Ανομολόγητες Προθέσεις και Ακούσιες Υπερβάσεις

 

Θα μπορούσε να ειπωθεί πως τα έργα τέχνης είναι προϊόντα ανθρώπινης δραστηριότητας, συνειδητής ως έναν βαθμό, δηλαδή πράγματα που κάποιος νους είχε την πρόθεση να κατασκευάσει με συγκεκριμένο τρόπο.

Φυσικό θα ήταν λοιπόν, τα έργα τέχνης να βρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την πρόθεση του δημιουργού τους, να ενσωματώνουν δηλαδή όλα όσα οι καλλιτέχνες οραματίστηκαν και θέλησαν με κάποιο τρόπο να τους εμφυσήσουν.

Έτσι, γενικεύοντας κάπως, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως η πρόθεση του καλλιτέχνη, που διαμορφώνεται σε μια σειρά από ψυχολογικά στάδια ή γεγονότα της νόησης, τόσο κατά τη διάρκεια της σύλληψης της ιδέας και της φαντασιακής απεικόνισής της στο χώρο του ιδεατού, όσο και κατά τη διαδικασία παραγωγής του έργου, αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργία ενός έργου.  

Βέβαια, η ουσιαστική αυτή σχέση, ανάμεσα στο αισθητικό αντικείμενο και την πρόθεση του καλλιτέχνη, στην πράξη αποδεικνύεται ιδιαίτερα περίπλοκη, φτάνοντας πολλές φορές στο σημείο να μιλάμε για δυο ξεχωριστά πράγματα – που ενδεχομένως, σε ιδανικές περιπτώσεις, ταυτίζονται – και όχι για μια οντότητα με δυο διαφορετικά ονόματα.

Θα μπορούσαμε, απλοποιώντας κάπως, να παρομοιάσουμε τη σχέση ανάμεσα στο έργο και την πρόθεση του καλλιτέχνη ως σχέση ανάμεσα στο γονιό και το παιδί, όπου οι νόμοι της γενετικής ορίζουν, ως έναν βαθμό, κάποιες ομοιότητες, που το παιδί, ενδεχομένως, θα κληρονομήσει. Όμως, όπως και στην πραγματική ζωή, η ανέλιξη του παιδιού πολλές φορές επιβεβαιώνει, παρά τη γονιδιακή εξάρτηση με το γονικό πρότυπο, πως πρόκειται για ένα αυτόνομο άτομο, με τη δική του πορεία μέσα στο χρόνο, με τη δική του εντέλει αυτούσια, αυτοτελή ζωή.

Έτσι, μολονότι κάθε γονιός θα επιθυμούσε να εμφυσήσει, ηθελημένα ή ακούσια, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στο τέκνο του, και να δει να εκπληρώνεται, ως ένα βαθμό, το όραμα που έπλασε για το παιδί του, ο τελευταίος λόγος ανήκει φυσικά στο παιδί, από τη μια υποταγμένο σε όσα τα γονίδια αλλά και οι προθέσεις του γονιού διεκδίκησαν να μεταπλάσουν στο πρόσωπό  του, και από την άλλη ακολουθώντας μια εντελώς νέα, δική του πορεία, ξένη ενδεχομένως στις όποιες προθέσεις και τα οράματα των δημιουργών του.

Στην περίπτωση της Ιωάννας Γουζέλη, που εκθέτει στη γκαλερί Eleftheria Tseliou στο Κολωνάκι, έχει κανείς την αίσθηση πως τα έργα καταφέρνουν, μ’ έναν ιδιόμορφο τρόπο, να αποσυνδεθούν από τις αρχικές προθέσεις και το γενικευμένο όραμα του δημιουργού τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτάρεσκα να αυτονομηθούν και να διεκδικήσουν μια πειστική εικαστική φόρμα για τον ίδιο τους τον εαυτό.

Γιατί, παρατηρώντας κανείς τα ασπρόμαυρα τυπώματα σε φτηνό, ταλαιπωρημένο στρατσόχαρτο, ευαίσθητο και λεπτό σαν ριζόχαρτο, τοποθετημένα με καρφίτσες στον τοίχο της γκαλερί, σε δύο κυρίως παιχνιδιάρικες σκακιέρες, δεκαέξι λευκών και μαύρων τετραγώνων, έχει την αλλόκοτη αίσθηση πως οι εικόνες αυτές, με όχημα τη χρονομηχανή κάποιου ιδιόμορφου, μισότρελου επιστήμονα, έχουν διολισθήσει γλυκά στο χωροχρόνο κι έχουν προσγειωθεί με σχετική αυτοπεποίθηση στο σήμερα.

Τα μονοχρωματικά έργα, μ’ έναν ιδιαίτερο, ανέλπιστα πειστικό τρόπο, διατηρούν αισθητικά στοιχεία από  το γερμανικό εξπρεσιονισμό των δύο πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, και ειδικότερα από τις ποικίλες εκφάνσεις του στον κινηματογράφο, σε ταινίες τρόμου όπως για παράδειγμα αυτή του Robert Wiene, The Cabinet of Dr. Caligeri (1920), ή το Nosferatu (1922) του F.W. Murnau

Οι ασπρόμαυρες, δυσδιάκριτες πολλές φορές εικόνες, που σχηματοποιούνται μέσα στην περιφέρεια που ορίζει ένας φορμαλιστικά τέλειος κύκλος, ο ανεστραμμένος μαύρος κύκλος σε λευκό φόντο του Malevich (1913), η αρνητική εκδοχή του, ή το περίγραμμα από ένα φινιστρίνι πλοίου, υποβρυχίου ή τέλος, αν θέλουμε να συνυπολογίζουμε τον παιγνιώδη τίτλο της έκθεσης, «Spacesheep», διαστημοπλοίου, καταφέρνουν κι εγκυμονούν μια πολυσημία που απαιτεί εξακρίβωση.

