Ο Μακμπέθ του Σαίξπηρ, ένα από τα πιο σκοτεινά θεατρικά κείμενα, παρουσιάζεται διασκευασμένο για δύο πρόσωπα στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης».  Η Δέσποινα Σαραφείδου, που ερμηνεύει την εμβληματική «Λαίδη Μακμπέθ», μιλά για την σημασία του έργου και τους συμβολισμούς του και επιπλέον μας συστήνει την θεατρική ομάδα «1+1=1», στην οποία αποτελεί ιδρυτικό μέλος.

Συνέντευξη: Αναστασία Ρίζου

Culturenow.gr: Μόλις έκανε πρεμιέρα στο Ίδρυμα Κακογιάννης μία διασκευή του πασίγνωστου σαιξπηρικού έργου «Μακμπέθ». Περιγράψτε μας τι ακριβώς αφορά και πόσο διαφέρει από το πρωτότυπο κείμενο.

Δέσποινα Σαραφείδου: Το σαιξπηρικό έργο είναι μια πολυπρόσωπη τοιχογραφία με σαφείς ιστορικές, βιβλικές και άλλες αναφορές, ενώ εκτυλίσσεται ως γραμμική αφήγηση της ανόδου και της πτώσης του Μακμπέθ και συμπληρωματικά της Λαίδης. Η μεταγραφή του Θεόδωρου Εσπίριτου επικεντρώνεται στα δύο κύρια πρόσωπα του έργου, τονίζοντας το δίπολο που συνιστούν. Μια άλλη σημαντική μετατόπιση από το πρωτότυπο κείμενο είναι ότι εδώ οι δύο ήρωες εμφανίζονται εγκλωβισμένοι σε μια αέναη επανάληψη του εγκλήματος και της ενοχής τους, του τραύματός τους. Αναβιώνουν στο διηνεκές τη σφοδρότητα της φαύλης φιλοδοξίας τους και τη συνακόλουθη συντριβή τους.

Cul. N.: Ο «Μακμπέθ» είναι από τα πιο ζοφερά κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας. Τι είναι αυτό που πιστεύετε ότι το κάνει διαχρονικό και ποια στοιχεία του περιέχει η διασκευή που την καθιστούν επίκαιρη;

Δ. Σ.: Ο «Μακμπέθ» κινείται σε δύο άξονες. Αφενός, η ακόρεστη δίψα για εξουσία/δύναμη/επιτυχία, τρίπτυχο που εξακολουθεί να αποτελεί, μέχρι σήμερα, κυρίαρχο ανθρώπινο στόχο και μοχλό κίνησης της ιστορίας. Αφετέρου, η ματαίωση από την ίδια την επίτευξη αυτού του στόχου, καθώς κάτι τέτοιο σημαίνει αναπότρεπτα και απάρνηση της ανθρωπινότητάς μας. Στη διασκευή που ανεβάζουμε, οι Μακμπέθ γίνονται σε ακραίο βαθμό τα τέρατα που εν δυνάμει υπάρχουν μέσα στον καθένα μας. Είναι σαν να κοιτάμε, σ’ ένα παραμορφωτικό κάτοπτρο, την οδυνηρή συνειδητοποίηση της έλλειψης ενός νοήματος που θα ήταν ικανό να στηρίξει τη ζωή μας.

Cul. N.: Προσωπικά, τί διδαχθήκατε, τί σας έκανε εντύπωση και τί σας δυσκόλεψε, αναλαμβάνοντας έναν τέτοιο απαιτητικό ρόλο όπως αυτός της Λαίδη Μακμπέθ;

Δ. Σ.: Ομολογώ ότι η Λαίδη Μακμπέθ δεν ήταν ένας ρόλος που είχα ονειρευτεί να παίξω. Ίσως αυτό με ώθησε να την πλησιάσω με λιγότερη προκατάληψη και μου χάρισε περισσότερη έκπληξη στην πορεία της προσέγγισής της. Η Lady M. θεωρείται εμβληματική φιγούρα του Κακού, μια πρόχειρη αναζήτηση στο διαδίκτυο την παρουσιάζει με τα στιλέτα στα χέρια – λοιπόν για να την παίξω, χρειάστηκε να εστιάσω περισσότερο στην άλλη της πλευρά, στην αδυναμία και την απελπισία που κρύβει, παρά στο δυναμισμό ή τη σκληρότητά της, χρειάστηκε να την πλάσω «εκ του αντιθέτου». Από την άλλη, η συνάφεια με το σκοτεινό του ρόλου είναι βασιλική οδός για να ρίξεις μια ματιά στο δικό σου έρεβος, να αντιμετωπίσεις τις δικές σου ρωγμές, τις ανασφάλειες, τις ντροπές, τον δικό σου τρόμο. Μια μέγιστη δυσκολία είναι η τεχνική, πρέπει να έχεις «τέρμα τα γκάζια» επί μιάμιση ώρα, κι αυτό επιβάλλει οικονομία και ετοιμότητα.

