορεί και να σε οδηγήσει σε συνείδηση εαυτού. Καμιά φορά η αυτογνωσία και η γαλήνη έρχεται κι από έξω. Το σίγουρο είναι ότι ήθελα όλες να σωθούν τελικά. Και περισσότερο μάλιστα οι δυο γυναίκες με τη βεβαρημένη ζωή. Θα μπορούσε να είναι κόρη μου αυτό το κορίτσι που σκότωσε. Κι όσο για τη γιαγιά, έχει την ηλικία της μάνας μου. Έχει πια δικαίωμα στη γαλήνη. Αλλά σίγουρα είναι ο τόπος μου, οι φόβοι μου, οι σκιές μου και τα δικά μου φαντάσματα. Οι κήποι μου, τα φαγάκια των παιδικών μου χρόνων, η ευωδιά από το νυχτολούλουδο που ακόμα με κυνηγά.

– Τι θελκτικό μπορεί να κρύβει ένας μυστικός κήπος, ένας μικροσκοπικός γυάλινος κόσμος και η σιγαλιά της απομόνωσης για μια δημιουργό του λόγου;

Την απολεσθείσα Εδέμ. Τον Παράδεισο επί της γης. Κι ο γυάλινος    κόσμος τον εύθραυστο κόσμο μας. Αλλά δίχως απομόνωση και σιωπή, ούτε Εδέμ, ούτε  τα κλειδιά για το αίνιγμα της ζωής. Στη σιωπή και στη μοναξιά μπορείς να δεις και ν’ ακούσεις τα αληθινά. Και της ζωής και της ψυχής σου. Ακόμα και τους άλλους, στη σιωπή και στη μοναξιά τους συναντάς.

– Οι ήρωες σας κρύβουν καλά μυστικά, διαθέτουν αυτό που περιγράφετε ως ‘μυστικές ζωές; Τα μυστικά πρέπει να μένουν τελικά θαμμένα;

«Μυστικές ζωές» δεν σημαίνει ντε και καλά «κρυμμένα μυστικά». Δεν χρειάζονται την φαντασμαγορία των μυστικών οι μυστικές ζωές, όπως δεν χρειάζεται και η πίστη, τον κρότο των θαυμάτων. Όλα αυτά λειτουργούν απαλά-απαλά, πώς να εκφράσεις εξάλλου τα σημαντικά, είναι σα να προσπαθείς να περιγράψεις την προσευχή, τον έρωτα ή το πώς έρχεται το ποίημα. Μυστικές ζωές διαθέτουν και οι τρεις γυναίκες μου. Αλλά τα μυστικά της ζωής τους είναι ήδη κρεμασμένα στα μανταλάκια.

– Οι ηρωίδες σας αναζητούν με τον έναν ή άλλο τρόπο την κάθαρση. Η γραφή απελευθερώνει, δρα λυτρωτικά για ‘σας;

Είναι ο τρόπος μου να καταλαβαίνω τον κόσμο, τους άλλους, εμένα. Από μικρό παιδί σχεδόν. Είναι μια ιαματική τελετουργία για να πλησιάζω τα όσια και τα ιερά της ζωής χωρίς να καώ. Τη μαγεία της! Είναι ο δικός μου τρόπος να ζω. Γράφοντας, ακολουθείς και όλες εκείνες τις εκδοχές που εν τέλει δεν έζησες. Και όσο για τις ιστορίες, αν μάθεις να τις διαβάζεις σωστά, έχουν κάτι από τον αιώνιο χρόνο, σε προετοιμάζουν και για όλα τα παρακάτω, διότι ο μέσα μας εαυτός ήδη βρίσκεται όχι μόνο στην αρχή της κλωστής αλλά και στο τέρμα της. Ή τέλος πάντων σ’ αυτό που μπορεί να είναι και η  αρχή του-παντός. Τα πλησιάζεις για όσο γράφεις αλλά τα χάνεις ξανά μετά κι ίσως γι’ αυτό ξαναγράφεις, με την ψευδαίσθηση ότι αυτή τη φορά θα πετύχει, κι αυτό που ψυχανεμίζεσαι θα το καταλάβεις καλά.


Διαβάστε επίσης: 

Η ωραία της νύχτας – Ελένη Γκίκα