Έτσι, αξίζει να τονισθεί πως, οι καλειδοσκοπικές αυτές, μονοχρωματικές όψεις του σύγχρονου κόσμου, άλλοτε προσιδιάζουν σε όσα θα παρατηρούσε η επιστημονική, φιλοπερίεργη, τηλεσκοπική όραση μιας ξένης ύπαρξης, ενός «εξωγήινου» πλάσματος που θα φωτογράφιζε τον κόσμο από το διάστημα, ενώ άλλοτε θυμίζουν τα γοτθικά, οδοντωτά μοτίβα των κτιρίων και των μορφών στη ζωγραφική των μελών της Die Brücke, όπως για παράδειγμα του Kirchner.

Σε άλλες περιπτώσεις, από τη μια θυμίζουν τις εικόνες του κόσμου έτσι όπως τις βλέπαμε σαν ήμασταν παιδιά και στρέφαμε τα κιάλια, σαν παιχνίδι, κοιτώντας από τη λάθος πλευρά, αυτή που απομάκρυνε τα αντικείμενα του κόσμου αντί να τα μεγεθύνει, και από την άλλη μοιράζονται πολλά φορμαλιστικά στοιχεία με τον Σουπρεματισμό του Malevich – που ήδη από το 1919 αναφερόταν σε μια πρακτική εφαρμογή της φόρμας του σουπρεματισμού, με στόχο το σχεδιασμό από διαστημόπλοια έως ρούχα –  ή ακόμη και τους Ρώσους Κονστρουκτιβιστές.

Άλλοτε πάλι αποτελούν μελαγχολική υπενθύμιση των Photograms του Man Ray, ή Rayographs όπως ο ίδιος χαριτολογώντας τ’ αποκαλούσε, μια φωτογραφική διαδικασία χωρίς κάμερα, όπου τα αντικείμενα τοποθετούνται πάνω στο φωτογραφικό χαρτί και εκτίθενται απ’ ευθείας στο φως, έργα που ο Tristan Tzara είχε αποκαλέσει καθαρά ντανταϊστικές δημιουργίες, ή τέλος φέρνουν στο νου τις γνωστές σε όλους μας ακτινογραφίες, όπου μέρη του ανθρώπινου σώματος φωτογραφίζονται με ειδικές ακτίνες Χ, προσδίδοντας στο αποτέλεσμα την ατμοσφαιρική, ανάερη όψη ενός φαντάσματος, μιας διάφανης, άυλης οπτασίας.

Στην ασαφή ατμόσφαιρα των έργων, οι έννοιες του μικρού και του μεγάλου συνδυάζονται ικανοποιητικά, τα διαφανή μέρη συνομιλούν επιτυχημένα με τα συμπαγή, εκεί όπου μια απρόσμενη εξπρεσιονιστική σκίαση αναδεικνύει πυκνώσεις και αραιώσεις, με τα σχήματα, αφηρημένα ή συγκεκριμένα, να προσιδιάζουν κάποιες φορές σε περίπλοκες, αφηρημένες συνθέσεις του Ραγιονισμού, παρακλάδι του κυβισμού, των Ρώσων φουτουριστών.

Τα τυπώματα της Ιωάννας Γουζέλη, μ’ έναν παράδοξο και αξιοσημείωτο τρόπο, διατηρούν έντονα το στοιχείο του αυθόρμητου και του αναπάντεχου, ξαφνιάζοντας τον προκατειλημμένο επισκέπτη, που η αντίληψή του, ως επί το πλείστον, επηρεάζεται απ’ όσα περιμένει ή ελπίζει να διακρίνει σ’ ένα έργο.

Με αβίαστο, νεανικό ενθουσιασμό, σε συνδυασμό με μια κομψή, σοφιστικέ διστακτικότητα, και μια αισθητική ευαισθησία δανεισμένη από ασπρόμαυρες κινηματογραφικές εικόνες πρωτοποριακών ταινιών όπως για παράδειγμα, A trip to the Moon (1902) του George Melie, ή Le Sang d’un poète (1930) του  Jean Cocteau, τα έργα υπερβαίνουν την αρχική πρόθεση της καλλιτέχνιδος – τουλάχιστον έτσι όπως τεκμηριώνεται, με ελλειπτικό κατά τη γνώμη μου τρόπο, στο διαδικτυακό blog με την παράλληλη δράση Parallel Track, ένα κοινό project με τον επίσης νέο εικαστικό Αλέξανδρο Κακλαμάνο – και καταφέρνουν να δημιουργήσουν ένα απλό στην παρουσίασή του, αλλά συνάμα πολυδιάστατο σε αισθητικές αναφορές περιβάλλον, μια πολυσυλλεκτική πρόταση, που διαχειρίζεται με ειρωνική αποστασιοποίηση το παρελθόν της τέχνης, ενώ αντιμετωπίζει την κατάληξη των ανθρωπιστικών ιδεωδών της προόδου και της ευημερίας με προκλητικό σαρκασμό και μελαγχολική επιφυλακτικότητα.

Η Eleftheria Tseliou gallery φιλοξενεί την ατομική έκθεση της Ιωάννας Γουζέλη, με τίτλο Spacesheep, από 20 Μαρτίου έως 26 Απριλίου 2014.