Cul. N.: Πείτε μας λίγα λόγια για την θεατρική ομάδα 1+1=1, της οποίας είστε ιδρυτικό μέλος. Τι συμβολίζει η ονομασία της, πώς δημιουργήθηκε και ποιοι είναι οι καλλιτεχνικοί στόχοι που σας ενώνουν;

Δ. Σ.: Το «1+1=1» είναι κλεμμένο απ’ τον Ταρκόφσκι. Σε μια σκηνή από τη Νοσταλγία το βλέπουμε γραμμένο στο μαυροπίνακα και ο Έρλαντ Γιόζεφσον εξηγεί ότι μια σταγόνα και μια σταγόνα κάνουν μια σταγόνα μεγαλύτερη.

Για μας συμβολίζει δύο όψεις της λειτουργίας του θέατρου. Από τη μια, η δουλειά μας είναι η συνισταμένη των δράσεων όλων όσοι εμπλέκονται στην παραγωγή ενός έργου – δεν είσαι ποτέ μόνος, είσαι πάντα εσύ και ο συμπαίκτης, ο συνεργάτης. Από την άλλη, η παράσταση είναι η συνάντηση του καλλιτέχνη με το κοινό, είναι το άθροισμα των ενεργειών τους και ταυτόχρονα τους υπερβαίνει.

Η 1+1=1 δημιουργήθηκε το 2011 από μια παρέα φίλων, που ασχολούνται με διαφορετικά πεδία της τέχνης, όταν ανέβηκε η πρώτη παραγωγή της, η «χειροποίητη» Kassandra (σε κείμενο του Sergio Blanco). Θέλαμε να κάνουμε θέατρο που να μιλάει στην καρδιά του θεατή. Στοχεύαμε, έτσι απλά, στην εγγύτητα με το κοινό και την απροσποίητη επικοινωνία μαζί του. Παράλληλα, μας ενδιέφερε ιδιαίτερα η σύνδεση με τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά και η σύμπραξη με άλλους χώρους τέχνης. Η πρώτη αυτή παράσταση είχε πολύ θετική ανταπόκριση. Πέρα από το ανέβασμά της στην Αθήνα, ταξίδεψε πολύ και συνεχίζει να ταξιδεύει στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Cul. N.: Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι αυτόν τον καιρό, οι μικρές θεατρικές ομάδες να επικοινωνήσουν το έργο τους με το κοινό; Τελικά, κάτι καλό ανακαλύπτεται και διαδίδεται ούτως ή άλλως;

Δ. Σ.: Νομίζω ότι, ειδικά σε καιρούς κρίσης σαν τη σημερινή, οι άνθρωποι είναι σε περισσότερη εγρήγορση, είναι πιο ανοιχτοί, έχουν μεγαλύτερη περιέργεια να δουν δουλειές και από μικρότερα σχήματα, ψάχνουν το άμεσο, το ειλικρινές, μια διαφορετική πρόταση που δεν προέρχεται από τα μεγάλα δίκτυα παραγωγής και καθρεφτίζει ίσως εναργέστερα τους προβληματισμούς της εποχής. Μια έντιμη κατάθεση προσελκύει συχνά κοινό πολύ μεγαλύτερο, τηρουμένων των αναλογιών, από ό,τι παλιότερα. Τουλάχιστον αυτό έχω διαπιστώσει από τη δική μου εμπειρία αλλά και βλέποντας πώς λειτουργούν παραστάσεις από άλλες μικρές ομάδες.

 

Cul. N.: Κλείνοντας, μιλήστε μας για τα επόμενα θεατρικά σας σχέδια και κάποιον στόχο που θα θέλατε να πραγματοποιηθεί.

Δ. Σ.: Στα άμεσα σχέδια της ομάδας είναι να ταξιδέψει ο Μακμπέθ. Αλλά και η ενασχόληση με ελληνικά κείμενα, όπως μια σκηνική ανάγνωση διηγημάτων του Σωτήρη Δημητρίου ή η Κασσάνδρα και ο λύκος της Μαργαρίτας Καραπάνου.

Όσο για το στόχο, θα ήταν ευχής έργο να έρχεται η δουλειά μας σε επαφή με ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες. Με ανθρώπους που, λόγω θέσης ή κατάστασης, δεν έχουν τη δυνατότητα να βρεθούν σε ένα θέατρο, να παρακολουθήσουν μια παράσταση.

Τέλος, προσωπικά θα ήθελα «να μου δοθεί η χάρη να μιλήσω απλά», όπως λέει ο ποιητής – είναι μεγάλο πράγμα η αφαίρεση και δύσκολο, ιδιαίτερα στη δουλειά του ηθοποιού. Και συνάμα, να μπορώ να δουλεύω με καλλιτέχνες με τους οποίους μας συνδέει η ίδια έμπνευση, η ίδια εμπιστοσύνη, όπως συμβαίνει με τους τωρινούς μου συνεργάτες.

Η παράσταση Μάκμπεθ, Η Βίβλος του Σκότους, παρουσιάζεται σε διασκευή και σκηνοθεσία Θεόδωρου Εσπίριτου, μόνο για 8 παραστάσεις στο Black Box του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης. Περισσότερες πληροφορίες.